Η λαϊκή εξέγερση στο Ιράν εδώ και αρκετούς μήνες δεν έχει αποτρέψει την Ισλαμική Δημοκρατία από την συνέχιση του πυρηνικού της προγράμματος. Η προσοχή μας είναι τόσο στραμμένη στον πόλεμο στην Ουκρανία που φαίνεται ότι έχουμε ξεχάσει μια άλλη κρίση που θα μπορούσε κάλλιστα να οδηγήσει τους επόμενους μήνες σε άλλη μία σύγκρουση στο κατώφλι μας. Το Ιράν αντιμετωπίζει εδώ και πολλούς μήνες ένα μεγάλο μέτωπο διαδηλώσεων που έχει φέρει σε δεύτερη μοίρα το πυρηνικό του πρόγραμμα. Μπορεί να μοιάζει τεχνοκρατικό σε σχέση με την υπέροχη αντίσταση των Ιρανών απέναντι σε ένα οπισθοδρομικό και καταπιεστικό καθεστώς αλλά δεν είναι σε καμία περίπτωση μικρότερης σημασίας.
Απόδοση Babis Georges Petrakis / Le Point - Gérard Araud, Πρέσβης της Γαλλίας στις ΗΠΑ (2014-2019)
Όχι μόνο η μια εξέλιξη δεν εξαφάνισε την άλλη, αλλά, κατά κάποιον τρόπο, το άθροισμα των δύο κάνει τα πράγματα να φαίνονται ακόμα πιο επικίνδυνα. Οι εσωτερικές εντάσεις που αντιμετωπίζει το καθεστώς καθιστούν πλέον απίθανη μια συμφωνία μεταξύ της Ισλαμικής Δημοκρατίας και της διεθνούς κοινότητας για τον έλεγχο του πυρηνικού της προγράμματος.
Αυτόν τον έλεγχο, πρέπει να θυμόμαστε, ότι αποδέχθηκε το 2015 όταν υπέγραψε συμφωνία με την αποκαλούμενη ομάδα P5 + 1, η οποία αποτελείται από τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας και την Γερμανία. Το κείμενο αυτό προέβλεπε ιδιαίτερα παρεμβατικούς ελέγχους για να διασφαλιστεί ότι το Ιράν δεν επιδίωκε πρόσβαση στα πυρηνικά όπλα τα οποία είχε αποκηρύξει υπογράφοντας τη Συνθήκη για τη μη διάδοση των πυρηνικών όπλων (NPT). Έτσι, ανταποκρίθηκε στις εύλογες ανησυχίες που προκάλεσε η ανακάλυψη, το 2002, ενός τεράστιου μυστικού προγράμματος του οποίου ο σκοπός θα μπορούσε να είναι μόνο στρατιωτικός. Ήταν επίσης χαρακτηριστικό ότι η Ρωσία και η Κίνα ένωσαν τις δυνάμεις τους με τις δυτικές χώρες για να υποχρεώσουν το Ιράν να παράσχει τις απαραίτητες εγγυήσεις μέσω ψηφισμάτων κυρώσεων που εγκρίθηκαν από το Συμβούλιο Ασφαλείας. Γνώριζαν ότι ήταν όλο το status quo που διέπει τον έλεγχο των όπλων που διακυβεύονταν: η απόκτηση πυρηνικών όπλων από το Ιράν θα οδηγούσε τους γείτονές του, ιδιαίτερα την Τουρκία και την Σαουδική Αραβία, να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους. Εννέα χρόνια μακρών απογοητευτικών διαπραγματεύσεων, όπως μπορώ να καταθέσω εκπροσωπώντας την χώρα μας εκεί, κατέληξαν τελικά σε συμφωνία χάρη στη δέσμευση της κυβέρνησης Ομπάμα.
