pixabay / geralt |
Κρινιώ Καλογερίδου
Διέρχονται κρίση οι κοινωνικοί θεσμοί του ελληνικού κράτους, μεταξύ των οποίων και αυτοί που πλαισιώνουν τα δημόσια και μη λειτουργήματα, όπως του εκπαιδευτικού και του ηθοποιού. Λειτουργήματα που διαμορφώνουν χαρακτήρες και ποιούν ήθος...
Έτσι θα έπρεπε να κάνουν, τουλάχιστον. Γιατί ο ρόλος του πρώτου (του δασκάλου με την ευρεία έννοια) δεν είναι μόνο ''να δώσει γνώσεις και να διδάξει τον έρωτα για τη γνώση στους μαθητές του'' (Πλάτων: ''Ἀπολογία Σωκράτους''), αλλά να τους μεταγγίσει ιδέες και αξίες που θα τους φτάσουν ψηλά σαν πνεύμα και ψυχή, ώστε να υπερβούν τα ένστικτα και τις φυσικές ροπές τους και να κατακτήσουν την ελευθερία.
Την ελευθερία να αποφασίζουν για τη ζωή τους και με όπλα τη γνώση της αλήθειας, την αρετή και την τόλμη που κέρδισαν μέσα από την Παιδεία, να αξιοποιήσουν τις πνευματικές κατακτήσεις τους, ώστε να γίνουν ικανοί να χειριστούν μικρά και μεγάλα προβλήματα και να κάνουν πραγματικότητα ακόμα και τα άπιαστα όνειρά τους.
Υπό την οπτική αυτή, αποκτά περιεχόμενο το λειτούργημα του δασκάλου. Του δασκάλου που φωτίζει τα μονοπάτια της γνώσης και της αγωγής, τα οποία γίνονται οδοδείκτες (πυξίδα) στη ζωή των μαθητών του. Οδοδείκτες συνδεδεμένοι με την παράδοση και τις αξίες.
Όχι αυτές που ταυτίζονται με το κατεστημένο (δύναμη, ομορφιά, πλούτο, ευδαιμονία) και την ηθικολογία των εποχών (''πρέπει'' και ''δεν πρέπει'' της κοινής γνώμης). Αλλά αυτές που κληρονομήσαμε από τους αρχαίους προγόνους μας, των οποίων η δημιουργικότητα και η σκέψη έχουν εγκιβωτιστεί στο παγκόσμιο ''χρηματιστήριο'' των ιδεών.
Στη δεύτερη περίπτωση λειτουργού, αυτήν του ηθοποιού που ''ποιεί ήθος'', η ευθύνη είναι το ίδιο μεγάλη με εκείνην του εκπαιδευτικού, γιατί ο λειτουργός του θεάτρου οφείλει να εκπέμπει ψυχοθεραπευτικό 'φως' με την έννοια της συμβολής του στην πνευματική και ψυχική εξέλιξη των θεατών.
Για να προσγειωθούμε ωστόσο στη δυσάρεστη πραγματικότητα, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι όλα αυτά αποτελούν ζητούμενα επί των ημερών μας λόγω του κλονισμού και της απομυθοποίησης των υψηλών αξιών και αρχών, με αποτέλεσμα την μετατροπή του λειτουργημάτων σε επαγγέλματα.
Έτσι ο δάσκαλος σήμερα δεν είναι ο δάσκαλος-ποιητής που ονειρευόταν ο Κωστής Παλαμάς στο ποίημά του ''Τα σχολειά χτίστε!'' των αρχών του 20ου αιώνα (1910). Ούτε αποτελεί κανόνα στις μέρες μας το ''ηθοποιός σημαίνει φως'', για να θυμηθούμε τη ρήση του Δημήτρη Χορν που ξόρκιζε μάταια το ενδεχόμενο παρείσφρησης στο λειτούργημα του θεάτρου της βίας ή της οργανωμένης και κατευθυνόμενης βαρβαρότητας...
Και η βία, η βαρβαρότητα, δεν έχουν να κάνουν με τη διάκριση μορφωμένου-αμόρφωτου, καλλιεργημένου-ακαλλιέργητου, γιατί αμφότερα υπερβαίνουν όλων αυτών και αποτελούν εκφάνσεις κτηνωδίας και σκοτεινού πρωτογονισμού απέναντι στην ''πολιτισμική αιθρία''. Εκφάνσεις οι οποίες μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο με την νοηματική και θυμική προαγωγή των αντιηρώων.
