Την περασμένη Πέμπτη ο ρωσικός ραδιοφωνικός σταθμός Komersant ανέφερε ότι οι τουρκικές τελωνειακές αρχές διέκοψαν τη διέλευση από την επικράτεια της Τουρκίας αγαθών τα οποία υπόκεινται στις κυρώσεις της Δύσης και έχουν προορισμό τη Ρωσία. Η διακοπή συντελέσθηκε ανεπισήμως και αθορύβως, διότι σε αντίθετη περίπτωση θα ήταν σαν να παραδέχονταν οι αρχές της γείτονος ότι επί περίπου έναν χρόνο έκαναν τα στραβά μάτια σε αυτή την πρακτική, η οποία διευκολύνθηκε από την απόφαση του Πούτιν το καλοκαίρι να εξαιρέσει αυτά τα προϊόντα από την πιστοποίηση προέλευσης και τη δασμολόγηση. Με αυτόν τον τρόπο οι "εξαγωγές” της Τουρκίας προς τη Ρωσία έφθασαν λ.χ. τον Αύγουστο να ξεπερνούν τα 738 εκατομμύρια δολάρια.
Από: capital.gr / Του Κώστα Ράπτη
Το να κλείνει ένα τέτοιο παραθυράκι παράκαμψης των δυτικών κυρώσεων, το οποίο μάλιστα είχε αφεθεί ανοικτό από μία χώρα μέλος του ΝΑΤΟ, ασφαλώς θα έγινε δεκτό με ικανοποίηση από την Ουάσιγκτον. Όμως η χώρα του Ερντογάν φαίνεται ότι της επιφυλάσσει και άλλα δώρα.
Η Τουρκία μπορεί να μην χρειαστεί εντέλει τα ρωσικά συστήματα S-400, δήλωσε ο Χαλούλ Γιουργκούν, πρόεδρος της κορυφαίας τουρκικής εταιρείας ηλεκτρονικού αμυντικού εξοπλισμού Aselsan, επικαλούμενος το ότι οι αμυντικές ανάγκες της χώρας καλύπτονται από τη δική της εξοπλιστική παραγωγή. Ανοίγει έτσι ο δρόμος ώστε να αφαιρεθεί το μεγαλύτερο αγκάθι από τις τουρκο-αμερικανικές σχέσεις.
Δηλώσεις σαν αυτή δεν γίνονται ασφαλώς εν αγνοία του πραγματικού decider της Τουρκίας, δηλαδή του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Ούτε και είναι αθώα η περίοδος κατά την οποία η Άγκυρα ανακαλύπτει τη χαρά των χειρονομιών που την κάνουν αρεστή στην Ουάσιγκτον.
Εκ πρώτης όψεως, πράγματι, το γεγονός ότι σε τρεις μήνες ακριβώς διεξάγονται οι κρίσιμες προεδρικές και βουλευτικές εκλογές της Τουρκίας, με τον Ερντογάν μάλιστα να υπολείπεται δημοσκοπικά κατά δέκα μονάδες του κύριου αντιπάλου του Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, ερμηνεύει τη σπουδή να αποφευχθούν ανεπιθύμητες τριβές με τις ΗΠΑ, οι οποίες άλλωστε θα μπορούσαν να επηρεάσουν την οικονομία, την κατεξοχήν εκλογική αχίλλειο πτέρνα των κυβερνώντων τη γείτονα.
Αλλά η ερμηνεία πιθανότατα δεν εξαντλείται μόνο σε αυτό. Άλλωστε αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα του τρόπου με τον οποίο πολιτεύεται ο Ταγίπ Ερντογάν η ιδιόμορφη διαπλοκή του τακτικού με το στρατηγικό στοιχείο και του μικροπολιτικού συμφέροντος με την "εθνική γραμμή”.
Οι ραγδαίες εξελίξεις στη γειτονιά της Τουρκίας, με κυριότερη την επανασυμφιλίωση Ιράν και Σαουδικής Αραβίας υπό κινεζική διαμεσολάβηση, αλλά και το πλεονέκτημα που δείχνει να αποκτά η Ρωσία στα πεδία των μαχών στην Ουκρανία (αλλάζοντας προοπτικά τις ισορροπίες στη Μαύρη Θάλασσα), επιβάλλουν αναπροσαρμογές.
