Η μόνιμη επωδός για τα κακά της Ελλάδας, για την αδυναμία ανάπτυξης και παραγωγής είναι οι συντεχνίες, ο συνδικαλισμός. Κι όμως το οικονομικό παιχνίδι δεν έχει μόνο εργάτες, έχει και επιχειρηματίες, μικρομεσαίους και μεγάλους δηλαδή ολιγάρχες, έχει και πολιτικούς ή μάλλον κόμματα στα οποία σε μεγάλο βαθμό εντάσσονται οι συνδικαλιστές. Πως γίνεται να ευθύνονται μόνο οι εργάτες;
Από: analyst.gr / Του Παναγιώτη Χατζηπλή
Από την άλλη το θέμα είναι για ποιες συντεχνίες, για ποιους εργάτες και συνδικαλιστές μιλάμε; Στην Ελλάδα υπάρχει πολυδιάσπαση της εργατικής τάξης ανά τομέα και επιτήδευμα με διαφορετικού είδους και ένταση συνδικαλισμό.
Συντεχνίες εξάλλου επαγγελματιών υπήρχαν πάντοτε από την εποχή της τουρκοκρατίας τουλάχιστον. Η μεταποίηση και ειδικά η βιομηχανία που κατά βάση συνδέεται με τον συνδικαλισμό αναπτύχθηκε στην Ελλάδα μόλις τον 20ο αιώνα, πολύ αργότερα από την Ευρώπη. Σήμερα απασχολεί μόνο το 10% του εργατικού δυναμικού έχοντας μειωθεί από το 24,7% το 1971 (Πηγή: Ο Πλούτος της Ελλάδας, Κώστας Κωστής, Πατάκη 2019, σελ. 362). Από εκεί και πέρα το 10% απασχολείται στο δημόσιο, την μεγάλη εστία κομματισμού, και ένα άλλο 10% στα ξενοδοχεία και εστίαση. Όμως η μεγαλύτερη εργατική ομάδα είναι στο εμπόριο με το 18%, εξού και η Ελλάδα είναι χώρα μεσαζόντων και μεταπρατών.
Συνεπώς ο Ελληνικός «συνδικαλισμός» είναι θα λέγαμε μικρομεσαίου χαρακτήρα με το μεγαλύτερο αριθμό εργαζομένων σε επαγγελματικές συντεχνίες και ομαδοποιήσεις όπως οι αγρότες. Ενώ υπάρχουν και πολλοί εποχιακοί και ετερο/ημιαπασχολούμενοι.
Από την άλλη το θέμα είναι για ποιες συντεχνίες, για ποιους εργάτες και συνδικαλιστές μιλάμε; Στην Ελλάδα υπάρχει πολυδιάσπαση της εργατικής τάξης ανά τομέα και επιτήδευμα με διαφορετικού είδους και ένταση συνδικαλισμό.
Συντεχνίες εξάλλου επαγγελματιών υπήρχαν πάντοτε από την εποχή της τουρκοκρατίας τουλάχιστον. Η μεταποίηση και ειδικά η βιομηχανία που κατά βάση συνδέεται με τον συνδικαλισμό αναπτύχθηκε στην Ελλάδα μόλις τον 20ο αιώνα, πολύ αργότερα από την Ευρώπη. Σήμερα απασχολεί μόνο το 10% του εργατικού δυναμικού έχοντας μειωθεί από το 24,7% το 1971 (Πηγή: Ο Πλούτος της Ελλάδας, Κώστας Κωστής, Πατάκη 2019, σελ. 362). Από εκεί και πέρα το 10% απασχολείται στο δημόσιο, την μεγάλη εστία κομματισμού, και ένα άλλο 10% στα ξενοδοχεία και εστίαση. Όμως η μεγαλύτερη εργατική ομάδα είναι στο εμπόριο με το 18%, εξού και η Ελλάδα είναι χώρα μεσαζόντων και μεταπρατών.
Συνεπώς ο Ελληνικός «συνδικαλισμός» είναι θα λέγαμε μικρομεσαίου χαρακτήρα με το μεγαλύτερο αριθμό εργαζομένων σε επαγγελματικές συντεχνίες και ομαδοποιήσεις όπως οι αγρότες. Ενώ υπάρχουν και πολλοί εποχιακοί και ετερο/ημιαπασχολούμενοι.
Το Παιγνίδι του Συνδικαλισμού
Κατά την θεωρία του Μανκουρ Ολσον όταν υπάρχει πολυδιάσπαση συμφερόντων στην κοινωνία είναι πιο εύκολο αυτές οι μικρές ομάδες να διεκδικήσουν το ατομικό συμφέρον αυτόνομα καθώς το μικρό αυτό κόστος περνά σχετικά απαρατήρητο για την κοινωνία καθώς διαμοιράζεται στο σύνολο (βλέπε The Rise and Decline of Nations, 1982). Τέτοιο παράδειγμα είναι η διεκδίκηση αύξησης μισθών και ασφαλιστικών παροχών σε επιμέρους εργασιακούς τομείς ή συντάξεων που στην συνέχεια οι τομείς αυτοί μπορεί να επιδοτούνται για να ανταπεξέλθουν.
