Ο πόλεμος στην Ουκρανία μόλις προχώρησε ένα βήμα περισσότερο μετά την επιδεικτική πρόθεση να παραδοθούν δυτικά άρματα μάχης, τανκς του ΝΑΤΟ με άλλα λόγια, στον Βολοντιμίρ Ζελένσκι, ο οποίος τα ζητά για να ανακτήσει το πλεονέκτημα έναντι της Ρωσίας.
Απόδοση Babis Georges Petrakis / Le Journal de Montréal - Mathieu Bock-Côté
Το δυτικό δόγμα ήταν μέχρι στιγμής αρκετά σαφές, τουλάχιστον θεωρητικά: οι χώρες που το επιθυμούσαν θα μπορούσαν να προμηθεύουν στην Ουκρανία αμυντικά όπλα – ακόμα κι αν, στην πράξη, μπορούσαν να γίνουν επιθετικά. Ενθαρρύνθηκαν μάλιστα να το κάνουν, ωσάν, κατά τη διάρκεια του πολέμου, το ΝΑΤΟ να είχε προσαρτήσει συμβολικά την Ουκρανία, η οποία δεν ήταν ακόμη μέλος.
Το ίδιο όμως δεν ίσχυε για τα επιθετικά όπλα όπως τα τανκς. Η Γερμανία μόλις το έκανε δυνατό και κάποια ανησυχία αρχίζει να μας πλησιάζει από τον ορίζοντα.
Κάποια στιγμή, που δεν μπορεί να προσδιοριστεί με βεβαιότητα εκ των προτέρων, αλλά που μπορεί κάλλιστα να προκύψει, η Ρωσία θα κρίνει ότι οι δυνάμεις του ΝΑΤΟ βρίσκονται πλέον αντικειμενικά σε σύγκρουση μαζί της.
Θα βρεθούν, για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο που έχει επιβληθεί, σε μια συν-εμπόλεμη κατάσταση (cobelligérance) που θα μπορούσε να φέρει αντιμέτωπη την αμερικανική και την ρωσική αυτοκρατορία. Η Ουκρανία, λοιπόν, δεν θα είναι παρά το πεδίο μάχης όπου αυτές οι δύο δυνάμεις θα αντιμετωπίσουν η μία την άλλη.
Σίγουρα οι Ηνωμένες Πολιτείες θα είχαν έναν ευγενή ρόλο στην όλη ιστορία: θα εμφανίζονταν ως οι σωτήρες της ουκρανικής ανεξαρτησίας απέναντι στον Ρώσο επιτιθέμενο. Γεγονός όμως παραμένει ότι μόλις ξεπεραστεί αυτό το ορόσημο, η Ευρώπη θα μετατραπεί δυνητικά σε πεδίο μάχης μεταξύ δύο αυτοκρατορικών δυνάμεων.
Ας ξεκαθαρίσουμε κάτι. Το ότι πρέπει να δείξουμε αλληλεγγύη με την Ουκρανία είναι αυτονόητο. Το ότι είναι όμως απαραίτητο να πέσουμε με τα μούτρα σε μια σύγκρουση που, ό,τι και να λέμε, θα μπορούσε να οδηγήσει σε πυρηνική σύγκρουση, δεν πρέπει να είναι αυτονόητο.
Περιέργως, στις δυτικές καγκελαριές, αυτή η πιθανότητα δεν λαμβάνεται σοβαρά υπόψη. Οι μεγάλοι στρατηγοί δείχνουν σίγουροι ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν δεν θα περάσει αυτό το κατώφλι. Αυτή η αισιοδοξία δεν βασίζεται σε μια σοβαρή ανάλυση της κατάστασης κυρίως γιατί ένας άλλος παράγοντας προστίθεται: ένα αυταρχικό καθεστώς που καταρρέει σπάνια το κάνει χωρίς συνέπειες.
Αν ο Βλαντιμίρ Πούτιν έπεφτε αύριο, ο αντικαταστάτης του δεν θα ήταν απαραίτητα ένας συμβατός με τα δυτικά πρότυπα δημοκράτης.
Παραδόξως, η υπενθύμιση των παραπάνω, τόσο στη Βόρεια Αμερική όσο και στην Ευρώπη, μπορεί να σας κολλήσει την ετικέτα του φιλορώσου. Υπάρχει σε αυτήν την εθελοτυφλία έναντι της γεωπολιτικής πραγματικότητας κάτι το εκπληκτικό και κυρίως ανεύθυνο.
Οι πολεμοκάπηλοι της Δύσης, στο όνομα της αρετής τους, διακηρύσσουν ότι δεν θα υποχωρήσουν ποτέ έναντι του Πούτιν παραβλέποντας ότι εάν η Ρωσία έχανε την Κριμαία, θα γνώριζε μια καθεστωτική κρίση, οι συνέπειες της οποίας θα ήταν καταστροφικές.
Η άνευ όρων ειρήνη, με ολοκληρωτική συνθηκολόγηση του εχθρού, που κληρονομήθηκε από τον 20ό αιώνα, δεν είναι κατάλληλη για αυτή τη σύγκρουση. Και δεν είναι βέβαιο ότι μπορούμε να ελπίζουμε στην επιστροφή της ειρήνης στα σύνορα της Ευρώπης, μετατρέποντας εκ των πραγμάτων τον ουκρανικό στρατό σε στρατό του ΝΑΤΟ.