Η χώρα του Ερντογάν δεν αντιμετωπίζει βέβαια αρνητικά την προοπτική μεγαλύτερης σταθεροποίησης της Μέσης Ανατολής και ευχερέστερης οικονομικής διείσδυσης της Κίνας. Η έξοδος της τουρκικής οικονομίας το τελευταίο δωδεκάμηνο από την οξύτητα που είχε η κρίση της το προηγούμενο διάστημα (μάρτυρας οι επιδόσεις του Χρηματιστηρίου της Κωνσταντινούπολης) οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στα αραβικά κεφάλαια και τον πολλαπλασιασμό των συναλλαγών με την Κίνα.
Αλλά από την άλλη πλευρά χρειάζεται "αντίβαρα” προκειμένου να συμμετάσχει στο νέο παιχνίδι, χωρίς τον κίνδυνο να υποσκελισθεί. Και μόνο το γεγονός ότι με τους δύο μεγάλους πρωταγωνιστές των τελευταίων εξελίξεων, το Ιράν και τη Σαουδική Αραβία έχει βρεθεί να διατηρεί εναλλάξ και ταυτοχρόνως ανταγωνιστικές έως και εχθρικές σχέσεις (σε κάποιους τομείς) και μορφές συνεργασίας σε άλλους είναι ενδεικτικό.
Κατά βάθος, η μεγάλη αμφιθυμία της Τουρκίας έναντι των ΗΠΑ προκύπτει από δύο αντικειμενικές αιτίες. Από τη μία, η παροχή αμερικανικής στρατιωτικής προστασίας στις κουρδοκρατούμενες περιοχές της βορειοανατολικής Συρίας επιδεινώνει το προηγούμενο της δημιουργίας αυτόνομου Ιρακινού Κουρδιστάν και παροξύνει την τουρκική καχυποψία. Το στοιχείο αυτό κατεξοχήν ωθεί την Άγκυρα στη συνεργασία με τη Ρωσία, το Ιράν και πλέον και την ίδια τη Συρία, δηλ. τις πλευρές που αναστατώνονται εξίσου από την αμερικανική στρατιωτική παρουσία και την κουρδική "υπαρξιακή απειλή”.
Από την άλλη πλευρά, η Τουρκία έχει όλη την ενθάρρυνση της Δύσης να ξεδιπλώσει τις φιλοδοξίες της προς τον Καύκασο και εκείθεν την Κεντρική Ασία, δηλ. το υπογάστριο της Ρωσίας και της Κίνας. Μάλιστα μετά τη δρομολόγηση της ιρανο-σαουδαραβικής επανασυμφιλίωσης, ο ρόλος του Αζερμπαϊτζάν, κατεξοχήν προστατευόμενου της Άγκυρας στην περιοχή, καθίσταται κομβικός, ώστε το Ισραήλ (που έχει με πολλούς τρόπους διεισδύσει στο Μπακού και πλέον έχει αποκαταστήσει τις σχέσεις του με την Άγκυρα) να διατηρεί ανοικτή τη στρατιωτική επιλογή εναντίον του Ιράν.
Το να κλείνει ένα τέτοιο παραθυράκι παράκαμψης των δυτικών κυρώσεων, το οποίο μάλιστα είχε αφεθεί ανοικτό από μία χώρα μέλος του ΝΑΤΟ, ασφαλώς θα έγινε δεκτό με ικανοποίηση από την Ουάσιγκτον. Όμως η χώρα του Ερντογάν φαίνεται ότι της επιφυλάσσει και άλλα δώρα.
Η Τουρκία μπορεί να μην χρειαστεί εντέλει τα ρωσικά συστήματα S-400, δήλωσε ο Χαλούλ Γιουργκούν, πρόεδρος της κορυφαίας τουρκικής εταιρείας ηλεκτρονικού αμυντικού εξοπλισμού Aselsan, επικαλούμενος το ότι οι αμυντικές ανάγκες της χώρας καλύπτονται από τη δική της εξοπλιστική παραγωγή. Ανοίγει έτσι ο δρόμος ώστε να αφαιρεθεί το μεγαλύτερο αγκάθι από τις τουρκο-αμερικανικές σχέσεις.
Δηλώσεις σαν αυτή δεν γίνονται ασφαλώς εν αγνοία του πραγματικού decider της Τουρκίας, δηλαδή του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Ούτε και είναι αθώα η περίοδος κατά την οποία η Άγκυρα ανακαλύπτει τη χαρά των χειρονομιών που την κάνουν αρεστή στην Ουάσιγκτον.
