Βασίλης Στοϊλόπουλος
Η βάρβαρη αυτή πράξη, που πραγματοποιήθηκε στη διάρκεια της 4ης Σταυροφορίας, ήταν έργο άπληστων δυτικών φεουδαρχών. Σπουδαίοι ιστορικοί βυζαντινολόγοι χαρακτήρισαν αυτό το κοσμοϊστορικό γεγονός «έγκλημα που παρέδωσε την Κωνσταντινούπολη και τα Βαλκάνια σε έξι αιώνες βαρβαρότητας» (Σερ Έντουιν Πήαρς) και «πράξη γιγαντιαίας πολιτικής ανοησίας» (σερ Στήβενσον Ράνσιμαν), που τελικά έφερε τους Οθωμανούς μέχρι έξω από τα τείχη της Βιέννης μερικούς αιώνες αργότερα.
Για την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ή Βυζάντιο, που βρισκόταν σε φάση παρακμής επί της δυναστείας των Αγγέλων, το 1204 ήταν το δεύτερο «θανάσιμο κτύπημα», μετά από το πρώτο, την ήττα το 1071 στη Μάχη του Ματζικέρτ από τους Σελτζούκους Τούρκους. Δυόμιση αιώνες αργότερα θ΄ ακολουθούσε το τελειωτικό τρίτο χτύπημα, το 1453, με την Άλωση της Πόλης από τους Οθωμανούς του Μωάμεθ Β΄.
Η αρχή για την Τέταρτη Σταυροφορία έγινε στις 31 Δεκεμβρίου του 1199, όταν ο ισχυρός και ραδιούργος Πάπας Ιννοκέντιος ΙΙΙ κάλεσε τους φεουδάρχες ηγεμόνες της Δύσης για μια νέα σταυροφορία στους Αγίους Τόπους. Σταυροφορία που την έθεσε κάτω από την πνευματική σκέπη της καθολικής εκκλησίας της Ρώμης.
Την Άνοιξη του 1202 σταυροφόροι από πολλά σημεία της Ευρώπης συγκεντρώθηκαν στη Βενετία η οποία ανέλαβε τη μεταφορά στους Αγίους Τόπους 33.500 σταυροφόρων και 4.000 ίππων, καθώς και την διατροφή τους για έναν χρόνο έναντι του σημαντικού ποσού των 85.000 αργυρών μάρκων. Ανάμεσα στους σημαντικότερος σταυροφόρους συγκαταλέγονταν ο Γοδεφρείδος Βελαρδουΐνος, ο Βονιφάτιος ο Μομφερατικός και ο Ροβέρδος του Κλαρύ.
Ο όρκος της συμφωνίας σταυροφόρων και Βενετών δόθηκε μέσα στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου. Εκεί κυριάρχησε η άποψη του 85χρονου Ενετού Δόγη Δάνδολου ότι η Ανατολή, χριστιανική και μωαμεθανική, ήταν μια αστείρευτη πηγή πλούτου προς απομύζηση και διαμελισμό απέραντων εκτάσεων.
Ο τυφλός Δόγης της θαλασσοκράτειρας «Γαληνότατης Δημοκρατίας», με το αστείρευτο μίσος ενάντια στους Βυζαντινούς, θεωρούσε τους σταυροφόρους εν δυνάμει «ομήρους» από τη στιγμή που επέλεξαν τη θαλάσσια οδό για να φτάσουν στους Αγίους Τόπους. Χωρίς περιστροφές τους ζήτησε την άμεση καταβολή ολόκληρου του ποσού της συμφωνίας, γνωρίζοντας ότι οι σταυροφόροι δεν μπορούσαν να πληρώσουν αμέσως ούτε το μισό από αυτό το τεράστιο ποσό.
