Aπό: Πρώτο Θέμα - Μιχάλης Στούκας
Μία από τις σημαντικότερες νίκες των Ελλήνων κατά το πρώτο χρονικό
διάστημα της Επανάστασης του 1821 ήταν η επιτυχία τους επί των Τούρκων
στο Βαλτέτσι στις 12-13 Μαΐου 1821. Με τη μάχη αυτή θα ασχοληθούμε στο
σημερινό μας άρθρο.
Η Επανάσταση στον Μοριά τον Απρίλιο του 1821
Τον Απρίλιο του 1821 έφτασαν στην Πελοπόννησο ισχυρά τουρκικά στρατεύματα υπό τον Γιουσούφ πασά και τον Μουσταφά, κεχαγιάμπεη (επιτελάρχη) του Χουρσίτ πασά που πολεμούσε στα Γιάννενα τον Αλή πασά. Ο κεχαγιάμπεης διέλυσε την πολιορκία της Πάτρας, του Ακροκόρινθου και του Ναυπλίου και κατέλαβε το Άργος. Ωστόσο επίκεντρο του Αγώνα ήταν η Αρκαδία και η πρωτεύουσά της Τριπολιτσά. Ο Μουσταφά, «καλός τερτιπλής (=επιδέξιος) και πολεμικός» κατά τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη μπήκε θριαμβευτικά στην πόλη με 3.500 άνδρες στις 6 Μαΐου 1821 αναπτερώνοντας το ηθικό των Τούρκων που πίστευαν πλέον ότι η ελληνική επανάσταση είχε καταπνιγεί. Ο Κολοκοτρώνης προβλέποντας ότι η σύγκρουση δεν θ’ αργούσε ενίσχυσε τα στρατόπεδα στην Πιάνα με αρχηγό τον Ανδρέα Παπαδιαμαντόπουλο και στο Λεβίδι.
Συγχρόνως ο Κολοκοτρώνης πρότεινε να καταληφθεί και πάλι το Βαλτέτσι που
είχε εγκαταλειφθεί στις 24 Απριλίου. Ο «Γέρος του Μοριά» είχε
αντιληφθεί τη στρατηγική σημασία της θέσης αυτής. Αντίθετα οι οπλαρχηγοί
των Βερβαίνων επέμεναν να καταληφθεί το Ζέλι, νότια της λίμνης Τάκας.
Ενώ όμως οι Κυριακούλης και Ηλίας Μαυρομιχάλης κατευθύνονταν προς τα
εκεί έλαβαν εντολή από τον Θ. Κολοκοτρώνη να σπεύσουν στο Βαλτέτσι.
Η οχύρωση του Βαλτετσίου
Στις 10 Μαΐου 1821 αφού συγκεντρώθηκαν κι άλλοι οπλαρχηγοί εκεί, το
Βαλτέτσι ανακαταλήφθηκε και αποφασίστηκε κατασκευή κλειστών προμαχώνων
(ταμπουριών) στους λόφους γύρω από το χωριό, η οχύρωση της εκκλησίας στο
κέντρο του Βαλτετσίου καθώς επίσης και λίγων σπιτιών. Τον ανατολικό
προμαχώνα στο Χωματοβούνι κατέλαβαν ο Ηλίας και ο Κυριακούλης
Μαυρομιχάλης, τον δυτικό ο γηραιός, 76χρονος τότε Δημήτριος Πέτροβας,
γνωστότερος ως Μητροπέτροβας, το «καλύτερο τουφέκι της Μεσσηνίας», ο
Παπατσώνης και άλλοι Μεσσήνιοι, ενώ στον βορειοανατολικό προμαχώνα
τοποθετήθηκαν οι Φλεσσαίοι και Γορτύνιοι οπλαρχηγοί. Τέλος στην εκκλησία
του χωριού τοποθετήθηκαν οι Μπουραίοι. Γενικός αρχηγός του στρατοπέδου
ορίστηκε ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης. Ταυτόχρονα στην επάνω Χρέπα των
Τρικόρφων τοποθετήθηκε σκοπιά για να ειδοποιήσει έγκαιρα με καπνούς κατά
το αρχαίο σύστημα των φρυκτωριών, για πιθανή άφιξη των Τούρκων.
