Από: militaire.gr - Γράφει ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΝΕΤΗΣ
Η προαναφερόμενη πεποίθηση αποτελεί ένα γενικότερο συμπέρασμα από τα ουκρανικά ΜΜΕ, τα οποία υποστηρίζουν ότι μετά την εμφάνιση του Τζόνσον στο Κίεβο προκειμένου να συναντηθεί με τον Πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι όλα άλλαξαν για το ουκρανικό ζήτημα. Όπως αναφέρει η Ukrainska Pravda, ο πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου Μπόρις Τζόνσον, «εμφανίστηκε στην πρωτεύουσα τον Απρίλιο του 2022 σχεδόν χωρίς προειδοποίηση», προτρέποντας τον Ζελένσκι να μην διαπραγματευτεί με τη Ρωσία. Σύμφωνα με το δημοσίευμα της ουκρανικής εφημερίδας ο Τζόνσον είπε, ότι ακόμη κι αν η Ουκρανία ήταν έτοιμη να υπογράψει συμφωνία με τη Ρωσία, οι δυτικοί υποστηρικτές του Κιέβου δεν ήταν.
Η Βρετανία έδειχνε να βρίσκεται στη πρώτη θέση των χωρών που εναντιώνονταν στην αιματηρή επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία. Οι συζητήσεις στην Κωνσταντινούπολη δια μέσω του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος μεσολάβησε μεταξύ Μόσχας και Κιέβου, αποτέλεσε μία πρώτης τάξεως ευκαιρία για την επίλυση του ουκρανικού ζητήματος. Ο Ζελένσκι συμφώνησε με τους όρους διευθέτησης σε εκείνη τη συνάντηση. Η συμφωνία κράτησε όσο χρειάστηκε για να επιστρέψει η ουκρανική πλευρά στο Κίεβο.
Ο Βρετανικός Τύπος κάνει λόγο και για το γεγονός πως το Ην.Βασίλειο ουσιαστικά έπαιξε τα «ρέστα» του στο ζήτημα της Ουκρανίας μιας και το σκάνδαλο Partygate του πρωθυπουργού Τζόνσον στο εσωτερικό της χώρας κυριολεκτικά «έκαιγε» το Συντηρητικό κόμμα, το οποίο επιθυμούσε μία αλλαγή της ατζέντας εστιάζοντας στο Ουκρανικό ζήτημα. Αυτός ενδεχομένως να ήταν και ο βασικός λόγος που η Βρετανία επέδειξε τόσο σταθερή και προσηλωμένη αντίσταση στις διαπραγματεύσεις μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, μιας και η υιοθέτηση επιθετικής πολιτικής απέναντι στον Πούτιν αποτελούσε μετά και το «γκρέμισμα» στις δημοσκοπήσεις, μονόδρομο. Αναλυτές παράλληλα επισημαίνουν πως η συγκεκριμένη πολιτική αποτελούσε και μία προβολή ισχύος προκειμένου η Βρετανία να αναλάβει εκ νέου ηγετικό ρόλο στα διεθνή τεκταινόμενα.
Δεν άφησαν το Κίεβο να ολοκληρώσει τις διαπραγματεύσεις
Προς επίρρωση των ανωτέρω, αναφέρουμε μια έκθεση της Φιόνα Χιλ, η οποία ήταν ανώτερη διευθύντρια για την Ευρώπη και τη Ρωσία στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Τραμπ, που υποστηρίζει ότι τον Απρίλιο του περασμένου έτους βρισκόταν στα σκαριά μια ειρηνευτική συμφωνία μεταξύ Μόσχας και Κιέβου, η οποία πιθανώς θα είχε επιτευχθεί. Την συμφωνία μπόρεσαν να σαμποτάρουν ο Τζόνσον και η Ουάσιγκτον. Υπάρχουν πλήθος αναφορών σχετικά με την αντίθεση μέρους της Δύσης στην επίτευξη ειρήνης. Μεταξύ άλλων τον Μάρτιο του περασμένου έτους, Νίαλ Φέργκιουσον, καθηγητής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ ανέφερε ότι πηγές από τις κυβερνήσεις των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου του είχαν πει ότι ο πραγματικός στόχος των δυτικών δυνάμεων σε αυτή τη σύγκρουση δεν ήταν να διαπραγματευτούν την ειρήνη ή να τερματίσουν γρήγορα τον πόλεμο, αλλά να τον παρατείνουν για να «αιμορραγήσει ο Πούτιν». με απώτερο στόχο την αλλαγή καθεστώτος στη Μόσχα. Ο Φέργκιουσον έγραψε ότι είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι «οι ΗΠΑ σκοπεύουν να συνεχίσουν αυτόν τον πόλεμο». Υψηλόβαθμα βρετανικά στελέχη μιλούν επίσης με παρόμοιους όρους. Υπάρχει η πεποίθηση ότι «η Νο. 1 επιλογή του Ηνωμένου Βασιλείου είναι να επεκταθεί η σύγκρουση και έτσι να αιμορραγήσει ο Πούτιν».