Μπροστά στην έντονη δυσαρέσκεια των σταυροφόρων για τον ανοιχτό εκβιασμό, (αρκετοί από αυτούς αποχώρησαν κι επέστρεψαν στις πατρίδες τους), οι Βενετοί πρότειναν για ανταμοιβή την κατάληψη της πόλης Ζάρας στις Δαλματικές Ακτές που ανήκε τότε στο χριστιανικό Ουγγρικό Βασίλειο. Οι σταυροφόροι, παρά τη δυσαρέσκειά τους, συμφώνησαν και τον Οκτώβριο του 1202 οι σταυροφόροι έφτασαν στη Ζάρα την οποία κατέλαβαν και λεηλάτησαν άγρια, μετά από έναν μήνα πολιορκίας.
Οι «ζηλωτές του Θεού» σταυροφόροι δεν πτοήθηκαν ούτε όταν οι χριστιανοί κάτοικοι της πόλης τοποθέτησαν στα τείχη Εσταυρωμένους. Το αποτέλεσμα της λεηλασίας ήταν να ικανοποιηθεί το αίτημα της «Γαληνότατης Δημοκρατίας» για την άμεση είσπραξη του χρηματικού ποσού που της είχαν υποσχεθεί. Ο πάπας της Ρώμης διαμαρτυρήθηκε γι αυτήν την πρώτη εκτροπή από τον ιερό σκοπό και αφόρισε για κάποιο διάστημα τους Βενετούς.
Στην κατεστραμμένη Ζάρα συνάντησε τους σταυροφόρους ο Αλέξιος Άγγελος, γιος του καθηρημένου από το 1195 Βυζαντινού αυτοκράτορα Ισαάκιου Β΄ που είχε εκθρονιστεί από τον αδελφό του Αλέξιο Γ΄. Ο νεαρός Αλέξιος Άγγελος ζήτησε τη βοήθεια από τους ηγέτες της σταυροφορίας για την ανακατάληψη του βυζαντινού θρόνου της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τον πατέρα του.
Χωρίς να έχει καμία επίγνωση της κατάστασης ο νεαρός Αλέξιος δεσμεύεται να δώσει στους σταυροφόρους όχι μόνο το τεράστιο ποσό των 200.000 αργυρών μάρκων, αλλά και να συμμετάσχουν οι Βυζαντινοί στη σταυροφορία με 10.000 στρατιώτες και να διατηρούν μόνιμη φρουρά στους Αγίους Τόπους. Επιπλέον υποσχέθηκε να ευοδωθεί η επανένωση των δύο Εκκλησιών σύμφωνα με τη βούληση του πάπα Ιονοκέντιου Γ΄.
Έτσι, τον Μάιο του 1203 ο βενετικός στόλος μαζί με τον πρίγκιπα Αλέξιο, απέπλευσε από τη Ζάρα προς την Κέρκυρα και ύστερα από ένα μήνα αντί να κατευθυνθεί προς την Αίγυπτο, όπως είχε σχεδιαστεί, έκανε την εμφάνισή του μπροστά από την πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, την Κωνσταντινούπολη.
Η βυζαντινή πρωτεύουσα ήταν μια από τις πολυπληθέστερες και πλουσιότερες πόλεις του κόσμου. Όμως εκείνη την περίοδο της ανίκανης δυναστείας των Αγγέλων που είχε διαδεχτεί τους ένδοξους Κομνηνούς, θύμιζε, σύμφωνα με τον βυζαντινό χρονογράφο Νικήτα Χωνιάτη, «την Σύβαρι, που ήταν γνωστή για τη μαλθακότητά της».
Με την έναρξη της πολιορκίας, ο αυτοκράτορας Αλέξιος Γ΄, που δεν είχε ούτε τη θέληση, ούτε τη δύναμη να αντισταθεί, εγκατέλειψε την πόλη και διέφυγε παίρνοντας μαζί του και το δημόσιο θησαυροφυλάκιο. Με τη βοήθεια των σταυροφόρων ο αδύναμος Ισαάκιος Β΄ απελευθερώθηκε από τη φυλακή και επανήλθε στον θρόνο του, ενώ ο γιος του πρίγκιπας Αλέξιος στέφτηκε συναυτοκράτορας ως Αλέξιος Δ΄, τον Αύγουστο του 1203. Όμως, ο λαός της Κωνσταντινούπολης που ήταν ενάντια στη φιλολατινική πολιτική έτρεφε εχθρικά αισθήματα για την νέα εξουσία των Αγγέλων. Τη θεωρούσε προδοτική λόγω των στενών σχέσεών της με τους μισητούς Λατίνους, που τους είχαν αποδοθεί πολλά εμπορικά προνόμια σε βάρος των Βυζαντινών ήδη από την εποχή των Κομνηνών.