Υπήρχαν διαφωνίες από κάποιους οπλαρχηγούς για τη δημιουργία των
ταμπουριών αλλά ο Κολοκοτρώνης απάντησε σκληρά «Κάλλιο να χωθείτε στα
πηγάδια. Γιατί τις προάλλες οι Τούρκοι επήραν στο φτερό τους Έλληνες.
Γιατί δεν είχαν κλειστά ταμπούρια. Αν κλειστείτε στα σπίτια (κάτι που
ζήτησαν οι άλλοι οπλαρχηγοί), το στράτευμα κομματιάζεται και αδυνατίζει
γιατί τα σπίτια είναι πολλά. Και όταν οι Τούρκοι τριγυρίσουν το χωριό
και πιάσουν τα καταρράχια σεις τι θα κάνετε μέσα στα σπίτια; Σας λέγω
λοιπόν να πιάσετε τα καταρράχια και να δυναμώσετε την εκκλησία γιατί
αλλιώς χανόμαστε. Εγώ τότε σας έρχομαι απέξω ιμτάτι και μη φοβόσαστε.
Σας παίρνω στον λαιμό μου». Ανάμεσα σε αυτούς που διαφωνούσαν με τον
Κολοκοτρώνη ήταν ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, αλλά καθώς ο ανιψιός του
Ηλίας επέμενε για οχύρωση στο Βαλτέτσι, τον ακολούθησε αφού ο πατέρας
του Ηλία και αδελφός του Πετρόμπεης, του είχε δώσει εντολή να μην αφήσει
ποτέ τον νεαρό μόνο του…
Ψυχή και νους όλης της οργάνωσης ήταν ο Κολοκοτρώνης που έτρεχε παντού:
«… εκοιμόμουν εις το Βαλτέτσι, εγευμάτιζα στην Πιάνα κι εδείπναγα στο
Χρυσοβίτσι», γράφει χαρακτηριστικά.
Ο προδότης χωρικός
Ο κεχαγιάμπεης πληροφορήθηκε όσα γίνονταν στο Βαλτέτσι από έναν Έλληνα
προδότη. Επρόκειτο για έναν χωρικό από τα Τσιπιανά που το
χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες οπλαρχηγοί ως γραμματοκομιστή μεταξύ Πιάνας
και Μύλων του Άργους. Επρόκειτο ουσιαστικά για αλληλογραφία μεταξύ
Κολοκοτρώνη και Μπουμπουλίνας που ήταν επικεφαλής της πολιορκίας του
Ναυπλίου από τη θάλασσα και μέσω αυτής με την Ύδρα και τις Σπέτσες. Ο
γραμματοκομιστής φεύγοντας από την Πιάνα με γράμματα για την
Μπουμπουλίνα περνούσε από την Τρίπολη και τα έδειχνε στον κεχαγιάμπεη.
Έτσι αυτός γνώριζε τις κινήσεις των Ελλήνων. Όμως στις επιστολές υπήρχαν
υπερβολικές αναφορές για τις ελληνικές δυνάμεις και ο κεχαγιάμπεης
δίστασε να επιτεθεί αμέσως στο Βαλτέτσι. Ο προδότης συνελήφθη και
οδηγήθηκε στον Κολοκοτρώνη. Παραδέχθηκε την ενοχή του και έδωσε χρήσιμες
πληροφορίες για τη δύναμη των Τούρκων και όσα σχέδιά τους γνώριζε.