Όλα αυτά μαζί τεκμηριώνουν σε μεγάλο βαθμό τον ισχυρισμό του Ρώσου Προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν τον περασμένο Σεπτέμβριο, ότι η Ρωσία και η Ουκρανία βρίσκονταν στο κατώφλι της ειρήνης λίγο μετά την έναρξη του πολέμου, αλλά οι δυτικές δυνάμεις διέταξαν το Κίεβο να «ναυαγήσει» τις διαπραγματεύσεις. «Μετά την έναρξη της ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης, ιδιαίτερα μετά τις συνομιλίες στην Κωνσταντινούπολη, οι εκπρόσωποι του Κιέβου εξέφρασαν μια αρκετά θετική απάντηση στις προτάσεις μας», είπε ο Πούτιν. «Αυτές οι προτάσεις αφορούσαν πάνω απ’ όλα τη διασφάλιση της ασφάλειας και των συμφερόντων της Ρωσίας. Αλλά μια ειρηνική διευθέτηση προφανώς δεν ταίριαζε στη Δύση, γι’ αυτό, μετά από συντονισμένους ορισμένους συμβιβασμούς, το Κίεβο έλαβε στην πραγματικότητα εντολή να καταστρέψει όλες αυτές τις συμφωνίες». Είναι ξεκάθαρο ότι ένα γρήγορο τέλος που θα είχε ως αποτέλεσμα την ελαχιστοποίηση του θανάτου και της καταστροφής δεν ήταν απλώς αδιάφορο αλλά ανεπιθύμητο από το Λονδίνο και την Ουάσιγκτον.
Επίσκεψη του Ζελένσκι στην Ουάσιγκτον
Στην ομιλία του, ο αρχηγός της μειοψηφίας της Γερουσίας Μιτς ΜακΚόνελ ανέφερε ενόψει της επίσκεψης του Ζελένσκι στην Ουάσιγκτον τον Δεκέμβριο. «Ο Πρόεδρος Ζελένσκι είναι ένας εμπνευσμένος ηγέτης. Αλλά οι πιο βασικοί λόγοι για να συνεχίσουμε να βοηθάμε την Ουκρανία, ώστε να υποβαθμίσει και να νικήσει τους Ρώσους εισβολείς, είναι τα ψυχρά, σκληρά, πρακτικά αμερικανικά συμφέροντα. Το να βοηθήσουμε τους φίλους μας στην Ανατολική Ευρώπη να κερδίσουν αυτόν τον πόλεμο είναι επίσης μια άμεση επένδυση στη μείωση των μελλοντικών δυνατοτήτων του Βλαντιμίρ Πούτιν να απειλήσει την Αμερική, να απειλήσει τους συμμάχους μας και να αμφισβητήσει τα βασικά μας συμφέροντα». Στην γεωπολιτική ο πόλεμος εκλαμβάνεται με οικονομικούς όρους ως επένδυση, με το κόστος σ’ αυτήν την περίπτωση να είναι ανθρώπινες ζωές!