Ο νέος αυτοκράτορας Αλέξιος Δ΄ κατέβαλε στους Δυτικούς ένα μέρος μόνο των χρημάτων που υποσχέθηκε στους Δυτικούς. Ακολούθησε μάλιστα παρελκυστική πολιτική αδυνατώντας να κρατήσει όλες τις υπερφίαλες υποσχέσεις του στους Λατίνους. Διέταξε μάλιστα να καταστραφούν εικόνες και αντικείμενα λατρείας, προκειμένου να πάρει τον χρυσό και τον άργυρο που περιείχαν. Ο λαός εξαγριώθηκε και θεώρησε την απόφαση αυτή του αυτοκράτορα ιεροσυλία. Το Βυζάντιο βρισκόταν και πάλι σε κατάσταση εμφυλίου πολέμου, αφού υπήρχαν τρεις αυτοκράτορες, ο Αλέξιος Γ’ στη Θράκη, ενώ στην Κωνσταντινούπολη ήταν ο Ισαάκιος Β΄ και ο ανίσχυρος γιος του Αλέξιος Δ’ , ο οποίος βρισκόταν σε πολύ κρίσιμη θέση.
Η επανάσταση στην Βασιλεύουσα δεν άργησε να ξεσπάσει και ο λαός επέβαλλε στις 25 Ιανουαρίου 1204, μετά από διαβουλεύσεις, νέο αυτοκράτορα, παρά τη θέλησή του, τον νεαρό Νικόλαο Καναβό. Ο Αλέξιος Δ΄ ήρθε και πάλι σε επαφή με τους Λατίνους και ζήτησε να έρθουν για προστασία του στο παλάτι των Βλαχερνών στο βορειοδυτικό τμήμα της Κωνσταντινούπολης. Αυτή ήταν μια προδοσία που δεν μπορούσε ν΄ ανεχθεί πλέον κανείς στην πρωτεύουσα. Μια πράξη που ισοδυναμούσε με το βίαιο τέλος του.
Μετά από αυτό ακολούθησε αμέσως αυτοκρατορική συνωμοσία με λαϊκή στήριξη και στις 29 Ιανουαρίου 1204 ανακηρύσσεται ο επόμενος νέος αυτοκράτορας, ο Αλέξιος Δούκας, ηγέτης του αντιλατινικού κινήματος, με το όνομα Αλέξιο Ε΄ Μούρτζουφλος. Ο Νικόλαος Καναβός εξαφανίστηκε και ο σφετεριστής αυτοκράτορας Αλέξιος Ε΄ αρνιέται οποιονδήποτε συμβιβασμό με τους Λατίνους. Απέρριψε τις συμφωνίες των προκατόχων του με τους σταυροφόρους και προσπάθησε να οργανώσει την άμυνα της πόλης για ενδεχόμενη επίθεση που δεν άργησε να πραγματοποιηθεί.
Προηγουμένως, μετά από διαταγή του Μούρτζουφλου ο Αλέξιος Δ΄ και ο Ισαάκιος Β΄ δολοφονούνται. Έτσι οι σταυροφόροι βρίσκουν την ευκαιρία να αποδεσμευτούν από κάθε υποχρέωση που είχαν αναλάβει έναντι του Βυζαντίου. Οι Δυτικοί εξέλαβαν την ανατροπή του Αλεξίου Δ΄ σαν μια καλή ευκαιρία για να επιτεθούν ανοιχτά πλέον ενάντια στην Κωνσταντινούπολη.