Δυστυχώς, το 2018, ο Τραμπ κατήγγειλε τη συμφωνία και υπέβαλε το Ιράν σε κυρώσεις άνευ προηγουμένου, που ισοδυναμούσαν με έναν πραγματικό οικονομικό πόλεμο εναντίον αυτής της χώρας, η οποία από την πλευρά της, και πολύ λογικά, απάντησε συνεχίζοντας τις προβληματικές και επικίνδυνες δραστηριότητές της, δηλαδή τον εμπλουτισμό ουρανίου. Όπως θα περίμενε κανείς, η Ισλαμική Δημοκρατία, που δεν έχει πτοηθεί από πολλές κυρώσεις κατά το παρελθόν, δεν ενέδωσε στην αμερικανική πίεση.
Όταν εξελέγη το 2021, ο Τζο Μπάιντεν ανακοίνωσε αμέσως την πρόθεσή του να επιστρέψει στη συμφωνία του 2015. Ως εκ τούτου, οι Ηνωμένες Πολιτείες ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις για το σκοπό αυτό με το Ιράν. Δεν ήταν απλό. Στην Τεχεράνη τους ήταν εύκολο να επισημαίνουν ότι αν επιστρέψουν οι Ρεπουμπλικάνοι στην Ουάσιγκτον θα καταγγείλουν και πάλι αυτή τη νέα συμφωνία. Θα μπορούσε ποτέ η Ισλαμική Δημοκρατία να εξαρτά την πολιτική της από τα εκλογικά αποτελέσματα στις ΗΠΑ; Επιπλέον, η κυβέρνηση Τραμπ είχε πολλαπλασιάσει τις κυρώσεις ρυθμίζοντάς τις με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι δύσκολη η άρση τους. Ο διαπραγματευτής που διορίστηκε από τον Μπάιντεν, Ρόμπερτ Μάλεϊ, θα μπορούσε επομένως να προσφέρει μόνο μερική χαλάρωση των περιορισμών που επιβαρύνουν την ιρανική οικονομία. Ωστόσο, οι διαπραγματεύσεις τραβούσαν μέχρι που ξέσπασαν οι ταραχές στο Ιράν κι εδώ τώρα συγκρούονται η εσωτερική και η εξωτερική πολιτική στις δύο χώρες.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι πολιτικά αδύνατο για την κυβέρνηση Μπάιντεν να κάνει παραχωρήσεις σε ένα καθεστώς που πυροβολεί διαδηλωτές και κρεμάει τους αντιπάλους του. Οποιαδήποτε συμφωνία θα περιελάμβανε αναπόφευκτα τη μεταφορά ιρανικών κεφαλαίων που έχουν αποκλειστεί σε αμερικανικές τράπεζες. Μπορεί κανείς να φανταστεί τις κραυγές αγανάκτησης από τους Ρεπουμπλικάνους και την δυσφορία της κοινής γνώμης εάν επιστρέφονταν δισεκατομμύρια δολάρια στην Ισλαμική Δημοκρατία. Στην άλλη πλευρά η κατάσταση δεν είναι απλούστερη. Το καθεστώς που αισθάνεται πολιορκημένο δεν μπορεί να επιτρέψει στον εαυτό του να φαίνεται αδύναμο την ώρα που πρέπει να κινητοποιήσει την όποια λαική βάση του στα μάτια της οποίας οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ο σατανάς, φορέας κάθε κακού. Για τους πιο ριζοσπαστικούς η κατοχή του πυρηνικού όπλου είναι η εγγύηση που χρειάζεται η χώρα. Άλλωστε, λένε, ότι ο Καντάφι δεν θα είχε ανατραπεί αν δεν είχε εγκαταλείψει τις προσπάθειες να αποκτήσει αυτό το όπλο.
Σε αυτό το πλαίσιο, μια συμφωνία που θα ανανέωνε τις εγγυήσεις που προέβλεπε η προηγούμενη φαίνεται σήμερα αδύνατη. Εν τω μεταξύ, το Ιράν βαδίζει ολοταχώς στο δρόμο της απόκτησης της στρατιωτικής πυρηνικής ικανότητας. Το Ισραήλ έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι δεν μπορεί να κάνει αποδεκτή μια τέτοια εξέλιξη χωρίς να αντιδράσει. Θα ήταν αδιανόητο για μια χώρα που ζητά την εξαφάνιση του Ισραήλ να αποκτήσει αυτό το όπλο. Ο πρωθυπουργός της, Μπενιαμίν Νετανιάχου, έδειχνε πάντα ιδιαίτερη σταθερότητα σε αυτή την άποψη. Η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα συμμερίζονται αυτή τη θέση. Ελλείψει οποιασδήποτε διαπραγμάτευσης, ο κίνδυνος ανάληψης μιας ισραηλινής στρατιωτικής δράσης στο Ιράν συνεχίζει να αυξάνεται με όλες τις καταστροφικές συνέπειες που μπορεί κανείς να φανταστεί.
