Ο ρόλος του Καποδίστρια ώστε να μην καταπνιγεί η Επανάσταση από την Ιερά Συμμαχία
Κρίσιμη η de facto αναγνώριση από τη Μεγάλη Βρετανία το 1823
Πρωτόκολλο της Πετρούπολης και Συνθήκη του Λονδίνου αναγνώρισαν την ελληνική οντότητα
Η επίσημη έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης σηματοδοτήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου 1821, όταν ο υπασπιστής του Τσάρου και ηγέτης του Ιερού Λόχου Αλέξανδρος Υψηλάντης, αφού διέσχισε τον ποταμό Προύθο – το φυσικό σύνορο μεταξύ της Ρωσίας και των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών (Μολδαβία και Βλαχία), που αποτελούσαν οθωμανικά εδάφη –, εισήλθε στη Μολδαβία και εξέδωσε την προκήρυξη «Μάχου Υπέρ Πίστεως και Πατρίδος», με την οποία καλούσε τους Έλληνες σε ξεσηκωμό εναντίον της Υψηλής Πύλης.
Από: Το Ποντίκι - Μιχαήλ Εμμανουήλ Δημάκας
Εκείνη την περίοδο η διεθνής συγκυρία υπήρξε εξαιρετικά δυσμενής για τους Έλληνες επαναστάτες, καθώς τα νήματα της ευρωπαϊκής διπλωματίας κινούνταν από τις δυνάμεις της Ιεράς Συμμαχίας (Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία, Αυστρία και Πρωσία), που επιθυμούσαν να επιβάλουν την καθορισθείσα από το Συνέδριο της Βιέννης (1814 – 1815) ευρωπαϊκή ισορροπία καταπνίγοντας κάθε επαναστατικό κίνημα στην Ευρώπη με ένοπλη επέμβαση.
Η είδηση της Ελληνικής Επανάστασης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες έγινε γνωστή στις δυνάμεις της Ιεράς Συμμαχίας την περίοδο που αυτές συνεδρίαζαν στο Λάιμπαχ (σημερινή Λιουμπλιάνα) προκειμένου να εξεύρουν τρόπους αντιμετώπισης των εξεγέρσεων που είχαν ξεσπάσει στην Ιταλική και στην Ιβηρική Χερσόνησο.
Στο Συνέδριο του Λάιμπαχ σύσσωμοι οι ευρωπαϊκοί δυναστικοί οίκοι καταδίκασαν την Ελληνική Επανάσταση χαρακτηρίζοντάς την ως σοβαρή απειλή για την ισορροπία ισχύος στη Γηραιά Ήπειρο, ενώ μία ευάριθμη – πλην όμως ισχυρή – ομάδα εκπροσώπων της Ιεράς Συμμαχίας, φίλα προσκείμενη στην Υψηλή Πύλη, πίεζε προς την κατεύθυνση της στρατιωτικής καταστολής της. Αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμα και η Ρωσία, η οποία θα επωφελούνταν από μία ενδεχόμενη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έσπευσε να διαγράψει από τους καταλόγους των αξιωματικών της τον Υψηλάντη και να επιτρέψει στους Οθωμανούς να μεταφέρουν στρατεύματα στη Μολδοβλαχία προκειμένου να καταπνίξουν την επανάσταση.
Παρά το δυσμενές κλίμα που είχε διαμορφωθεί, προέκυψαν δύο σημαντικά κέρδη για τον Αγώνα:
● Το πρώτο ήταν ότι οι κρίσιμοι διπλωματικοί χειρισμοί του Ιωάννη Καποδίστρια, που μετείχε στο συνέδριο ως υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, συνέβαλαν στο να διαχωριστεί η Ελληνική Επανάσταση από τα υπόλοιπα επαναστατικά κινήματα της Ευρώπης, με αποτέλεσμα να αποτραπεί η καταστολή της από τις στρατιωτικές δυνάμεις της Ιεράς Συμμαχίας.
● Το δεύτερο ήταν ότι το κίνημα του Υψηλάντη στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, παρά την αποτυχία του (που οφειλόταν σε σημαντικό βαθμό τόσο στην αποσκίρτηση του ηγέτη των Βλάχων επαναστατών Τούντορ Βλαντιμιρέσκου όσο και στην προδοσία του οπλαρχηγού Σάββα Φωκιανού που μεταπήδησε στο οθωμανικό στρατόπεδο), λειτούργησε ως ο τέλειος αντιπερισπασμός, καθώς οι οθωμανικές δυνάμεις εστίασαν αποκλειστικά στην κατάπνιξή της με αποτέλεσμα να δοθεί πολύτιμος χρόνος στον υπόδουλο ελλαδικό ελληνισμό να οργανώσει μία πολύ πιο γενικευμένη εξέγερση, που θα οδηγούσε τελικά στην απελευθέρωσή του.