Για αρκετούς μήνες οι σταυροφόροι είχαν στρατοπεδεύσει έξω από τα τείχη της Πόλης προκαλώντας καταστροφές, με αποκορύφωμα την μεγάλη πυρκαγιά που έκαψε ένα σημαντικό μέρος της Πόλης. Η κατάσταση στο στρατόπεδο των Δυτικών επιδεινώνονταν όμως και με τη πάροδο του χρόνου έγινε απελπιστική. Τελικά, τον Μάρτιο του 1204 οι ηγέτες των σταυροφόρων συνάπτουν μεταξύ τους νέα συμφωνία που ξεκινούσε με την πρόταση : «Εν ονόματι του Χριστού, πρέπει να καταλάβουμε δια των όπλων την Πόλη». «Ο κύβος ερρίφθη».
Στις 8 Απριλίου του 1204 οι σταυροφόροι επιτέθηκαν στην Κωνσταντινούπολη για μια ακόμη φορά, με τη δικαιολογία ότι θέλουν να τιμωρήσουν τον δολοφόνο του Αλέξιου Δ΄ Άγγελου. Ο Αλέξιος Ε΄ αντέταξε ισχυρή άμυνα έχοντας σύμμαχο και τον άσχημο καιρό. Οι επιτιθέμενοι που θεώρησαν θεϊκό σημάδι την κακοκαιρία θέλησαν κάποια στιγμή να λύσουν την πολιορκία.
Τελικά όμως στις 12 Απριλίου του 1204 Βενετοί και Φράγκοι σταυροφόροι κατάφεραν σχετικά εύκολα με συνδυασμένες επιθέσεις από ξηρά και θάλασσα να κυριεύσουν τη Βασιλεύουσα και να ριχθούν με ζήλο στη λεηλασία. Ο νέος αυτοκράτορας Αλέξιος Ε΄ και η σύζυγός του Ευδοκία Αγγελίνα, κόρη του έκπτωτου Άγγελου Γ΄, δραπέτευσαν με πλοίο σε άγνωστη κατεύθυνση για την Θράκη. Εκεί ο πεθερός του τον τύφλωσε θεωρώντας τον ανταγωνιστή για τον αυτοκρατορικό θρόνο. Περιπλανώμενος στη Θράκη ο Αλέξιος Σ΄ συνελήφθηκε από τους Λατίνους, οι οποίοι μετά από σκληρά βασανιστήρια τον γκρέμισαν από τον Φάρο του Θεοδοσίου, τον Νοέμβριο του 1204.
Κατόπιν οι Δυτικοί διαμέλισαν ως λάφυρο μεγάλο µέρος των εδαφών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, όπως είχαν συμφωνήσει και τη μοίρασαν μεταξύ τους. Πριν τη μοιρασιά σε έξι άνισους κλήρους οι Λατίνοι φρόντισαν να ενημερωθούν για τα ετήσια έσοδα κάθε περιοχής που διεκδικούσαν. Αποφασίστηκε, ακόμη, ο τρόπος εκλογής του αυτοκράτορα και του πατριάρχη. Τελικά «αυτοκράτορας» εκλέχτηκε ο Φράγκος Βαλδουίνος της Φλάνδρας, ενώ ο Λατίνος πατριάρχης θα προέρχονταν από τους Βενετούς.
Κατά τη διάρκεια των τριών φρικιαστικών ημερών ανελέητης σφαγής, λεηλασίας, βανδαλισμών και ολοκληρωτικής καταστροφής, χάθηκαν πολλά πολύτιμα έργα τέχνης και ιερά κειμήλια, πολλές βιβλιοθήκες, εκκλησίες, λειψανοθήκες, ατομική ιδιοκτησία και μοναστήρια λαφυραγωγήθηκαν και πολλά χειρόγραφα καταστράφηκαν. Βρισκόμενοι σε κατάσταση μανιακής αναζήτησης θησαυρών οι σταυροφόροι λεηλάτησαν και βεβήλωσαν ακόμη και την Αγία Σοφία, όπως και τους αυτοκρατορικούς τάφους. Όπως αναφέρει ο χρονικογράφος Νικόλαος Μεσαρίτης οι σταυροφόροι «λεηλατούσαν τα άγια των αγίων, τσαλαπατούσαν ιερά κειμήλια, βεβήλωναν ιερά σκεύη, πετούσαν στο πάτωμα ιερές εικόνες του Χριστού, της Παναγίας και των αγίων, που από αιώνες ήταν αρεστές στον Κύριο». Τελικά, αυτό που φοβόταν ο πάπας Ιονοκέντιος Γ΄έγινε πραγματικότητα για τους Λατίνους. Ότι δηλαδή «οι Έλληνες τους μισούν τώρα περισσότερο και από αυτά τα σκυλιά.»