Απόδοση Babis Georges Petrakis / Le Point - Gérard Araud, Πρέσβης της Γαλλίας στις ΗΠΑ (2014-2019)
Όχι μόνο η μια εξέλιξη δεν εξαφάνισε την άλλη, αλλά, κατά κάποιον τρόπο, το άθροισμα των δύο κάνει τα πράγματα να φαίνονται ακόμα πιο επικίνδυνα. Οι εσωτερικές εντάσεις που αντιμετωπίζει το καθεστώς καθιστούν πλέον απίθανη μια συμφωνία μεταξύ της Ισλαμικής Δημοκρατίας και της διεθνούς κοινότητας για τον έλεγχο του πυρηνικού της προγράμματος.
Αυτόν τον έλεγχο, πρέπει να θυμόμαστε, ότι αποδέχθηκε το 2015 όταν υπέγραψε συμφωνία με την αποκαλούμενη ομάδα P5 + 1, η οποία αποτελείται από τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας και την Γερμανία. Το κείμενο αυτό προέβλεπε ιδιαίτερα παρεμβατικούς ελέγχους για να διασφαλιστεί ότι το Ιράν δεν επιδίωκε πρόσβαση στα πυρηνικά όπλα τα οποία είχε αποκηρύξει υπογράφοντας τη Συνθήκη για τη μη διάδοση των πυρηνικών όπλων (NPT). Έτσι, ανταποκρίθηκε στις εύλογες ανησυχίες που προκάλεσε η ανακάλυψη, το 2002, ενός τεράστιου μυστικού προγράμματος του οποίου ο σκοπός θα μπορούσε να είναι μόνο στρατιωτικός. Ήταν επίσης χαρακτηριστικό ότι η Ρωσία και η Κίνα ένωσαν τις δυνάμεις τους με τις δυτικές χώρες για να υποχρεώσουν το Ιράν να παράσχει τις απαραίτητες εγγυήσεις μέσω ψηφισμάτων κυρώσεων που εγκρίθηκαν από το Συμβούλιο Ασφαλείας. Γνώριζαν ότι ήταν όλο το status quo που διέπει τον έλεγχο των όπλων που διακυβεύονταν: η απόκτηση πυρηνικών όπλων από το Ιράν θα οδηγούσε τους γείτονές του, ιδιαίτερα την Τουρκία και την Σαουδική Αραβία, να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους. Εννέα χρόνια μακρών απογοητευτικών διαπραγματεύσεων, όπως μπορώ να καταθέσω εκπροσωπώντας την χώρα μας εκεί, κατέληξαν τελικά σε συμφωνία χάρη στη δέσμευση της κυβέρνησης Ομπάμα.
Δυστυχώς, το 2018, ο Τραμπ κατήγγειλε τη συμφωνία και υπέβαλε το Ιράν σε κυρώσεις άνευ προηγουμένου, που ισοδυναμούσαν με έναν πραγματικό οικονομικό πόλεμο εναντίον αυτής της χώρας, η οποία από την πλευρά της, και πολύ λογικά, απάντησε συνεχίζοντας τις προβληματικές και επικίνδυνες δραστηριότητές της, δηλαδή τον εμπλουτισμό ουρανίου. Όπως θα περίμενε κανείς, η Ισλαμική Δημοκρατία, που δεν έχει πτοηθεί από πολλές κυρώσεις κατά το παρελθόν, δεν ενέδωσε στην αμερικανική πίεση.