Το κύριο ιδεολογικό αφήγημα της Δύσης είναι ότι η πρωτοφανής σε έκταση βοήθεια προς την Ουκρανία είχε να κάνει με την ηθική υποχρέωση συνδρομής προς μία χώρα που υφίσταται μία εισβολή. Περισσεύουν όμως οι δηλώσεις που αποκαλύπτουν τις άδηλες προθέσεις. Τον Μάιο του περασμένου έτους, ο βουλευτής Νταν Κρένσο έγραψε στο Twitter ότι «η επένδυση στην καταστροφή του στρατού του αντιπάλου μας, χωρίς να χάσουμε ούτε έναν αμερικανό στρατιώτη, μου φαίνεται καλή ιδέα». Περαιτέρω μία ακόμη «επενδυτική» θεώρηση του πολέμου από μια έκθεση του χρηματοδοτούμενου από την Ουάσιγκτον Κέντρου Ανάλυσης Ευρωπαϊκής Πολιτικής με τίτλο « Κοστίζει φιστίκια για τις ΗΠΑ να νικήσουν τη Ρωσία». Η έκθεση υποστηρίζει ότι «οι δαπάνες των ΗΠΑ του 5,6% του αμυντικού προϋπολογισμού τους για να καταστρέψουν σχεδόν το ήμισυ της συμβατικής στρατιωτικής ικανότητας της Ρωσίας φαίνεται σαν μια απολύτως απίστευτη επένδυση».
Ο Μπένετ ενοχοποιεί τη Δύση
Ο πρώην πρωθυπουργός του Ισραήλ Ναφτάλι Μπένετ δήλωσε σε συνέντευξή του που αναρτήθηκε στο κανάλι του στο YouTube, ότι οι ΗΠΑ και οι δυτικοί σύμμαχοί τους «μπλόκαραν» τις προσπάθειές του να μεσολαβήσει μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας για να τερματιστεί ο πόλεμος στις πρώτες μέρες του. Ο Μπένετ ανέφερε ότι οι ΗΠΑ και οι δυτικοί σύμμαχοί τους αποφάσισαν «να συνεχίσουν να χτυπούν τον Πούτιν» και να μην διαπραγματευτούν. Από την ουκρανική πλευρά, ο Ζελένσκι «απαρνήθηκε» ότι θα επιδιώξει την ένταξη στο ΝΑΤΟ, κάτι που ο Μπένετ είπε ότι ήταν η κύρια «αιτία» της εισβολής της Ρωσίας. Συζητώντας πώς αισθάνθηκαν οι δυτικοί ηγέτες για τις μεσολαβητικές του προσπάθειες, ο Μπένετ είπε ότι ο τότε Βρετανός πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον υιοθέτησε «επιθετική γραμμή», ενώ ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν και ο γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς ήταν πιο «πραγματιστές». Ο Μπένετ είπε ότι ο πρόεδρος Μπάιντεν υιοθέτησε «και τις δύο» θέσεις. Αλλά τελικά, οι δυτικοί ηγέτες αντιτάχθηκαν στις προσπάθειες του Μπένετ. «Θα το πω αυτό με την ευρεία έννοια. Νομίζω ότι υπήρξε μια απόφαση της Δύσης να συνεχίσει να χτυπά τον Πούτιν και να μην διαπραγματευτεί», είπε ο Μπένετ. Όταν ρωτήθηκε εάν οι δυτικές δυνάμεις «μπλόκαραν» τις προσπάθειες διαμεσολάβησης, ο Μπένετ είπε, «Βασικά, ναι. Το μπλόκαραν και νομίζω ότι έκαναν λάθος».
Συμπερασματικά εκ των ανωτέρω δηλώσεων καθίσταται πρόδηλο ότι οι ευαγγελισμοί σχετικά με την «υπεράσπιση της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης» και την υποστήριξη της «εδαφικής κυριαρχίας» των εθνών-κρατών που δικαιολόγησαν την πρωτοφανή και παντοίω τρόπω βοήθεια προς την Ουκρανία, ήταν προφάσεις εν αμαρτίες. Ως αποτέλεσμα, μία χώρα καταστράφηκε και χιλιάδες αθώων ανθρώπων θυσιάστηκαν και θυσιάζονται, στον Μολώχ της γεωπολιτικής…