Για τους Λατίνους η Κωνσταντινούπολη ήταν πάντα κάτι το ασύλητο σε λαμπρότητα και πλούτο, γεγονός που ενίσχυε τον φθόνο και την αρπακτικότητά τους. Όλη σχεδόν η Δυτική Ευρώπη κοσμήθηκε με τους λεηλατημένους θησαυρούς της Κωνσταντινούπολης. Συλημένοι θησαυροί στάλθηκαν και στον ίδιο τον Πάπα της Ρώμης, ο οποίος αν και εξοργίστηκε από τα απρόσμενα δυσάρεστα γεγονότα, τελικά συμβιβάστηκε με τη νέα κατάσταση, λέγοντας πως αυτή δημιουργήθηκε από μια δύναμη ανώτερη από τη δική του.
Τα πιο γνωστά λάφυρα των Ενετών από τη λεηλασία της Κωνσταντινούπολης, τα τέσσερα ορειχάλκινα άλογα που αποτελούσαν ένα από τα καλύτερα στολίδια του Ιπποδρόμου της Κωνσταντινούπολης, μεταφέρθηκαν στην Βενετία, όπου και διακοσμούν σήμερα την εξώθυρα του καθεδρικού ναού του Αγίου Μάρκου.
Εκτιμάται ότι το συνολικό ποσό της λαφυραγώγησης της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους και τους Ενετούς το 1204 ανέρχεται περίπου στα 900.000 ασημένια μάρκα. Οι Ενετοί έλαβαν 150.000 ασημένια μάρκα και οι λοιποί σταυροφόροι 50.000. Άλλα 100.000 ασημένια μάρκα μοιράστηκαν ισομερώς μεταξύ των σταυροφόρων και των Ενετών. Τα υπόλοιπα 500.000 ασημένια μάρκα κρατήθηκαν κρυφά από πολλούς ιππότες Σταυροφόρους. Αποζημίωση πήραν ακόμα και οι Λατίνοι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης για τη «Σφαγή των Λατίνων» του 1182 από τον Ανδρόνικο Α΄ Κομνηνό.
Η μετατροπή της Δύσης – που έβγαινε από τον Μεσαίωνα – σε κυρίαρχη δύναμη είχε σαν προϋπόθεση την υφαρπαγή του συσσωρευμένου πλούτου και τον έλεγχο του εμπορίου του ευρύτερου ελληνικού και αραβικού κόσμου και την επικράτηση των Λατίνων και ιδιαίτερα των Βενετών στη βυζαντινή επικράτεια. Οι σχέσεις Δύσης-Ανατολής που επέβαλλαν οι Λατίνοι κατακτητές της Ανατολής ήταν οι πρώτες αποικιακού τύπου στην παγκόσμια ιστορία.
Σημαντικό πείραμα της 4ης Σταυροφορίας δεν ήταν όμως μόνο η έναρξη της πρώιμης φάση της δυτικής αποικιοκρατίας στον μεσογειακό χώρο, αλλά και η κατάκτηση και ο εποικισμός χωρών που διέθεταν πλουσιότερη πολιτιστική κληρονομία από τους Δυτικούς. Αυτό θα είχε σαν άμεσο αποτέλεσμα την μετακίνηση του κέντρου βάρους της Ευρώπης από την Ανατολή στη Δύση και από τη Ανατολική Μεσόγειο στον ευρωπαϊκό Βορρά. Καθοριστικός ενδιάμεσος σε αυτή την πρωτοφανή ιστορική διαδικασία υπήρξε η Βενετία και δευτερευόντως οι λοιπές εμπορικές ιταλικές πόλεις, Γένοβα, Πίζα.