Όταν εξελέγη το 2021, ο Τζο Μπάιντεν ανακοίνωσε αμέσως την πρόθεσή του να επιστρέψει στη συμφωνία του 2015. Ως εκ τούτου, οι Ηνωμένες Πολιτείες ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις για το σκοπό αυτό με το Ιράν. Δεν ήταν απλό. Στην Τεχεράνη τους ήταν εύκολο να επισημαίνουν ότι αν επιστρέψουν οι Ρεπουμπλικάνοι στην Ουάσιγκτον θα καταγγείλουν και πάλι αυτή τη νέα συμφωνία. Θα μπορούσε ποτέ η Ισλαμική Δημοκρατία να εξαρτά την πολιτική της από τα εκλογικά αποτελέσματα στις ΗΠΑ; Επιπλέον, η κυβέρνηση Τραμπ είχε πολλαπλασιάσει τις κυρώσεις ρυθμίζοντάς τις με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι δύσκολη η άρση τους. Ο διαπραγματευτής που διορίστηκε από τον Μπάιντεν, Ρόμπερτ Μάλεϊ, θα μπορούσε επομένως να προσφέρει μόνο μερική χαλάρωση των περιορισμών που επιβαρύνουν την ιρανική οικονομία. Ωστόσο, οι διαπραγματεύσεις τραβούσαν μέχρι που ξέσπασαν οι ταραχές στο Ιράν κι εδώ τώρα συγκρούονται η εσωτερική και η εξωτερική πολιτική στις δύο χώρες.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι πολιτικά αδύνατο για την κυβέρνηση Μπάιντεν να κάνει παραχωρήσεις σε ένα καθεστώς που πυροβολεί διαδηλωτές και κρεμάει τους αντιπάλους του. Οποιαδήποτε συμφωνία θα περιελάμβανε αναπόφευκτα τη μεταφορά ιρανικών κεφαλαίων που έχουν αποκλειστεί σε αμερικανικές τράπεζες. Μπορεί κανείς να φανταστεί τις κραυγές αγανάκτησης από τους Ρεπουμπλικάνους και την δυσφορία της κοινής γνώμης εάν επιστρέφονταν δισεκατομμύρια δολάρια στην Ισλαμική Δημοκρατία. Στην άλλη πλευρά η κατάσταση δεν είναι απλούστερη. Το καθεστώς που αισθάνεται πολιορκημένο δεν μπορεί να επιτρέψει στον εαυτό του να φαίνεται αδύναμο την ώρα που πρέπει να κινητοποιήσει την όποια λαική βάση του στα μάτια της οποίας οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ο σατανάς, φορέας κάθε κακού. Για τους πιο ριζοσπαστικούς η κατοχή του πυρηνικού όπλου είναι η εγγύηση που χρειάζεται η χώρα. Άλλωστε, λένε, ότι ο Καντάφι δεν θα είχε ανατραπεί αν δεν είχε εγκαταλείψει τις προσπάθειες να αποκτήσει αυτό το όπλο.
Σε αυτό το πλαίσιο, μια συμφωνία που θα ανανέωνε τις εγγυήσεις που προέβλεπε η προηγούμενη φαίνεται σήμερα αδύνατη. Εν τω μεταξύ, το Ιράν βαδίζει ολοταχώς στο δρόμο της απόκτησης της στρατιωτικής πυρηνικής ικανότητας. Το Ισραήλ έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι δεν μπορεί να κάνει αποδεκτή μια τέτοια εξέλιξη χωρίς να αντιδράσει. Θα ήταν αδιανόητο για μια χώρα που ζητά την εξαφάνιση του Ισραήλ να αποκτήσει αυτό το όπλο. Ο πρωθυπουργός της, Μπενιαμίν Νετανιάχου, έδειχνε πάντα ιδιαίτερη σταθερότητα σε αυτή την άποψη. Η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα συμμερίζονται αυτή τη θέση. Ελλείψει οποιασδήποτε διαπραγμάτευσης, ο κίνδυνος ανάληψης μιας ισραηλινής στρατιωτικής δράσης στο Ιράν συνεχίζει να αυξάνεται με όλες τις καταστροφικές συνέπειες που μπορεί κανείς να φανταστεί.