Ο Κολοκοτρώνης τον έδεσε στην ουρά του αλόγου του και τον μετέφερε από
την Πιάνα στο Χρυσοβίτσι. Εκεί τον παρέδωσε για φύλαξη στον Κωνσταντίνο
Λάπα που καταγόταν από την Ακαρνανία. Ο Γέρος του Μοριά σκόπευε να τον
χρησιμοποιήσει για να στείλει επιστολή στον κεχαγιάμπεη. Όμως ο Λάπας
τον σκότωσε αφού του έκοψε τη γλώσσα από τη ρίζα…
Ο… ερωτευμένος κεχαγιάμπεης εκστρατεύει εναντίον του Βαλτετσίου
Ο κεχαγιάμπεης χρονοτριβούσε λόγω των παραπλανητικών στοιχείων που
υπήρχαν στις επιστολές των Ελλήνων, αλλά και λόγω του ότι ήταν τρελά
ερωτευμένος με μια χανούμισσα από το χαρέμι του Χουρσίτ. Μάλιστα αυτός
ήταν ο λόγος που ζήτησε ο ίδιος να πάει στην Τριπολιτσά. Κάποια στιγμή
τελικά αποφάσισε να κινηθεί κατά του Βαλτετσίου. Σκόπευε να εξοντώσει
τους Έλληνες που βρίσκονταν εκεί για να μην απειλείται η Τριπολιτσά και
στη συνέχεια να υποτάξει τη Μεσσηνία και τη Μάνη. Έπειτα θα επέστρεφε
στη Μεγαλόπολη θριαμβευτής. επρόκειτο για το ίδιο σχέδιο που είχαν
εφαρμόσει με επιτυχία οι Τούρκοι για την κατάπνιξη του κινήματος των
Ελλήνων κατά τα Ορλοφικά. Μαζί του ο κεχαγιάμπεης πήρε τον Αχμέτ-μπέη
της Κορώνης και τον Κιαμήλ-μπέη της Κορίνθου. Ήταν βέβαιος ότι θα
κατέπνιγε την επανάσταση στον Μοριά και θα λάμβανε τις σχετικές
ανταμοιβές.
Οι δυνάμεις που είχε δικαιολογούσαν την αισιοδοξία του. Υπήρχαν στην
Τριπολιτσά 7.000 Τούρκοι που αποτελούσαν τη φρουρά της πόλης, 1.500
ένοπλοι από το Φανάρι, την Καρύταινα και το Λεοντάρι, 1.500 από τον
Μυστρά και 900 κεχαγιάδες (αξιωματικοί του οθωμανικού ιππικού) και
σωματοφύλακες των αγάδων καθώς και ο στρατός του ίδιου του κεχαγιάμπεη
που τον αποτελούσαν αποκλειστικά Αλβανοί. Ο Μουσταφά χρησιμοποίησε
12.000 άνδρες και σχημάτισε πέντε τάγματα (δύο από 3.000 και τρία από
2.000). Επρόκειτο ένα πολύ επικίνδυνο στράτευμα όχι μόνο λόγω του
μεγάλου πλήθους του αλλά και καθώς σ’ αυτό συμπεριλαμβάνονταν ικανοί
αξιωματικοί και άριστοι γνώστες της γεωγραφίας της περιοχής.
Η μάχη του Βαλτετσίου (12-13 Μαΐου 1821)
Από την άλλη πλευρά οι Έλληνες στο Βαλτέτσι ήταν 2.300. Η μαχητικότητα
των περισσότερων όμως ήταν αμφίβολη. Κάποιοι απ’ αυτούς σε προηγούμενες
μάχες υπό τους ίδιους αρχηγούς έφευγαν τρέχοντας μόλις έβλεπαν Τούρκο.
Άλλοι δεν είχαν ντουφέκια αλλά και τα πολεμοφόδια ήταν ελλιπή. Ο
Νικηταράς είχε πάει στο Άργος για να φέρει μολύβι από τα μολυβδοσκέπαστα
τζαμιά της πόλης. Είχαν ήδη λιώσει για να φτιάξουν βόλια, τα βαρίδια
από τις ζυγαριές, τα κροντήρια, τα παγούρια και όλα τα άλλα είδη που
μπορούσαν να προσφέρουν μέταλλα. Το μεγάλο πλεονέκτημα των Ελλήνων ήταν η
στρατηγική τους διάταξη σε θέσεις που είχε υποδείξει ο Κολοκοτρώνης.
Την αυγή της 12ης Μαΐου 1821 η σκοπιά της Επάνω Χρέπας έδωσε το σημάδι
της εξόδου του κεχαγιάμπεη. Άναψαν δύο φωτιές κάτι που σήμαινε ότι οι
Τούρκοι κατευθύνονταν προς το Βαλτέτσι.
