1. «Μολονότι γίναμε μάρτυρες πολλών εντάσεων στο πρόσφατο παρελθόν», είπε ο κ. Μητσοτάκης «δεν θα πάμε σε πόλεμο με την Τουρκία».
2. Ότι «πρέπει να μπορούμε, ως λογικοί ενήλικες, να καθίσουμε σε ένα τραπέζι και να συζητήσουμε τα βασικά μας προβλήματα».
3. Επίσης, ότι «δεν προκαλείς τους γείτονές σου, κρατάς ανοιχτούς τους διαύλους και δεν εργαλειοποιείς την εξωτερική πολιτική σου για εσωτερικούς λόγους – δεν είναι καλή προσέγγιση αυτή καθώς δηλητηριάζεις την κοινή γνώμη».
ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΠΙ ΤΩΝ ΔΗΛΩΣΕΩΝ
Συμφωνώ μαζί του για την τρίτη μόνο δήλωση.
Όσον αφορά την δεύτερη διαφωνώ εν πολλοίς, γιατί η έκφραση «λογικοί ενήλικες και…να καθίσουμε σε ένα τραπέζι να συζητήσουμε τα βασικά μας προβλήματα», στην ουσία εξισώνει το θύμα με τον θύτη.
Αυτή η θέση είναι πολύ κοινή και εκφράζεται πολλές φορές από τους εκπροσώπους μας σε πολλά διεθνή φόρα, γιατί νομίζουν ότι παρουσιάζοντας ένα πρόσωπο διαλλακτικό, φαίνονται έτσι στους ξένους ως πολιτισμένοι και μετριοπαθείς.
Όμως έχω διαπιστώσει ότι αυτό είναι σημαντικό λάθος, γιατί άλλο που δεν θέλουν οι ξένοι:
Να βρουν πρόσχημα για να κρατήσουν ίσες αποστάσεις, να μην αναλάβουν καμία υποχρέωση είτε ευθύνη, να μην διακυβεύσουν τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους έναντι της Τουρκίας, νίπτοντας τας χείρας τους παραπέμποντας και τις δύο χώρες να τα βρουν διμερώς «στο τραπέζι», χωρίς να δίνουν σημασία στο τι διακυβεύεται, στο τι διεκδικεί η Τουρκία έναντι της Ελλάδος και πως το διεκδικεί, ούτε να λαμβάνουν υπ’ όψη τους τις απειλές πολέμου και εισβολής αιφνιδιαστικά την νύκτα.
Αυτό που χρειάζεται είναι όπως: με σταθερότητα, σαφήνεια και με συγκεκριμένα γνωστά στοιχεία να αναδείξεις τις απειλές, τις παραβιάσεις και τις μονομερείς παράνομες διεκδικήσεις της Τουρκίας και όχι να εξισώνεις τα πράγματα σε μία "soft" λογική ενηλίκων, που αν κάτσουν σε ένα τραπέζι μπορούν να τα βρουν, με συμβιβασμούς στην ουσία από την μία και μόνο πλευρά (γιατί η άλλη διεκδικεί μόνο, θέτοντας ως στοιχεία διαπραγμάτευσης την δική σου υποχώρηση και απαιτεί συμβιβασμό σε ό,τι καταχρηστικά διεκδικεί έναντι των πολεμικών απειλών της).
Το δεύτερο σημείο των δηλώσεων είναι ιδιαιτέρως άστοχο, δεδομένου ότι η Τουρκία μας απειλεί με πόλεμο εάν δεν ικανοποιήσουμε τα όσα βούλεται και εμείς λέμε ότι δεν θα πάμε σε πόλεμο;
Δηλαδή δηλώνεται διεθνώς ότι: ότι και να συμβεί, όσες προκλήσεις και παραβιάσεις να κάνει η Τουρκία εμείς δεν θα πάμε σε πόλεμο.
Και φυσικά αυτό αποθρασύνει την Τουρκία, εκλαμβάνοντας την ρήση αυτή ως φόβο και την πολιτική των απειλών, παραβιάσεων και τετελεσμένων τελικά ως επιτυχημένη.
Και φυσικά αυτή η δήλωση του πρωθυπουργού βρίσκεται στον αντίποδα της άλλης εσφαλμένης επίσης δήλωσης πολλών πολιτικών, αναλυτών, στρατιωτικών και καθηγητών, ότι:
"εάν συμβεί ένα θερμό επεισόδιο μεταξύ των δύο χωρών εμείς θα πάμε σε συνολικό πόλεμο και να μην θεωρεί ο Ερντογάν ότι θα μείνουμε εκεί".
Αυτό μάλιστα το δικαιολογούν ως «αποτρεπτική πράξη».
Τεράστιο λάθος αυτή η θέση, γιατί αφενός εγκλωβίζει άκριτα την πολιτική για μια τέτοια στρατηγική, αφού δεν αξιολογεί κάθε περιστατικό με τα δικά του χαρακτηριστικά αλλά γενικεύει αφελώς, οδηγώντας σε δυνητικές ενέργειες που δεν έχουν κανένα στοιχείο ορθολογισμού, καταλληλότητας, επάρκειας και ευελιξίας στην αντίδραση, όπως πρέπει να έχει αφενός η αυτοάμυνα και αφετέρου η οιαδήποτε αποτρεπτική δράση.
Και οπωσδήποτε δημιουργείται τεράστια αοριστία στην σχέση πολιτικού και στρατιωτικού σκοπού, με προφανή προβλήματα αλληλοϋποστήριξης, εφικτότητας και στρατηγικής επάρκειας για την επίτευξη του αντικειμενικού σκοπού.
ΚΑΤΑΛΗΓΟΝΤΑΣ
Η σωστή θέση είναι: "ότι το δικαίωμα της αυτοάμυνας είναι θεμελιώδες και τίποτε δεν το περιορίζει σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, και ότι θα απαντήσουμε κατάλληλα και επαρκώς σε κάθε απειλή και επιθετική δράση της Τουρκίας εναντίον της χώρας μας".