Απόδοση Babis Georges Petrakis / Le Journal de Montréal - Mathieu Bock-Côté
Το δυτικό δόγμα ήταν μέχρι στιγμής αρκετά σαφές, τουλάχιστον θεωρητικά: οι χώρες που το επιθυμούσαν θα μπορούσαν να προμηθεύουν στην Ουκρανία αμυντικά όπλα – ακόμα κι αν, στην πράξη, μπορούσαν να γίνουν επιθετικά. Ενθαρρύνθηκαν μάλιστα να το κάνουν, ωσάν, κατά τη διάρκεια του πολέμου, το ΝΑΤΟ να είχε προσαρτήσει συμβολικά την Ουκρανία, η οποία δεν ήταν ακόμη μέλος.
Το ίδιο όμως δεν ίσχυε για τα επιθετικά όπλα όπως τα τανκς. Η Γερμανία μόλις το έκανε δυνατό και κάποια ανησυχία αρχίζει να μας πλησιάζει από τον ορίζοντα.
Κάποια στιγμή, που δεν μπορεί να προσδιοριστεί με βεβαιότητα εκ των προτέρων, αλλά που μπορεί κάλλιστα να προκύψει, η Ρωσία θα κρίνει ότι οι δυνάμεις του ΝΑΤΟ βρίσκονται πλέον αντικειμενικά σε σύγκρουση μαζί της.
Θα βρεθούν, για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο που έχει επιβληθεί, σε μια συν-εμπόλεμη κατάσταση (cobelligérance) που θα μπορούσε να φέρει αντιμέτωπη την αμερικανική και την ρωσική αυτοκρατορία. Η Ουκρανία, λοιπόν, δεν θα είναι παρά το πεδίο μάχης όπου αυτές οι δύο δυνάμεις θα αντιμετωπίσουν η μία την άλλη.
Σίγουρα οι Ηνωμένες Πολιτείες θα είχαν έναν ευγενή ρόλο στην όλη ιστορία: θα εμφανίζονταν ως οι σωτήρες της ουκρανικής ανεξαρτησίας απέναντι στον Ρώσο επιτιθέμενο. Γεγονός όμως παραμένει ότι μόλις ξεπεραστεί αυτό το ορόσημο, η Ευρώπη θα μετατραπεί δυνητικά σε πεδίο μάχης μεταξύ δύο αυτοκρατορικών δυνάμεων.
Ας ξεκαθαρίσουμε κάτι. Το ότι πρέπει να δείξουμε αλληλεγγύη με την Ουκρανία είναι αυτονόητο. Το ότι είναι όμως απαραίτητο να πέσουμε με τα μούτρα σε μια σύγκρουση που, ό,τι και να λέμε, θα μπορούσε να οδηγήσει σε πυρηνική σύγκρουση, δεν πρέπει να είναι αυτονόητο.
Περιέργως, στις δυτικές καγκελαριές, αυτή η πιθανότητα δεν λαμβάνεται σοβαρά υπόψη. Οι μεγάλοι στρατηγοί δείχνουν σίγουροι ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν δεν θα περάσει αυτό το κατώφλι. Αυτή η αισιοδοξία δεν βασίζεται σε μια σοβαρή ανάλυση της κατάστασης κυρίως γιατί ένας άλλος παράγοντας προστίθεται: ένα αυταρχικό καθεστώς που καταρρέει σπάνια το κάνει χωρίς συνέπειες.
Αν ο Βλαντιμίρ Πούτιν έπεφτε αύριο, ο αντικαταστάτης του δεν θα ήταν απαραίτητα ένας συμβατός με τα δυτικά πρότυπα δημοκράτης.
Παραδόξως, η υπενθύμιση των παραπάνω, τόσο στη Βόρεια Αμερική όσο και στην Ευρώπη, μπορεί να σας κολλήσει την ετικέτα του φιλορώσου. Υπάρχει σε αυτήν την εθελοτυφλία έναντι της γεωπολιτικής πραγματικότητας κάτι το εκπληκτικό και κυρίως ανεύθυνο.
Οι πολεμοκάπηλοι της Δύσης, στο όνομα της αρετής τους, διακηρύσσουν ότι δεν θα υποχωρήσουν ποτέ έναντι του Πούτιν παραβλέποντας ότι εάν η Ρωσία έχανε την Κριμαία, θα γνώριζε μια καθεστωτική κρίση, οι συνέπειες της οποίας θα ήταν καταστροφικές.
Η άνευ όρων ειρήνη, με ολοκληρωτική συνθηκολόγηση του εχθρού, που κληρονομήθηκε από τον 20ό αιώνα, δεν είναι κατάλληλη για αυτή τη σύγκρουση. Και δεν είναι βέβαιο ότι μπορούμε να ελπίζουμε στην επιστροφή της ειρήνης στα σύνορα της Ευρώπης, μετατρέποντας εκ των πραγμάτων τον ουκρανικό στρατό σε στρατό του ΝΑΤΟ.