Πρώτοι βγήκαν από την Τριπολιτσά άνδρες από τα Μπαρδουνοχώρια (χωριά
στο ΝΔ άκρο του νομού Λακωνίας) συνοδευόμενοι από τον Μουραμπούτη από
την Κυπαρισσία. Μαζί τους ήταν επίσης άνδρες από το Φανάρι και την
Καρύταινα. Το δεύτερο σώμα από έφιππους και πεζούς κατευθύνθηκε προς
τους Αραχαμίτες και το τρίτο έσπευσε να καταλάβει το Φραγκόβρυσο για ν’
αποκόψει τη συγκοινωνία του Βαλτετσίου με τα Βέρβαινα. Υπήρχαν δύο
σώματα ακόμα. Το τέταρτο με εντολή να βοηθήσει το πρώτο σώμα από το
Καλογεροβούνι και το πέμπτο με 3.000 άνδρες, τα ορειβατικά πυροβόλα και
τα πολεμοφόδια.
Ο Κολοκοτρώνης είδε σινιάλο από την Επάνω Χρέπα ενώ βρισκόταν στο
Χρυσοβίτσι και ξεκίνησε με 800 άνδρες για το Βαλτέτσι. Ο Ρουμπής με τους
άνδρες του επιτέθηκαν εναντίον του Μητροπέτροβα και των Μεσσηνίων.
Έλληνες και Τούρκοι βρίσκονταν πολύ κοντά όταν οι Τούρκοι προσπάθησαν να
μεταπείσουν τους Έλληνες ζητώντας τους να παραδοθούν χωρίς συνέπειες:
«Εμείς είμαστε γειτόνοι, ο Ρουμπής από τα Μπαρδούνια και ο Μουραμπούτης
από την Αρκαδιά (Κυπαρισσία) και να μην χαρούμε την παλικαριά μας και τα
νιάτα μας αν θέλουμε να σας γελάσουμε. Μόνο ακούστε τις ορμήνειες
(συμβουλές, νουθεσίες) μας». Οι Έλληνες απτόητοι απάντησαν: «Βρε
Τούρκοι, το καλό που σας θέλουμε, δώστε μας τ’ άρματά μας αν θέλετε να
σας χαρίσουμε τη ζωή και να σας στείλουμε όθε θέλετε. Γιατί θα μας
παρακαλείτε ύστερα και δεν θα σας ακούμε. Και πάνε και εκείνα που
ξέρατε».
Η τελευταία φράση δείχνει ότι οι Έλληνες ήταν πλέον αποφασισμένοι να
πολεμήσουν και όχι να φύγουν όπως στο παρελθόν. Αμέσως μετά 14 Τούρκοι
σημαιοφόροι προσπάθησαν να καρφώσουν τα κοντάρια με τις σημαίες τους στο
ελληνικό οχύρωμα. Δέχτηκαν όμως σφοδρά πυρά και έπεσαν νεκροί. Η πρώτη
και η δεύτερη έφοδος των Τούρκων αναχαιτίστηκαν. Ο Κολοκοτρώνης έστειλε
τον Θεόδωρο Καρδαρά, έφιππο με μια σημαία στη ράχη του Βαλτετσίου για να
αντιληφθούν οι Έλληνες ότι φτάνει βοήθεια. Πραγματικά, ζήτησε από τον
Δημήτριο Πλαπούτα και τον Κανέλλο Δεληγιάννη να σπεύσουν στο Βαλτέτσι. Ο
Ρουμπής συγκέντρωσε και άλλες δυνάμεις για να κυκλώσει το Βαλτέτσι.
Όμως μιάμιση ώρα μετά την έναρξη της μάχης έφτασε στο Βαλτέτσι ο
Κολοκοτρώνης που με τους άνδρες του χτυπούσε τα νώτα του εχθρού. Το ίδιο
έκανε και το τμήμα που είχε αρχηγό τον Πλαπούτα. Ο κεχαγιάμπεης
θορυβημένος έστειλε άλλους 1.500 άνδρες για ενίσχυση του Ρουμπή.
Πλησίαζε η δύση του ήλιου και όλα έδειχναν ότι κανένας από τους δύο
αντιπάλους δεν ήταν διατεθειμένος να υποχωρήσει. Τότε ο Κολοκοτρώνης
ανέβηκε σε ένα ύψωμα, γνωστό μέχρι σήμερα ως «του Κολοκοτρώνη το βουνό»
και φώναξε προς τον Μητροπέτροβα: «Μπάρμπα Μήτρο έρχεται ο Κολοκοτρώνης
με δέκα χιλιάδες και ο Πετρόμπεης με όλους τους Μανιάτες. Βαστάτε και
σας φέρνω απ’ όλα».
