pixabay / digihanger |
Του Στέλιου Φενέκου
υποναυάρχου ε.α. - προέδρου Κοινωνίας Αξιών
Η κρίση της Κούβας (σε σχέση και με την τοποθέτηση πυραύλων στην Τουρκία) ακριβώς από αυτά τα διλήμματα δημιουργήθηκε και με αυτά τροφοδότησε τον τρόμο ενός πυρηνικού ολέθρου σε όλο το κόσμο επί δεκαετίες.
Πολλοί στρατηγικοί αναλυτές θεωρούσαν ότι το στρατηγικό αυτό ζήτημα είχε λήξει μεταψυχροπολεμικά και ότι οι συμφωνίες ελέγχου των πυρηνικών και περιορισμού της διασποράς τους θα τελείωναν μακροχρόνια την απειλή και τον τρόμο του αμοιβαίου ολέθρου.
Όμως γεράκια υπάρχουν παντού:
Και άλλες χώρες έκτοτε απέκτησαν πυρηνικά (κάποιοι ιέρακες μάλιστα πρότειναν να γίνει μεγαλύτερη διασπορά τους, για να υπάρχει μεγαλύτερος φόβος καταστροφής και άρα αποτροπή και ισορροπία). Ο φόβος να πέσουν στα χέρια ασταθών και ανεξέλεγκτων κυβερνήσεων, φονταμενταλιστικών καθεστώτων και κρατών ελεγχόμενων από τρομοκράτες συντήρησε στην ουσία την συζήτηση για την ανάγκη ελέγχου της απαγόρευσης κατασκευής και περιορισμού της διάδοσης τους.
Όμως κάποιες χώρες, και οι μεγάλες, έκαναν ότι μπορούσαν για να ξεγελάσουν με τεχνάσματα τους περιορισμούς που οι ίδιες προωθούσαν και ψήφιζαν με τυμπανοκρουσίες σε διεθνείς διασκέψεις.
Και ανέπτυξαν κρυφά και κάποτε φανερά πύραυλους ταχύτερους, πιο ευέλικτους, που δεν αντιμετωπίζονται και έχουν μεγαλύτερης ισχύος κεφαλές, διπλές και τριπλές.
Όμως τα τακτικά πυρηνικά όπλα κινήθηκαν προς την άλλη κατεύθυνση αν και αναπτύχθηκαν στην ίδια λογική - για να ξεπεράσουν τους περιορισμούς - τινάζοντας στον αέρα την στρατηγική σκέψη της πυρηνικής αποτροπής του μηδενικού αθροίσματος της αμοιβαίας καταστροφής που είχε αναπτυχθεί με τόσο κόστος επί δεκαετίες στην ψυχροπολεμική περίοδο.
Γιατί ένα τακτικό πυρηνικό έχει ελεγχόμενη καταστροφική ικανότητα (πλήρη στην περιοχή που ρίχνεται αλλά όμως περιορισμένη σε έκταση), με αποτέλεσμα να δοκιμάζει τις αντοχές του αντιπάλου σε ότι αφορά το πως θα εκλάβει την χρήση του και συνακόλουθα και τον τρόπο που θα απαντήσει. Πόσο μάλλον όταν η συζήτηση για τα τακτικά όπλα μεγάλης ισχύος δεν έχει ακόμη εξελιχθεί και ωριμάσει.
Σήμερα, η εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία πυροδότησε ξανά την παλιά συζήτηση που την είχαμε ξεχάσει, και πολλοί την θεωρούν ακόμη ως τελειωμένη.
Οι δύο αντίπαλες παρατάξεις όμως εξασκούνται ξανά, ξαναδοκιμάζουν παλιές και νέες επιχειρησιακές τακτικές για το πως θα μπορούν να προσβάλλουν τον αντίπαλο, τα στρατηγικά μέσα/φορείς ξαναζεσταίνουν τις μηχανές και εναλλακτικοί τρόποι αμοιβαίας προσβολής εξετάζονται.
Μερικούς μήνες πριν η Δύση δοκίμαζε τα στρατηγικά μέσα με μεγάλες ασκήσεις πυρηνικής προσβολής, σε απάντηση στις απειλές για χρήση πυρηνικών που εκτόξευε κάποιες στιγμές η Ρωσία.
Και τσέκαρε/ενεργοποίησε τις δυνατότητες προσβολής της Ρωσίας από διάφορες χώρες της ΕΕ (όπως Γερμανία, Ολλανδία, Ιταλία, Βέλγιο). Και όπως ήταν αναμενόμενο, η Τουρκία ξαναμπήκε στην παραδοσιακή συζήτηση, με πολλές όμως αμφισβητήσεις.
Είναι μεν στο ΝΑΤΟ αλλά είναι με την Δύση;
Σφιχταγκαλιάζεται με την Ρωσία και δεν συμμορφώνεται με τις κυρώσεις προς την Ρωσία. Μήπως είναι αναξιόπιστος σύμμαχος για να έχει πυρηνικά στο έδαφός της, ακόμη και αν αυτά ελέγχονται πλήρως από τους Αμερικανούς;
Όμως στην συζήτηση για το ποιες χώρες θα φιλοξενήσουν δυνατότητες εκτόξευσης πυρηνικών όπλων, μπήκαν και δορυφόροι της Ρωσίας, όπως έγινε προχθές με την Λευκορωσία, η κυβέρνηση της οποίας δεν δίστασε να το παραδεχθεί κιόλας, στην λογική ότι απειλείται από το ΝΑΤΟ και χρειάζεται να μετέχει σε μία αποτρεπτική ομπρέλα με την Ρωσία.
Το πρόβλημα είναι ότι έχει μπει και η Ελλάδα στην συζήτηση αυτή, όπως δειλά-δειλά δημοσιεύεται στον ξένο τύπο από αναλυτές.
Με τόσες ευκολίες (βάσεις τις λένε κάποιοι εδώ) που δίνουμε στις ΗΠΑ (προσέξτε όχι στις ΝΑΤΟϊκες δομές, αλλά στις ΗΠΑ), μήπως μας υπολογίζουν για δυνητικό δέκτη/φορέα πυρηνικών βλημάτων;
Όχι οπωσδήποτε για να τα ρίξουμε από εδώ, αλλά για αποθήκευση κατ΄ αρχάς, για άμεση/κοντινότερη δυνατότητα μεταφοράς και χρήσης τους από εναλλακτικές τοποθεσίες στην Ευρώπη.
Μήπως θεωρούν ότι κάποιες εγκαταστάσεις που εκσυγχρονίστηκαν και κάποια από τα νέα αεροσκάφη μας που αναβαθμίζουμε θα μπορούν να παίξουν κι αυτόν τον ρόλο;
Πολύ πιθανόν, πόσο μάλλον όταν αυτή η συζήτηση φαίνεται ότι έχει ξεκινήσει, όπως ακούγεται από τις αναπόφευκτες διαρροές.
Θα ήταν εξαιρετική αφέλεια εάν υπήρχε Ελληνική κυβέρνηση που θα ενέδιδε σε μία τέτοια απαίτηση από τις ΗΠΑ.
Πόσο μάλλον εάν τα ανταλλάγματα θα ήταν συντριπτικά ετεροβαρή ως προς τους κινδύνους που έχει μία τέτοια επιλογή.