Αντίθετα η διεκδίκηση συλλογικών εργατικών αιτημάτων είναι πιο δύσκολο να επιτευχθούν. Οι μεγάλοι φορείς είναι μεν αποτελεσματικοί λόγω του μεγέθους αλλά μπορεί να αντιμετωπίζουν διαλυτικά φαινόμενα, όπως διάφορους εξυπνάκηδες που δεν προσφέρουν αλλά συμμετέχουν εις βάρος των άλλων (free riders). Μικρότεροι οργανισμοί είναι πιο εύκολο να ελέγξουν τα μέλη τους και να τα κινητοποιήσουν, άρα πιο μαχητικοί. Τα μνημόνια στην Ελλάδα κατέστρεψαν την διαπραγματευτική ισχύ αυτών των μεγάλων συνδικαλιστικών οργανώσεων μέσα από την κατάλυση των συλλογικών συμβάσεων και το κλείσιμο επιχειρήσεων.
Υπάρχει και ένας άλλος παράγοντας που συντείνει στην διεκδίκηση μακροπρόθεσμων στόχων που εξαρτάται από τον τρόπο διακυβέρνησης. Ο Ολσον διακρίνει τρία πολιτικά συστήματα: ολιγαρχία, αναρχία και δημοκρατία. Λέει λοιπόν ότι σε ένα σύστημα διακυβέρνησης που χαρακτηρίζεται από παροδικότητα με συχνή εναλλαγή ηγετών (ο Ολσον το ονομάζει αναρχία), οι ηγέτες έχοντας αίσθηση της παροδικότητάς τους δεν έχουν κίνητρο να παράγουν αλλά να κλέψουν (βλέπε: Power and Prosperity, 2000).
Όπως είπε ο περίφημος Αυστριακός οικονομολόγος Σουμπέτερ «οι πολιτικοί είναι σαν κακοί αναβάτες που είναι τόσο απασχολημένοι με το να κρατηθούν στην σέλα που δεν βλέπουν που πηγαίνουν». Δηλαδή τους ενδιαφέρει μόνο η εξουσία. Άπαξ και τα κόμματα εξασφαλίσουν την εξουσία τα υπόλοιπα είναι ψιλά γράμματα. Αντίθετα ένας μονάρχης ή δικτάτορας επειδή τον ενδιαφέρει η μακροημέρευσή του, άρα η κοινωνική γαλήνη, έχει μεγαλύτερο κίνητρο για να χτίσει σταδιακά κάποια ευημερία.
Η αναρχία του Ολσον θυμίζει την ολιγαρχική κομματοκρατία της Ελλάδας (που δήθεν ονομάζεται δημοκρατία) όπου δεν υπάρχουν ανεξάρτητοι θεσμοί και όλα ελέγχονται από το πρωθυπουργικό γραφείο τελικά. Πρωθυπουργοί εναλλάσσονται δίνοντας παροχές στους πολλούς και προνομιακές συμβάσεις στους λίγους διαπλεκόμενους. Είναι ένα σύστημα που δεν πείραξαν οι Τροϊκανοί.
Όπως γράφει ο Πελαγίδης, στην Ελλάδα έχουμε ένα σύστημα φαινομενικά κοινωνικής αναρχίας ή «υπανάπτυξης» με «οργανωμένες μικροομάδες επαγγελματικών, επιμέρους συμφερόντων. Οι ομάδες αυτές βασίζουν τη συνοχή και τη συγκρότησή τους όχι τόσο σε βαθιά ιδεολογικά και πολιτικά χαρακτηριστικά (γεγονός που δείχνει ότι η πατρωνία και οι κάθετες κομματικές πελατειακές σχέσεις δεν παίζουν πια τον κυρίαρχο ρόλο, όπως συνέβαινε μέχρι και τη δεκαετία του ’80), αλλά στην προσοδοθηρία» (Ανάλυση της Ελληνικής Οικονομίας, Θοδωρής Πελαγίδης, ΣΕΑΒ 2015)
Συντεχνίες, σωματεία και μικροεπιχειρηματίες διεκδικούν και επωφελούνται από την κεντρική διοίκηση (αυτό που ο Πάγκαλος είπε μαζί τα φάγαμε έστω και αν δεν είχε δίκιο) οδηγώντας σε συνολικό εκτροχιασμό. Ο Κονδύλης έχει πει ότι η λειτουργία του πολιτικού συστήματος στην μεταπολίτευση έγινε όχι μόνο εμπόδιο στην ανάπτυξη αλλά «ο αγωγός της εκποίησης της χώρας με μόνο αντάλλαγμα τη δική της διαιώνιση, δηλαδή τη δυνατότητά της να προβαίνει σε υλικές παροχές παίρνοντας παροχές ψήφου» (πηγή)
Σε αυτό το κλίμα αν χάνανε κάτι οι επιχειρήσεις από παραχωρήσεις σε εργάτες το κερδίζανε από τις επιδοτήσεις της ΕΕ και το φθηνό χρήμα με αντάλλαγμα παραχώρηση αγορά σε χώρες της ΕΕ για εξαγωγές. Αν υπήρχε σχέδιο αποβιομηχάνισης, αυτός ήταν ο τρόπος να επιτευχθεί … Δηλαδή τελικά υπήρξε εκούσια ή ακούσια σύμπραξη των συνδικαλιστών με την πολιτικοοικονομικές ελίτ για την μείωση της παραγωγής και τελικά την αυτοκαταστροφή τους;
Πορεία διεκδικήσεων και αποβιομηχάνισης στην μεταπολίτευση
Ας δούμε πως έγινε η σμίκρυνση της παραγωγής και της εργασίας στην μεταπολίτευση.