Ο Μητροπέτροβας απάντησε με μια μπαταριά. Αν και γεννημένος το 1745 (!)
ήταν ιδιαίτερα εύστοχος σκοτώνοντας πολλούς έφιππους Τούρκους. Ήταν
αδελφοποιτός και φίλος του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη, πατέρα του Θεόδωρου
τον οποίο μεγάλωσε και μύησε στα μυστικά της πολεμικής τέχνης.
Τη νύχτα ο Κολοκοτρώνης έκανε αιφνιδιαστική έφοδο έχοντας μαζί του και
ζώα φορτωμένα με ψωμί, ψημένα κρέατα και πολεμοφόδια. Η φωνή του
ακούστηκε ξανά τρομοκρατώντας τους Αλβανούς αντιπάλους. Γράφει
χαρακτηριστικά ο Διονύσιος Κόκκινος:
-«Ζωντανούς θα σας πιάσω. Είμαι ο Κολοκοτρώνης!
- Ποιος είσαι; Ηρώτησαν αιφνιδιασθέντες οι Αλβανοί.
- Ο Κολοκοτρώνης.
Ηνοίχθη αμέσως δίοδος από τον τρόμον και ο Κολοκοτρώνης επέρασεν. Η
παρουσία του αρχηγού εν μέσω των μαχομένων εις τους προμαχώνας
επροκάλεσεν ενθουσιασμόν».
Μετά τα μεσάνυχτα έφτασαν με 300 άνδρες από τα Βέρβαινα ο Α.
Μαυρομιχάλης, ο Π. Βαρβιτσιώτης, ο Α. Κουμουστιώτης, ο Πουλικάκος και ο
Σ. Καλογωνιώτης χτυπώντας τους Τούρκους από τα νώτα. Ο Βαρβιτσιώτης και ο
Πουλικάκος μπήκαν με 17 άνδρες στο Βαλτέτσι και ενημέρωσαν τους
πολεμιστές ότι σύντομα φτάνει και άλλη βοήθεια. Πραγματικά το πρωί
έφτασαν ο Π. Γιατράκος, ο Α. Κονδάκης και ο επίσκοπος Βρεσθένης με 400
άνδρες. Η μάχη συνεχιζόταν όλη τη νύχτα διευκολυνόμενη από το φεγγάρι
και το πρωί έγινε πιο σφοδρή.
Οι προσπάθειες των Τούρκων αποτύγχαναν. Ο Ρουμπής είχε αποκλειστεί από
όλες τις πλευρές από τους Έλληνες. Από τη λίμνη Τάκα φάνηκαν κι άλλες
ελληνικές δυνάμεις: ο Νικηταράς, ο Κ. Μαυρομιχάλης, ο Γ. Κολοκοτρώνης, ο
Σ. Παπαφώτης και ο αρχιμανδρίτης Ιερόθεος Αθανασόπουλος με 300 άνδρες.
Παράλληλα άλλοι 500 Αρκάδες υπό τον Λάμπρο Ριζιώτη κινήθηκαν προς το
Βαλτέτσι. Ο Ρουμπής απελπισμένος και φοβούμενος ολική καταστροφή έκανε
σήματα με ρυθμική ανάφλεξη πυρίτιδας προς τον κεχαγιάμπεη για υποχώρηση.