Των αντιηρώων οι οποίοι *στην περίπτωση της 7ης Τέχνης) δεν αποκλείεται να είναι ''εκλεπτυσμένοι'' άνθρωποι και ''επώνυμοι'', που στην προσωπική τους ζωή αποδεικνύονται άξεστοι, αλλοτριωμένοι και αποκτηνωμένοι, με αποτέλεσμα τα αρνητικά να σκιάζουν τα θετικά πρότυπα του καλλιτεχνικού χώρου και να δίνουν την εντύπωση ότι η πλειοψηφία των ανθρώπων του θεάτρου είναι απογυμνωμένη από ηθικούς φραγμούς και εκπέμπει -- αντί για φως -- σκότος.
Το σκότος της απουσίας ηθικών φραγμών στις διαπροσωπικές σχέσεις της. Το σκότος της ιδιοτέλειας, του περιχαρακωμένου ''εγώ'', της αλαζονείας, της αιχμαλωσίας στα ένστικτα και ορμέφυτα και της επιθυμίας για εκμετάλλευση του αδύναμου ''άλλου''...
Δείγματα διευρυμένης αθλιότητας όλα αυτά, που αμαυρώνουν πολλά επίπεδα ζωής των Ελλήνων. Των Ελλήνων που έχασαν σε μεγάλο βαθμό την εμπιστοσύνη τους στους εκπροσώπους των κοινωνικών θεσμών, αν και η ήρα παραμένει μειοψηφία.
Ο αριθμός των υπαίτιων με αποκλίνουσα συμπεριφορά είναι ακόμα περιορισμένος και αυτό δεν δικαιολογεί την απολυτότητα στο θέμα καχυποψίας έναντι του συνόλου των λειτουργών των κοινωνικών θεσμών (εκπαιδευτικών, θρησκευτικών και πολιτισμικών, για να αφήσουμε απέξω τους πολιτικούς και οικονομικούς, που δεν είναι στο στόχαστρό μας επί του παρόντος).
Δικαιολογεί όμως τους φόβους διάχυσης της διαφθοράς με θύτες ή θύματα τους πιο ευάλωτους της κοινωνίας, τους νέους. Μέρος αυτών έχει εξοκείλει από χρόνια ασκώντας συστηματικά βία στο σχολικό ή μη ''γήπεδο'' της ζωής, ενώ κάποιοι άλλοι την υφίστανται σε οικογενειακό και κοινωνικό από μέλη της οικογένειάς τους ή του συγγενικού και κοινωνικού τους περίγυρου.
Η νεανική παραβατικότητα κλιμακώνεται ήδη πολύ επικίνδυνα (σχολικός εκφοβισμός σε ημερήσια βάση, συμμορίες ανηλίκων στον Άγιο Στέφανο και αλλού, ξυλοδαρμός σταθμάρχη του ΜΕΤΡΟ, βιασμός 15χρονου στο Ίλιον κλπ), με αποτέλεσμα να καταγράφονται με ραγδαίο ρυθμό περιστατικά βίας που προοιωνίζονται την εκτόξευση της εγκληματικότητας των νέων στην Ελλάδα.
Μέρος της καθημερινής μας ζωής έγινε, δυστυχώς, και η διακίνηση παιδικής πορνογραφίας από διεφθαρμένους ανθρώπους, κάποιοι από τους οποίους είναι ''επώνυμοι'' και υπεράνω πάσης υποψίας. Ανιούσα κλιμάκωση ακολουθεί και η κακοποίηση παιδιών από γονείς, συγγενείς και κυκλώματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης και σωματεμπορίας.
Αυτό -- ως ειδεχθές κοινωνικό φαινόμενο με παγκόσμιες προεκτάσεις -- έχει τις απαρχές του, ασφαλώς, στο ιστορικό παρελθόν. Μόνο που δεν γινόταν τότε οργανωμένα, ''επαγγελματικά'', όπως σήμερα, ούτε με την ίδια συχνότητα και αποτρόπαιη τακτική σε επίπεδο πρακτικό. Σε επίπεδο με υπόστρωμα την υπερκατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών και τη χρήση ναρκωτικών ουσιών...
Οι αιτίες για όλα αυτά είναι πολλές και έχουν να κάνουν με την γενικότερη κοινωνική παρακμή που παίρνει διαστάσεις στην Ελλάδα. Προφανώς, δεν ήταν αποτελεσματικές στον βαθμό που αναμενόταν οι ευρωπαϊκές οδηγίες για εκσυγχρονισμό του σωφρονιστικού συστήματος και για χρήση δικαστικών και κατασταλτικών μέτρων από τα όργανα έννομης τάξης της ελληνικής Πολιτείας.