1974-1983: Η «ακριβή» ελευθερία
Στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης με την προοπτική εισόδου στην ΕΕ, μειώθηκαν οι παραγωγικές δραστηριότητες και ξεκίνησε η μετάβαση σε μια οικονομία κατανάλωσης με αύξηση των χρεών και των ελλειμμάτων (Κωστής σελ 438). Αυτό επισφράγιζε την εξάρτηση της χώρας. Έλαβε χώρα ταυτόχρονα με μια έκρηξη εργατικών διεκδικήσεων μέσα στο νέο πνεύμα «αποκατάσταση της δημοκρατίας». Καθοριστική ή τουλάχιστον σημαντική η νομιμοποίηση του ΚΚΕ με την ισχυρή θέση του στα εργατικά συνδικάτα.
Πως αλήθεια είναι δυνατό να νομιμοποιείται ένα κόμμα που δεν ήταν φιλικό στην αστική οικονομία της Δύσης για να μην πούμε εχθρικό στις ΗΠΑ την ΕΕ; Δεν ήταν αναμενόμενη λοιπόν η έκρηξη των διεκδικήσεων; Πράγματι, στο νέο περιβάλλον «ελευθερίας» μετά την πτώση της χούντας οι απεργίες εκτοξεύθηκαν. Ανήλθαν σε 1.000 το 1976 και όλη την δεκαετία ήταν πάνω από 800. Μήπως λοιπόν ήταν ηθελημένη αυτή η αναταραχή; Αν το ζητούμενο ήταν η διατήρηση της παραγωγής τότε ενδεχομένως δεν θα λαμβάνονταν έστω κάποιες εξασφαλίσεις;
1982-2000: Αποβιομηχάνιση με το αζημίωτο
Στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης συνδικαλιστές και εργαζόμενοι πολέμησαν για την «κοινωνικοποίηση» επιχειρήσεων όπως αυτές που εντάσσονταν στον Οργανισμό Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων (ΟΑΕ) ως ένα είδος λαϊκής κατάκτησης! Αυτό έγινε μέσα και από διεκδικήσεις. Την περίοδο (1986-90) χάνονταν 887 ώρες ανά 1.000 εργαζομένους από διεκδικήσεις όταν στην Ιταλία 241 και στην Γερμανία και Ολλανδία κάτω από 10… (Κωστής σελ. 456-457). Σταδιακά μετά το 1984 με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ οι απεργίες πέσαν σε 200 το 1992 και έκτοτε διατηρούνται κάτω από αυτό το νούμερο. Σήμερα είναι κάτω από 100 σε ετήσια βάση.
Όμως αφού οι εταιρίες έμπαιναν σε αδράνεια οι συνδικαλιστές δεν χάνανε την δουλειά τους! Δεν είναι παράξενο; Δηλαδή δεν είχαν skin in the game όπως λέει ο Τάλεμπ, δεν έπαιζαν τις τύχες τους ή οι «τύχες» τους ήταν αλλού. Συνδικαλιστές συντηρούνταν από εταιρίες ζόμπι του ΟΑΕ ή μεταπηδούσαν σε άλλες θέσεις στην κυβέρνηση και τα κόμματα. Η τακτική ήταν μεταδοτική. Αξίζει να σημειωθεί ότι πολλές φορές αυτό το κλείσιμο επιχειρήσεων το εκμεταλλεύονταν ή ίσως και το υποστήριξαν ανταγωνιστές όπως αντιπρόσωποι και εισαγωγείς αντίστοιχων προϊόντων που καταλάμβαναν άκοπα μερίδιο αγοράς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η αυτοκινητοβιομηχανία όπου η Ελλάδα έμεινε ως η μοναδική χώρα της ΕΕ χωρίς παραγωγή! Μια ακόμα κοντόθωρη εκούσια ή ακούσια σύμπραξη αυτοκαταστροφής μέσω αποβιομηχάνισης (πηγή)
Αυτή την εποχή ο παραγωγικός ιστός ήταν «το δέντρο που πληγώναμε». Αλήθεια πως γίνεται αυτοί οι κομματικοί συνδικαλιστές να ενδιαφέρονταν δήθεν για ψωμί και παιδεία όταν δυναμιτίζονταν θέσεις εργασίας ειδικά για μορφωμένους που φεύγαν; Και τελικά τι ελευθερία μπορούσε να έχει μια χώρα που εξαρτάται από εισαγωγές; Την ίδια ώρα, σαλταδόροι και εξυπνάκηδες επιχειρηματίες προτιμούσαν να κλείσουν την οικογενειακή επιχειρήσεις και να κάνουν εισαγωγές έναντι της προμήθειας και ηρωποιήθηκαν ως εκσυγχρονιστές!