Φυσικά, με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης και την διαμόρφωση των λατινικών κρατιδίων στην Ελλάδα δεν υπήρχε πλέον λόγος να συνεχιστεί η εκστρατεία των σταυροφόρων στους Αγίους Τόπους που βρίσκονταν υπό την κυριαρχία των «άπιστων». Η Ιερουσαλήμ είχε παραδοθεί ήδη από το 1187 μετά από μάχη στους Μουσουλμάνους κατόπιν συμφωνίας του ιππότη Μπάλιαν του Ιμπελέν και του Σαλαδίνου. Βασικό μέλημα για τους σταυροφόρους ήταν πλέον η εξάπλωση και η σταθεροποίηση της κυριαρχίας τους στα εδάφη της βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Στο πλαίσιο της Λατινοκρατίας δημιουργήθηκαν διάφορα κρατίδια, όπως η Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης, το Λοµβαρδικό Βασίλειο της Θεσσαλονίκης του οίκου των Μοµφερατικών, το Δουκάτο της Αθήνας, το Φραγκικό Πριγκιπάτο της Αχαΐας. Στην κατοχή των Δυτικών πέρασαν επίσης νησιά των Κυκλάδων και του Ιονίου Πελάγους, η Ρόδος και η Κρήτη. Υπήρχε επίσης από το 1197 και το λατινικό Βασίλειο της Κύπρου η οποία είχε κατακτηθεί στη διάρκεια της Γ΄ Σταυροφορίας από τον βασιλιά της Αγγλίας Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο.
Την ίδια περίοδο ιδρύθηκαν και βυζαντινά κρατίδια, όπως η Αυτοκρατορία της Νίκαιας στη δυτική Μικρά Ασία, η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας στον Εύξεινο Πόντο και το Δεσποτάτο της Ηπείρου στον ελλαδικό χώρο. Βασικός στόχος όλων ήταν η ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης.
Όλα τα λατινικά κρατίδια στον ελλαδικό χώρο ιδρύθηκαν βάσει δυτικών φεουδαρχικών προτύπων. Εκεί όπου μπορούσαν εισήγαγαν, ακόμα και με τη βία, δυτικούς θεσμούς διακυβέρνησης και νέα κοινωνικά πρότυπα. Αποτέλεσμα ήταν η οικονομική και κοινωνική εξαθλίωση των ντόπιων πληθυσμών, η διοικητική καταπίεση και η βαριά φορολόγησή τους, αλλά και η γέννηση ενός αντιστασιακού πνεύματος που διατηρήθηκε σε όλους τους αιώνες της λατινοκρατίας με διάφορες εξεγέρσεις, όπως στην Κρήτη.
Η αντίσταση των Βυζαντινών ξεκίνησε από την πρώτη μέρα της λατινικής κατάκτησης με πρώτο τον άρχοντα του Ναυπλίου και του Άργους Λέοντα Σγουρό, μια «χιμαιρική μορφή του μεσαιωνικού Ελληνισμού».
Η Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης διατηρήθηκε για 57 χρόνια, από το 1204 μέχρι το 1261, οπότε και καταλύθηκε από την ελληνική Αυτοκρατορία της Νίκαιας. Η ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης έγινε όταν στη διάρκεια ενός ταξιδιού του Λατίνου "αυτοκράτορα" Βαλδουίνου Β΄ στην Ευρώπη σε αναζήτηση βοήθειας, ο στρατηγός του αυτοκράτορα της Νίκαιας Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου, ο Αλέξιος Στρατηγόπουλος, με ευκολία την σχεδόν ανυπεράσπιστη Πόλη. Εκδηλώσεις αντεκδίκησης όμως στο καθολικό στοιχείο της Πόλης για τα αίσχη του 1204 δεν έγιναν, παρότι το μίσος κατά των Λατίνων ήταν δεδομένο.