Εκ πρώτης όψεως, πράγματι, το γεγονός ότι σε τρεις μήνες ακριβώς διεξάγονται οι κρίσιμες προεδρικές και βουλευτικές εκλογές της Τουρκίας, με τον Ερντογάν μάλιστα να υπολείπεται δημοσκοπικά κατά δέκα μονάδες του κύριου αντιπάλου του Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, ερμηνεύει τη σπουδή να αποφευχθούν ανεπιθύμητες τριβές με τις ΗΠΑ, οι οποίες άλλωστε θα μπορούσαν να επηρεάσουν την οικονομία, την κατεξοχήν εκλογική αχίλλειο πτέρνα των κυβερνώντων τη γείτονα.
Αλλά η ερμηνεία πιθανότατα δεν εξαντλείται μόνο σε αυτό. Άλλωστε αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα του τρόπου με τον οποίο πολιτεύεται ο Ταγίπ Ερντογάν η ιδιόμορφη διαπλοκή του τακτικού με το στρατηγικό στοιχείο και του μικροπολιτικού συμφέροντος με την "εθνική γραμμή”.
Οι ραγδαίες εξελίξεις στη γειτονιά της Τουρκίας, με κυριότερη την επανασυμφιλίωση Ιράν και Σαουδικής Αραβίας υπό κινεζική διαμεσολάβηση, αλλά και το πλεονέκτημα που δείχνει να αποκτά η Ρωσία στα πεδία των μαχών στην Ουκρανία (αλλάζοντας προοπτικά τις ισορροπίες στη Μαύρη Θάλασσα), επιβάλλουν αναπροσαρμογές.
Η χώρα του Ερντογάν δεν αντιμετωπίζει βέβαια αρνητικά την προοπτική μεγαλύτερης σταθεροποίησης της Μέσης Ανατολής και ευχερέστερης οικονομικής διείσδυσης της Κίνας. Η έξοδος της τουρκικής οικονομίας το τελευταίο δωδεκάμηνο από την οξύτητα που είχε η κρίση της το προηγούμενο διάστημα (μάρτυρας οι επιδόσεις του Χρηματιστηρίου της Κωνσταντινούπολης) οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στα αραβικά κεφάλαια και τον πολλαπλασιασμό των συναλλαγών με την Κίνα.
Αλλά από την άλλη πλευρά χρειάζεται "αντίβαρα” προκειμένου να συμμετάσχει στο νέο παιχνίδι, χωρίς τον κίνδυνο να υποσκελισθεί. Και μόνο το γεγονός ότι με τους δύο μεγάλους πρωταγωνιστές των τελευταίων εξελίξεων, το Ιράν και τη Σαουδική Αραβία έχει βρεθεί να διατηρεί εναλλάξ και ταυτοχρόνως ανταγωνιστικές έως και εχθρικές σχέσεις (σε κάποιους τομείς) και μορφές συνεργασίας σε άλλους είναι ενδεικτικό.
Κατά βάθος, η μεγάλη αμφιθυμία της Τουρκίας έναντι των ΗΠΑ προκύπτει από δύο αντικειμενικές αιτίες. Από τη μία, η παροχή αμερικανικής στρατιωτικής προστασίας στις κουρδοκρατούμενες περιοχές της βορειοανατολικής Συρίας επιδεινώνει το προηγούμενο της δημιουργίας αυτόνομου Ιρακινού Κουρδιστάν και παροξύνει την τουρκική καχυποψία. Το στοιχείο αυτό κατεξοχήν ωθεί την Άγκυρα στη συνεργασία με τη Ρωσία, το Ιράν και πλέον και την ίδια τη Συρία, δηλ. τις πλευρές που αναστατώνονται εξίσου από την αμερικανική στρατιωτική παρουσία και την κουρδική "υπαρξιακή απειλή”.
Από την άλλη πλευρά, η Τουρκία έχει όλη την ενθάρρυνση της Δύσης να ξεδιπλώσει τις φιλοδοξίες της προς τον Καύκασο και εκείθεν την Κεντρική Ασία, δηλ. το υπογάστριο της Ρωσίας και της Κίνας. Μάλιστα μετά τη δρομολόγηση της ιρανο-σαουδαραβικής επανασυμφιλίωσης, ο ρόλος του Αζερμπαϊτζάν, κατεξοχήν προστατευόμενου της Άγκυρας στην περιοχή, καθίσταται κομβικός, ώστε το Ισραήλ (που έχει με πολλούς τρόπους διεισδύσει στο Μπακού και πλέον έχει αποκαταστήσει τις σχέσεις του με την Άγκυρα) να διατηρεί ανοικτή τη στρατιωτική επιλογή εναντίον του Ιράν.