Δεκαετία 2000: Οι καλές εποχές
Την δεκαετία του 2000 υπήρξε σημαντική αύξηση του ΑΕΠ και συσσώρευση πλούτου αν και με δανεικά μέσα από την κατανάλωση αλλά και ακίνητα και την επέκταση στα Βαλκάνια. Παράλληλα σημειώθηκαν ανατιμήσεις με την εισαγωγή του ευρώ, φθηνή ρευστότητα και μεγάλες αυξήσεις μισθών. Οι μισθοί από 14-15% του ΑΕΠ όταν η χώρα μπήκε στο Ευρώ έφτασε πριν τα μνημόνια να ανέρχεται στο 19-20% του ΑΕΠ. Παράλληλα η ΕΕ απέτρεπε από την απευθείας ενίσχυση των βιομηχανιών κάτι που μπορούσε να κάνει ενδεχομένως η Γερμανία εμμέσως με τον έλεγχο των βιομηχανικών προτύπων προς όφελός της (πχ στο Dieselgate) και μισθολογικού dumping λόγω των υψηλών εξαγωγών με το Ευρώ, που αποτελούσε ένα υποτιμημένο μάρκο.
Μνημόνια 2010-σήμερα: αντίσταση, προδοσία και απογοήτευση
Στα χρόνια των μνημονίων η εργαλειοποίηση των συνδικάτων βοήθησε στην απόδοση ευθυνών για να δικαιολογηθεί το πραξικόπημα εισόδου του ΔΝΤ (κατά το τεμπέληδες, διεφθαρμένοι, απείθαρχοι Έλληνες) και αποπροσανατολισμό από άλλες ευθύνες για τις οποίες επιχειρήσεις μπορεί να κλείνανε ή να ιδιωτικοποιούνταν. Με αυτή την τακτική πρώτα αποδομούνται οι δημόσιες επιχειρήσεις επικεντρώνοντας σε μισθούς συνδικαλιστών με προνόμια όπως στον ΟΣΕ, Ολυμπιακή, ΟΤΕ, ΔΕΗ και μετά ξεπουλιούνται κομμάτι-κομμάτι κατά την μέθοδο του asset stripping (πλιάτσικο) που εφαρμόζουν δολοφόνοι επιχειρήσεων στις ΗΠΑ.
Mόνο που στην Ελλάδα το πλιάτσικο το οργάνωναν τα ίδια τα άτομα που είχαν επιφορτιστεί να υπηρετούν την δημόσια περιουσία, εν προκειμένω ο υπουργός Χατζηδάκης (Βλέπε σχετικά Μέθοδο ξεπουλήματος ΔΕΚΟ (πηγή). Παρουσιάζονται ως φιλελεύθεροι τιμητές ρίχνοντας το φταίξιμο σε συνδικαλιστές (πχ που κατεβάζουν τον διακόπτη της ΔΕΗ) αλλά όχι σε κυβερνητικές πράξεις που χρεοκόπησαν τις επιχειρήσεις όπως με τα ΝΟΜΕ της ΔΕΗ η τα υπερβολικά έξοδα και προσλήψεις αλλού. Ουσιαστικά εκτρέφουν έναν κρατικοδίαιτο παρασιτισμό μην διστάζοντας όμως ακόμα και να επιδοτήσουν αυτές τις «ιδιωτικοποιημένες» εταιρίες μετά (βλέπε ΥΔΥ ΤΡΑΙΝΟΣΕ, επιδοτήσεις ρεύματος ΔΕΗ κα).
Έτσι όταν η χώρα μπήκε στα μνημόνια αρχικά υπήρχαν μεγάλες αντιδράσεις στους εργαζόμενους μαζί με το κίνημα των αγανακτισμένων. Οι απεργίες και άλλες πράξεις διαμαρτυρίας (πχ στάσεις εργασίας) ανήλθαν συνολικά σε 350-400 μεταξύ 2011-2013. Ακολούθως το 2015 σημειώθηκαν οι λιγότερες διαμαρτυρίες, 250 γιατί η ελπίδα διεκδίκησης μεταβιβάστηκε στον ΣΥΡΙΖΑ «δια αντιπροσώπευσης» με παράλληλη μετακίνηση ψηφοφόρων και συνδικαλιστών από το ΠΑΣΟΚ. Τελικά και η ελπίδα αυτή διαψεύστηκε με το δημοψήφισμα και έκτοτε τα συμβάντα ανέβηκαν κάπως στα 350 με μοιρολατρική αποδοχή της «νέας κανονικότητας», όπως θέλει το καθεστώς.