Έτσι δεν προχώρησε η προσπάθειά της για ενσωμάτωση στην ελληνική κοινωνία των περιθωριοποιημένων νέων με τη βοήθεια της οικογένειας, του σχολείου και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Και δεν προχώρησε για συγκεκριμένη αιτία, που ήταν το ''κερασάκι στην τούρτα'' των προηγούμενων.
Η αιτία που αναστέλλει, κατ' εμέ, κάθε προσπάθεια αντιμετώπισης της νεανικής παραβατικότητας έχει να κάνει με το ζήτημα της Παιδείας και τον ρόλο του εκπαιδευτικού στο εκπαιδευτικό σύστημα.
Έχει να κάνει, συγκεκριμένα, με την αντικατάσταση σε μεγάλο βαθμό της ιδιότητας του ''λειτουργού εκπαιδευτικού'' με αυτήν του ''δημοσίου υπαλλήλου''. Κάτι που έχει σαν αποτέλεσμα την υποβάθμιση του ρόλου του αιώνιου ''Δασκάλου''.
Την υποβάθμιση του λειτουργήματός του τόσο από τον ίδιο (στο θέμα ποιότητας διδασκαλίας και ενσωμάτωσης της αγωγής στην εκπαιδευτική διαδικασία), όσο και από τα παιδιά που το νιώθουν, το διαισθάνονται λόγω της αλλαγής επιπέδου του μαθήματος και της ''ψυχρής'', αδιάφορης συμπεριφοράς του. Γι' αυτό σταματούν να τον σέβονται και διολισθαίνουν σταδιακά στην παραβατικότητα υποκύπτοντας σε εξωσχολικές επιρροές.
Με δεδομένα αυτά, επείγει η αναβάθμιση του ρόλου του εκπαιδευτικού ως δημόσιου λειτουργού και η αξιοποίησή του όχι σε θεωρητικό πλαίσιο, αλλά σε πρακτικό (''εφαρμοσμένη παιδαγωγική'' στην τάξη), με τον 'δάσκαλο' πηγή γνώσης και έμπνευσης για τους μαθητές του μέσω της ενίσχυσης του παιδαγωγικού χαρακτήρα του έργου του.
Ο νέος ρόλος του Μέντορα-Παιδαγωγικού συμβούλου στα σχολεία (που άρχισε να επικοινωνείται για τη φετινή σχολική χρονιά από το τελευταίο δεκαήμερο του Αυγούστου του '22), θα έλεγα πως είναι προς τη σωστή κατεύθυνση αν δεν υπήρχε η υποψία ότι γίνεται μόνο προς ενίσχυση των μορίων των αναπληρωτών μέσω διεύρυνσης των εκπαιδευτικών σεμιναρίων, ώστε να αναρριχηθούν γρηγορότερα αυτοί στον πίνακα μοριοδότησης και να επισπευσθεί ο μόνιμος διορισμός τους.
Ευλογημένη η μέρα του μόνιμου διορισμού για τον κάθε εκπαιδευτικό. Ποιος αντιλέγει; Μόνο που θα ήθελα η πολιτική εφευρετικότητα να μην κινείται στη λογική του ''Μ' ένα σμπάρο δυο τρυγόνια'', πράγμα που δεν προοιωνίζεται επιτυχία της προσπάθειας για αναβάθμιση του ρόλου του εκπαιδευτικού-λειτουργού.
Για τον λόγο αυτό επιφυλάσσομαι να κρίνω... τελεσίδικα ως θετική ως προς την αποτελεσματικότητά της τη θητεία ενός εκπαιδευτικού-Μέντορα και Παιδαγωγικού Συµβούλου (σ.σ: Η επίδοση της θητείας θα συνεκτιμηθεί στην ατομική αξιολόγηση μονίμων και αναπληρωτών) .
Και επιφυλάσσομαι γιατί βρίσκεται στην αρχή της εφαρμογής του το μέτρο και βαίνει παράλληλα με τη λειτουργία εκπαιδευτικών ομίλων και ενδοσχολικών συντονιστών στην Εκπαίδευση.
Ως εκ τούτου είναι πρόωρο να αποφανθώ για την πορεία του σε επίπεδο ''είσπραξης παιδαγωγικών κερδών'', μέχρι να δω να βρίσκει ανταπόκριση στην πράξη το όραμα του υπουργείου Παιδείας για αναβάθμιση του σχολείου και ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών (ως λειτουργών).
Μέχρι να δω απτά αποτελέσματα σε εκπαιδευτικούς που θα αποκτήσουν συνείδηση του λειτουργήματός τους και σε μαθητές που θα μάθουν να σέβονται τους δασκάλους τους γυρίζοντας την πλάτη στο κατηφορικό παρελθόν τους.