Αυτό και έγινε με εντολή του κεχαγιάμπεη. Πανικόβλητοι οι Τούρκοι ενώ
τους καταδίωκαν οι Έλληνες πετούσαν τα ασημένια τους πιστόλια και τα
γιαταγάνια για να σωθούν. Πολλοί Έλληνες εγκατέλειψαν την καταδίωξη και
άρχισαν να μαζεύουν τα πολύτιμα όπλα και τα γιαταγάνια που πετούσαν οι
Τούρκοι. Μόνο το σώμα του Πλαπούτα συνέχισε την καταδίωξη σχεδόν ως την
Τριπολιτσά. Οι Τούρκοι κλείστηκαν στην πρωτεύουσα της Αρκαδίας έχοντας
14 νεκρούς (Δ. Κόκκινος, ο Σαράντος Καργάκος κάνει μνεία για 600
νεκρούς), 635 τραυματίες και αφού εγκατέλειψαν όπλα που ήταν αρκετά για
να εφοδιαστούν με αυτά 4.000 Έλληνες! Οι ελληνικές δυνάμεις είχαν μικρές
απώλειες: 4 νεκρούς και 17 τραυματίες. Κατά το τέλος της μάχης έφτασαν
από το Λεβίδι στην Πιάνα ο Ζαΐμης, ο Κανακάρης, ο Χαραλάμπης και οι
Πετμεζαίοι με 1.000 άνδες για να βοηθήσουν τους μαχόμενους. Όλοι είχαν
κατανοήσει τη σημασία της εξόδου του κεχαγιάμπεη και όταν έμαθαν ότι
γίνεται μάχη στο Βαλτέτσι έσπευσαν να πάρουν μέρος.
Αυτή ήταν η πρώτη σημαντική νίκη του Αγώνα. Πρωταγωνιστές της ήταν ο
Ηλίας Μαυρομιχάλης και ο Μητροπέτροβας. Μετά το τέλος της μάχης που
διήρκησε 23 ώρες (!) ο Κολοκοτρώνης κατανοώντας τη σημασία της νίκης
μίλησε συγκινημένος προς τους νικητές. Όπως γράφει στα απομνημονεύματά
του, τους είπε μεταξύ άλλων ότι η μέρα αυτή πρέπει να καθαγιασθεί με
νηστεία όλων και να γιορτάζεται η επέτειός της εις «αιώνας αιώνων, έως
ότου στέκει το Έθνος διότι ήτο η ελευθερία της Πατρίδος».
Η σημασία της ελληνικής νίκης στο Βαλτέτσι
α) η μάχη του Βαλτετσίου ήταν η πρώτη «τακτική μάχη» και κόστισε στους
Τούρκους τις πρώτες τους μεγάλες απώλειες, σε έμψυχο δυναμικό και όπλα
τα οποία έλυσαν ως ένα βαθμό το οξύ πρόβλημα του εξοπλισμού των Ελλήνων,
β) η νίκη στο Βαλτέτσι έδωσε αυτοπεποίθηση στους Έλληνες. Αν χανόταν η μάχη αυτή, η Επανάσταση πιθανότατα θα έσβηνε,
γ) δεν έσπασε ο κλοιός γύρω από την Τριπολιτσά και οι Τούρκοι
πολιορκήθηκαν πιο στενά. Τα γύρω στρατόπεδα λειτουργούσαν ως πολεμικά
σχολεία. Οι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι εξασκούνταν στη σκοποβολή και
μετά το τέλος της εκπαίδευσης ο Κολοκοτρώνης τους έκανε κατήχηση,
δ) επιβλήθηκε το σχέδιο του Κολοκοτρώνη, ο οποίος χωρίς τυπικό τίτλο,
αναγνωρίστηκε ως ο πολεμικός ηγέτης της Επανάστασης και από τότε άρχισε
να προσφωνείται «Γέρος», ως ένδειξη τιμής και σεβασμού.
Πάντως η μάχη στο Βαλτέτσι ίσως να μην είχε νικηφόρα έκβαση για τους
Έλληνες , αν λίγες μέρες νωρίτερα (8 Μαΐου 1821), ο Οδυσσέας Ανδρούτσος
δεν είχε σταματήσει με 118 άνδρες τον στρατό του Ομέρ Βρυώνη, από 9.000
άνδρες… Αν ο Ομέρ Βρυώνης είχε φτάσει τότε στον Μοριά, η πορεία της
Επανάστασης θα ήταν εντελώς διαφορετική…
Πηγές: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, Τ. ΙΒ, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ
ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ Α. ΚΟΚΚΙΝΟΥ, «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΝΑΣΤΑΣΙΣ», Έκτη έκδοση, Εκδοτικός οίκος ΜΕΛΙΣΣΑ
ΣΑΡΑΝΤΟΣ Ι. ΚΑΡΓΑΚΟΣ, «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821», Β’ ΜΕΡΟΣ