Την ίδια στιγμή υπάρχει ένας «πληθωρισμός» βίας καθώς πρωταγωνιστικό ρόλο σε διαμαρτυρίες έχουν οργανώσεις «αναρχικών» προφανώς γνωστών-αγνώστων κατά κύριο λόγο (πηγή). Η ταξική πάλη στην εποχή των πολιτικών ΤΙΝΑ (ΤΙΝΑ: δεν υπάρχει εναλλακτική), ξεθωριάζουν και ο κόσμος παρακολουθεί ως θεατής βία δια αντιπροσώπων στην οθόνη του (αστυνομικών και γνωστών-αγνώστων). Έτσι εκτονώνεται όπως όταν πετάνε τρικάκια σε όσους προσελκύουν αρνητική δημοσιότητα.
Σε αυτό το περιβάλλον των μεγάλων εργασιακών αλλαγών η ΓΣΕΕ επικρίθηκε ως απούσα. Αυτό τόσο κατά τις διεκδικήσεις στα χρόνια των μνημονίων όπως και στο δημοψήφισμα του 2015 όπου εμμέσως υποστήριξε το ΝΑΙ όπως έκανε εξάλλου εμμέσως το ΚΚΕ με την αποχή (πηγή). Η ΓΣΕΕ έτσι κατηγορήθηκε ότι συντάσσεται με την επιχειρηματική ελίτ που πλέον είναι στο μεγαλύτερο μέρος μεταπρατική (αντιπρόσωποι εταιριών της ΕΕ και στον τουρισμό) και άρα ευθέως εξαρτώμενη από το Ευρώ και τα ΕΣΠΑ και στήριζε ότι ήθελε η Τρόικα. Δεν είναι παραγωγική ελίτ ώστε να ευνοηθεί από μια υποτίμηση έστω και αν αυτό σήμαινε απώλεια της αξίας των καταθέσεων. Μπορεί και κάποιοι να νόμιζαν ότι κάτι θα βελτιωθεί έτσι.
Από την άλλη ίσως οι συνδικαλιστές προτίμησαν να συνεργαστούν για να διατηρήσουν τα μικροσυμφέροντά τους. Το ίδιο και οι πολιτικοί. Υπέρ του ΝΑΙ ήταν, εκτός από τους «ευρωπαϊστές» της λεγόμενης νεοφιλελεύθερης ΝΔ και η ηγετική ομάδα του λεγόμενου αριστερού ΣΥΡΙΖΑ. Εξάλλου ο Τσίπρας είχε δηλώσει από το 2013 σε επαφές στις ΗΠΑ ότι δεν προχωρούσε σε σύγκρουση με την ΕΕ, πόσο μάλλον έξοδο από το Ευρώ (πηγή).
Ο Δραγασάκης που λέγεται ότι ήταν κατά του Grexit φαίνεται να είχε πει: «Πρέπει πάση θυσία να αποφύγουμε τη σύγκρουση με το εγχώριο μεγάλο κεφάλαιο, τους Έλληνες τραπεζίτες και εφοπλιστές. Αν δεν θίξουμε τους τραπεζίτες και αν σεβαστούμε τη δημοσιονομική πειθαρχία που απαιτούν οι Βρυξέλλες, θα μας επιτρέψουν να αναλάβουμε τη διακυβέρνηση της χώρας και να κυβερνήσουμε.» (πηγή). Άρα και εδώ το ζητούμενο ήταν η διακυβέρνηση με τους πολιτικούς ως διαχειριστές της κατάστασης και όχι η άσκηση πολιτικής. Ίσως μάλιστα ο Τσίπρας προέβη στο δημοψήφισμά ώστε να εκτονώσει τις εσωκομματικές πιέσεις πιστεύοντας ότι δεν θα επικρατήσει το ΟΧΙ, έστω όχι με καθαρή πλειοψηφία.
Μαζί με τα μνημόνια ήρθε μεγάλη ύφεση και η μάλλον μόνιμη, ως σήμερα, απώλεια ΑΕΠ. Παραδόξως όμως μετά τις ιδιωτικοποιήσεις των μνημονίων δεν υπάρχει αρνητική ειδησεογραφία και εργατικές αναταραχές. Τα ΜΜΕ δεν μιλάνε για σπατάλες των golden boys της ζημιογόνας ΔΕΗ όπως κάναν αν οι ΔΕΚΟ είχαν ζημιές ενοχοποιώντας δήθεν «τεμπέληδες» συνδικαλιστές και εργάτες. Οι τελευταίοι αποχώρησαν με γενναία πακέτα αποζημιώσεων ή πρόωρες συνταξιοδοτήσεις. Και έτσι είναι όλοι ευχαριστημένοι.