Όμως, η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δεν κατάφερε ποτέ να ανακτήσει την παλιά της οικουμενική αίγλη, ούτε τα παλιά δημογραφικά δεδομένα και πολύ λιγότερο την παλιά στρατιωτική της δύναμη. Σε όλη αυτή την περίοδο παρέμεινε ανίσχυρη και ευάλωτη σε νέες αναδυόμενες μεγάλες δυνάμεις από Δύση, Βορρά και Ανατολή. Επιπλέον, ζωντανή παρέμεινε και η διαχρονική διαμάχη Ορθοδοξίας και Ρωμαιοκαθολικισμού.
Παράλληλα, η πολιτική της ένωσης των Εκκλησιών, με στόχο να σωθεί η παρακμάζουσα Αυτοκρατορία, προκάλεσε βαθύτατο εσωτερικό διχασμό στους κατοίκους του Βυζαντίου. Η άμυνα στο ζωτικό μικρασιατικό χώρο εγκαταλείφτηκε, όπως και το ναυτικό και στα τέλη του 13ου αιώνα σχεδόν ολόκληρη η Μικρά Ασία υποδουλώθηκε στους Οθωμανούς. Το αναμενόμενο τέλος της Ανατολικής Ρώμης ήταν προδιαγεγραμμένο και δεν άργησε να φτάσει την "αποφράδα" 29η Μαΐου του 1453.
Αποτελεί πλέον κοινή ιστορική παραδοχή ότι : «Οι επιπτώσεις της 4ης Σταυροφορίας επί του ευρωπαϊκού πολιτισμού υπήρξαν εξ ολοκλήρου καταστρεπτικές. Η λάμψη του ελληνικού πολιτισμού, την οποία το Βυζάντιο συντηρούσε επί εννέα αιώνες μετά από την επιλογή της Κωνσταντινούπολης ως πρωτεύουσας, έσβησε ξαφνικά».
Το ανίερο 1204 αποτελεί όμως και το αφετηριακό, «γενέθλιο ορόσημο» για τη συγκρότηση του Νέου Ελληνισμού, σε συνέχεια του αρχαίου και του βυζαντινού. Ένα «ορόσημο» στη βάση ενός αντιστασιακού πνεύματος, που επιδίωκε την ενοποίηση του Ελληνισμού. Για τους Έλληνες μπορεί το 1204 να σηματοδοτεί το τέλος της οικουμενικής αυτοκρατορίας του Βυζαντίου, θεωρείται όμως και «συμβατική απαρχή του νέου ελληνισμού».
Σε αντίθεση με το 1453, το 1204 εξακολουθεί όμως, για διάφορους λόγους, να παραμένει στα «χαμηλά» της συλλογικής μνήμης των σημερινών Ελλήνων. Αυτό όμως δεν σημαίνει, όπως έγραψε ο σπουδαίος βυζαντινολόγος Ράνσιμαν, πως δεν υπήρξε «μεγαλύτερο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας» από την Τέταρτη Σταυροφορία. Σε όλες αυτές τις αποτρόπαιες και ανίερες πράξεις εκτός από τους ιππότες και τους στρατιώτες σταυροφόρους συμμετείχαν φυσικά και Λατίνοι ηγούμενοι, κληρικοί και μοναχοί. Όπως γράφει μάλιστα ο ιστορικός και αυτόπτης μάρτυρας Νικήτας Χωνιάτης, ακόμα και οι Μωαμεθανοί μετά την κατάληψη της Ιερουσαλήμ υπήρξαν ευσπλαχνικότεροι απέναντι στους Χριστιανούς απ’ αυτούς που πίστευαν ότι ήταν στρατιώτες του Χριστού. Το 2000, ο Πάπας Ιωάννης Παύλος ο Β΄ ζήτησε, κατά την πρώτη και ιστορική επίσκεψή του στην Αθήνα, συγγνώμη για τις Σταυροφορίες και για την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204. Σχεδόν οκτώ αιώνες αργότερα!
Στις 12 Απριλίου 1204 Φράγκοι και Βενετοί σταυροφόροι κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη, την πρωτεύουσα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και τη λεηλάτησαν με μια πρωτόγνωρη μέχρι τότε στην παγκόσμια ιστορία καταστροφική μανία.