Αποτέλεσμα του Συνδικαλιστικού Παιγνίου
Τελικά με όλους αυτές τους αγώνες και σύμπραξη στο παιχνίδι χάθηκε η ισχύς των συνδικάτων όπως και του επιχειρηματικού χώρου. Το εργασιακό χειροτέρευσε με έλλειψη συλλογικών συμβάσεων εργασίας πλην κάποιων κλάδων και ελαστικοποιήθηκε το εργασιακό πλαίσιο.
Με τα μνημόνια έπεσε η απασχόληση από το 40% του πληθυσμού στο 32% (σε σχέση με 44% στην ΕΕ). Τα συνδικάτα μίκρυναν και αυτά μαζί με την επιχειρηματικότητα ενώ η συμμετοχή σε αυτά έπεσε τα τελευταία 25 χρόνια από το 42% στο 26% (Το απεργιακό φαινόμενο στην Ελλάδα, Καταγραφή των απεργιών κατά την περίοδο 2011-2017, ΙΝΕ ΓΣΕΕ 2018). Στην Γερμανία το ποσοστό είναι στο 16% και στην Σουηδία στο 66%. (πηγή)
Αυτό είναι μια διεθνής τάση που σημειώθηκε και στις ΗΠΑ. Η συμμετοχή στα σωματεία εκεί έπεσε στο 10% το 2019 με τα μεγαλύτερα ποσοστά στο δημόσιο τομέα (πηγή) Τα αποδυναμωμένα σωματεία δεν μπόρεσαν να σταματήσουν την αποβιομηχάνιση στις ΗΠΑ που διέλυσε θέσεις εργασίας και κοινότητες ολόκληρες. Μόνο τώρα γίνεται προσπάθεια να αναστραφεί αφού οδηγεί και σε γεωπολιτική αδυναμία έναντι της Κίνας και απώλεια πολεμικής ισχύος λόγω αποδυνάμωσης της παραγωγικής της δυναμικότητας (πηγή)
Αν και η πλειοψηφία των εργαζόμενων στην Ελλάδα, το 60% αξιολογούν θετικά το ρόλο των συνδικάτων για τη βελτίωση των όρων εργασίας (πηγή), δεν πέτυχαν σε αυτό αυτόν το ρόλο κατά τα μνημόνια. Συχνά ευθυγραμμίστηκαν με το Τροϊκανό αφήγημα όπως και οι επιχειρηματίες, αν δεν το υποστήριξαν κιόλας.
Δεν είναι παράξενο λοιπόν ότι έχει κλονιστεί και η πίστη και αποδοχή του συνδικαλισμού μαζί με την σεβασμό για τις εταιρίες και τους πολιτικούς στην Ελλάδα (ΔΙΑΝΕΟΣΙΣ, World Value Surveys, Sept. 2018) εξασθενίζοντας ένα μηχανισμό, ίσως τον μοναδικό, αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.
Οι εργαζόμενοι πλέον είναι αδύναμοι ή απρόθυμοι να διεκδικήσουν. Σε μελέτη της η ΓΣΕΕ εντοπίζει πολλές αιτίες όπως η απογοήτευση από τις ατελέσφορες διεκδικήσεις των μνημονίων, ο φόβος απώλειας της εργασίας, ο κατακερματισμός με μικρές επιχειρήσεις και μικρά συνδικάτα, η ανάθεση του αγώνα σε άλλους, η αποσυμπίεση μέσω των προσχηματικών απεργιών, η κομματοκρατία και ο ωφελιμισμός (free riding) κ.α. (Πηγή: Το απεργιακό φαινόμενο στην Ελλάδα, Καταγραφή των απεργιών κατά την περίοδο 2011-2017, ΙΝΕ ΓΣΕΕ 2018) Δηλαδή νέα κανονικότητα με παράδοση και εθελούσια δουλεία.
Με τα μνημόνια μειώθηκαν οι μισθοί, πλέον είναι κάτω και από πολλές χώρες των Βαλκανίων όπως στόχευε ο Τομσεν της Τρόικας που ήθελε τα 300 ευρώ! (πηγή). Πλέον η Κροατία έχει μέσους ετήσιους μισθούς 16.169€ και η Ελλάδα 15.879€ ενώ η Ρουμανία 13.000€ και ο μέσος όρος είναι 33.500 € (πηγή) Και ενώ οι υψηλοί μισθοί στοχοποιούνταν για την απώλεια επενδύσεων τελικά ούτε αυτές αυξήθηκαν με την μείωση των μισθών, ούτε η παραγωγή αυξήθηκε αλλά ούτε και η παραγωγικότητα. Λογικό, αφού αυτή εξαρτάται από το τι παράγεις κάτι που δεν άλλαξε σε υψηλότερη προστιθέμενη αξία ή χειροτέρεψε.
Όχι μόνο αυτό αλλά η χώρα οδεύει πιο χαμηλά σε παραγωγικότητα με εισαγόμενους εργάτες από τρίτες χώρες όπως Μπαγκλαντες και Αίγυπτο για εργασίες στον τουρισμό και την αγροτικό τομέα εξυπηρετώντας μικροσυμφέροντα σε τομείς που είτε είναι αναποτελεσματικοί και θνησιγενείς ή δεν έχουν ανεβάσει παραγωγικότητες γιατί δεν έχουν τα μέσα ούτε τα κίνητρα. Αν ήταν όμως κάποια βιομηχανία που δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει είτε σε αύξηση κόστους στην ενέργεια ή έλλειψη χεριών τότε θα είχε κλείσει χωρίς καμιά στήριξη από το κράτος ή την ΕΕ (που θα το απαγόρευε ως παραβίαση του ανταγωνισμού) και καμία λύπηση από την κοινή γνώμη αφού όπως υποστηρίζεται «αυτά μπορούν να εισαχθούν».
Τελικά μίκρυνε η χώρα, ως πληθυσμός, ως ΑΕΠ ως ειδικό βάρος στα Βαλκάνια και διεθνώς. Τελικά φτωχοποιήθηκε η κοινωνία και απέκλινε από τον μέσο όρο της ΕΕ με επιδόσεις κάτω και από Βαλκανικές χώρες εκεί που πριν τα μνημόνια μεγαλουργούσε. Έφτασε να μην έχει δικές της τράπεζες/ρευστότητα αλλά ούτε και δικής της ενέργεια πια. Αυτό γυρνάει πίσω και στους επιχειρηματίες και τους επικυρίαρχους δανειστές της χώρας καθώς επιδρά στην κατανάλωση, την απασχόληση και τελικά την δημιουργία/πλούτου ΑΕΠ για την αποπληρωμή των χρεών, αν αυτό είναι το ζητούμενο.
Ίσως βέβαια δε νοιάζει τους επικυρίαρχους δανειστές το υπάρχουν χρέος αν έχουν λάβει έναντι αυτού, ενός σχετικά μικρού ποσού για τα μεγέθη των δανειστών τα πάγια της χώρας μέσω του Υπερταμείου των 99 χρόνων αλλά και με εκποιήσεις σε αστεία τιμήματα. Ίσως πιο σημαντικό μαζί ελέγχουν και την γεωπολιτική θέση της χώρας κρατώντας ως όμηρους κατοίκους και πολιτικούς.
Το αυτοκαταστροφικό παιχνίδι του συνδικαλισμού τελικά οδήγησε στην καταστροφή και την εθελούσια δουλεία. Χάνουν και οι δύο πλευρές, συνδικαλιστές, εργαζόμενοι και επιχειρήσεις αλλά κανένας δεν μπορεί να κάνει μια κίνηση που να αλλάξει κάτι προς το καλύτερο γιατί θα το εκμεταλλευτεί ο άλλος. Είναι σαν να φτάσαμε στην ισορροπία του Νας, σε ένα τέλμα.
Όπως λέει ο Πελαγίδης πάλι: «δεδομένης της διαπραγματευτικής δύναμης των ομάδων και της ισορροπίας των παικτών μεταξύ τους, οι στάσιμες-σταθερές κοινωνίες παρουσιάζουν μια κατάσταση στην οποία κανείς (πολιτικοί, γραφειοκράτες, ομάδες συμφερόντων, ΜΜΕ, αλλά και ψηφοφόροι) δεν έχει όφελος να αφιερώσει πόρους στην αναδιάρθρωση του πλαισίου των θεσμικών συμβολαίων των ανταλλαγών, πράγμα που σημαίνει ότι η τροποποίηση του παιχνιδιού δεν είναι επικερδής για κανέναν, τουλάχιστον βραχυχρόνια.» (Ανάλυση της Ελληνικής Οικονομίας, Θοδωρής Πελαγίδης, ΣΕΑΒ 2015)
Ο συνδικαλιστικός χώρος απέτυχε να δει στρατηγικά τον ρόλο του και αποδομήθηκε. Ο βιομηχανικός τομέας εξαφανίστηκε και η επιχειρηματικότητα έγινε μεταπρατική σε μια μικρότερη πίττα. Οι πολιτικοί συνεχίζουν την ίδια μικροπολιτική με μικρότερα περιθώρια κινήσεων. Και δεν φαίνεται να υπάρχει οδός διαφυγής από αυτό.
Ίσως βέβαια δε νοιάζει τους επικυρίαρχους δανειστές το υπάρχουν χρέος αν έχουν λάβει έναντι αυτού, ενός σχετικά μικρού ποσού για τα μεγέθη των δανειστών τα πάγια της χώρας μέσω του Υπερταμείου των 99 χρόνων αλλά και με εκποιήσεις σε αστεία τιμήματα. Ίσως πιο σημαντικό μαζί ελέγχουν και την γεωπολιτική θέση της χώρας κρατώντας ως όμηρους κατοίκους και πολιτικούς.
Το αυτοκαταστροφικό παιχνίδι του συνδικαλισμού τελικά οδήγησε στην καταστροφή και την εθελούσια δουλεία. Χάνουν και οι δύο πλευρές, συνδικαλιστές, εργαζόμενοι και επιχειρήσεις αλλά κανένας δεν μπορεί να κάνει μια κίνηση που να αλλάξει κάτι προς το καλύτερο γιατί θα το εκμεταλλευτεί ο άλλος. Είναι σαν να φτάσαμε στην ισορροπία του Νας, σε ένα τέλμα.
Όπως λέει ο Πελαγίδης πάλι: «δεδομένης της διαπραγματευτικής δύναμης των ομάδων και της ισορροπίας των παικτών μεταξύ τους, οι στάσιμες-σταθερές κοινωνίες παρουσιάζουν μια κατάσταση στην οποία κανείς (πολιτικοί, γραφειοκράτες, ομάδες συμφερόντων, ΜΜΕ, αλλά και ψηφοφόροι) δεν έχει όφελος να αφιερώσει πόρους στην αναδιάρθρωση του πλαισίου των θεσμικών συμβολαίων των ανταλλαγών, πράγμα που σημαίνει ότι η τροποποίηση του παιχνιδιού δεν είναι επικερδής για κανέναν, τουλάχιστον βραχυχρόνια.» (Ανάλυση της Ελληνικής Οικονομίας, Θοδωρής Πελαγίδης, ΣΕΑΒ 2015)
Ο συνδικαλιστικός χώρος απέτυχε να δει στρατηγικά τον ρόλο του και αποδομήθηκε. Ο βιομηχανικός τομέας εξαφανίστηκε και η επιχειρηματικότητα έγινε μεταπρατική σε μια μικρότερη πίττα. Οι πολιτικοί συνεχίζουν την ίδια μικροπολιτική με μικρότερα περιθώρια κινήσεων. Και δεν φαίνεται να υπάρχει οδός διαφυγής από αυτό.
Επίλογος
Πως μπορεί να βγει κανείς από αυτό το τέλμα; Δεν υπάρχει σχέδιο από την πολιτειακή ηγεσία παρά μόνο ανακύκλωση του υπάρχοντος οικονομικού μοντέλου και μηρυκασμός ξένων συνταγών σύμφωνα με τις υποδείξεις των δανειστών: φτηνός τουρισμός και ακίνητα κυρίως, κατά βάση όμως υπηρεσίες και ελλείματα. Τελευταία προστέθηκα και οι πράσινες επενδύσεις με άγνωστο όφελος. Από την άλλη ούτε μπορεί να αλλάξει η κατάσταση με τις εκλογές λόγω της κομματοκρατίας που ελέγχει το πολίτευμα. Δεν μπορεί να αλλάξει ούτε με βία καθώς το σύστημα τρέφεται από αυτή για να επιβάλλει περισσότερο καταπίεση. Μπορεί να υπάρξει μόνο από μια φωτισμένη ηγεσία. Αλλά αυτό είναι αβέβαιο.
Προσπαθώντας να κλείσουμε με ένα θετικό τόνο κάτι δύσκολο να γίνει λόγω της απουσίας σχεδίου και φωτισμένης ηγεσίας, ενδεχομένως όμως ένας τρόπος διαφυγής, είναι αν μικρές-μικρές ομάδες, σαν αυτές που συνέβαλλαν στο αυτοκαταστροφικό παιχνίδι της μεταπολίτευσης να ακολουθήσουν την αντίστροφη πορεία κάνοντας την θετική αλλαγή εδώ και εκεί με παραγωγή πλούτου. Για παράδειγμα κάθετοποιημένοι γεωργικοί συνεταιρισμοί (με νέα τεχνολογία precision farming, θερμοκήπια και εμπορία), οικοσυστήματα τεχνολογίας έρευνας (πχ βιοτεχνολογία, λογισμικό) και υπηρεσιών outsourcing, εργοστάσια σε επιμέρους τομείς (πχ drone, ρομποτική) και τουρισμός πολυτελείας. Πολλά από αυτά γίνονται και πολλά δεν προβάλλονται (συνήθως αυτά που προβάλλονται είναι τα προσχηματικά που γίνονται με επιδοτήσεις). Αυτό μπορεί να είναι εν συνεχεία μεταδοτικό αν δεν καταπνιγεί, γιατί μπορεί αυτή η εκφύλιση στα χρόνια της ΕΕ να μην ήταν τυχαία αλλά προσχεδιασμένη αποβιομηχάνιση και εξάρτηση (πηγή)
Αν όμως έτσι βαθμιαία να συνδικαλιστές και επιχειρηματίες με πολιτικές και κοινωνικές ανησυχίες επεκταθούν θα δημιουργήσουν μιας αλτρουιστική κοινωνικοπολιτική ελίτ που θα προωθεί την παραγωγή κατά τος θεωρίες του Μανκουρ Ολσον και της ιδανικής πολιτείας του Πλάτωνα. Και αν ο αλτρουισμός είναι πολύ ρομαντικός ως ζητούμενο μαζί με αυτή την βελτίωση θα έρθει και πλούτος και έτσι θα κερδίσουν όλοι … Πόσο πιο κάτω μπορεί να πάει η χώρα πια;