Η πορεία της Ελληνικής Επανάστασης και η συμβολή του Τζορτζ Κάνινγκ
Στον ελλαδικό χώρο ο ένοπλος αγώνας των επαναστατημένων Ελλήνων εξελισσόταν με γοργούς ρυθμούς, καθώς οι συνθήκες που επικρατούσαν εκεί ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκές. Συγκεκριμένα η περιοχή της Πελοποννήσου, που αποτέλεσε το βασικό προπύργιο των επαναστατών κατά τα πρώτα χρόνια της επανάστασης, διέπετο από ένα καθεστώς σχεδόν πλήρους αυτονομίας.
Οι Έλληνες αγρότες ήλεγχαν το μεγαλύτερο μέρος των καλλιεργήσιμων εκτάσεων, ενώ παράλληλα υπήρχε και μεγάλος αριθμός στρατιωτικών, κυρίως στην περιοχή της Μάνης. Σε ό,τι αφορά την τάξη των προυχόντων, διέθετε σημαντική οικονομική και πολιτική ισχύ, πράγμα που της επέτρεπε να διαπραγματεύεται επί ίσοις όροις με τους ανώτατους αξιωματούχους της οθωμανικής διοίκησης. Επιπρόσθετα η Πελοπόννησος αποτελούσε σημαντικό δίαυλο επικοινωνίας με τα ελληνικά νησιά, τα οποία απήλαυαν δικαιωμάτων αυτοδιοίκησης.
Αντίθετα, σε διπλωματικό επίπεδο, η ελληνική υπόθεση έμοιαζε καταδικασμένη, ιδιαίτερα μετά την απόφαση του Ιωάννη Καποδίστρια να παραιτηθεί από τη θέση του υπουργού Εξωτερικών της Ρωσίας.
Ο Αυστριακός καγκελάριος Κλέμενς Φον Μέτερνιχ, εκμεταλλευόμενος το κενό του Καποδίστρια – η διπλωματική δεινότητα και το πολιτικό εκτόπισμα του οποίου θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντιστάθμισμα στην πολιτική της Ιεράς Συμμαχίας – κατόρθωσε να κινήσει τα νήματα στο Συνέδριο της Βερόνας (φθινόπωρο του 1822), όπου με συνοπτικές διαδικασίες καταδικάστηκαν η Ελληνική Επανάσταση και τα επαναστατικά κινήματα στην Ιταλική και στην Ιβηρική Χερσόνησο.
Και ενώ οι εξελίξεις προοιωνίζονταν την τελμάτωση του ελληνικού ζητήματος, η εντελώς απροσδόκητη αλλαγή στάσης της Μεγάλης Βρετανίας μετά την ανάληψη της διεύθυνσης του υπουργείου εξωτερικών από τον Τζορτζ Κάνινγκ μετέβαλε τις διπλωματικές ισορροπίες προς όφελος των Ελλήνων επαναστατών.
Ο διορατικός και φιλέλληνας Κάνινγκ προείκασε ότι η Ελληνική Επανάσταση θα μπορούσε να αποτελέσει μίας πρώτης τάξεως ευκαιρία για τη Μεγάλη Βρετανία να διευρύνει την ισχύ στην περιοχή της Μεσογείου και να κατορθώσει μελλοντικά να κατευθύνει τις εξελίξεις γύρω από το Ανατολικό Ζήτημα. Εν τέλει, τον Μάρτιο του 1823, η Μεγάλη Βρετανία, αποδεικνύοντας εμπράκτως τη μεταστροφή της πολιτικής της απέναντι στον ελληνικό αγώνα, αναγνώρισε τον αποκλεισμό των οθωμανικών ακτών από τους Έλληνες επαναστάτες. Η πράξη αυτή αποτέλεσε μία de facto αναγνώριση της Ελληνικής Επανάστασης.
Λίγο αργότερα, η χορήγηση των δύο δανείων της ανεξαρτησίας αποτέλεσε μία τρανή επιβεβαίωση της υποστηρικτικής στάσης των Βρετανών έναντι των επαναστατών. Τα δάνεια αυτά, παρά τους επαχθείς όρους, συνιστούσαν μία πολιτική επιτυχία για την ελληνική πλευρά, αφενός διότι λειτούργησαν ως «οικονομική ένεση» για τον επαναστατικό αγώνα, αφετέρου διότι ισχυροποίησαν το ενδιαφέρον των Βρετανών δανειστών για την επίτευξη της ελληνικής ανεξαρτησίας, καθώς αυτή αποτελούσε τη μοναδική «εγγύηση» είσπραξης κεφαλαίων και τόκων.
Η διπλωματική εμπλοκή της Ρωσίας
Η μεταστροφή της εξωτερικής πολιτικής της Μεγάλης Βρετανίας προκάλεσε τον έντονο προβληματισμό της Ρωσίας, η οποία θεώρησε πως η βρετανική εμπλοκή στην Ελληνική Επανάσταση μπορούσε να αποτελέσει μία έμμεση προσπάθεια υπονόμευσης των γεωστρατηγικών της συμφερόντων. Ο Τσάρος Αλέξανδρος Α’, σε μία προσπάθειά του να αποκτήσει το πάνω χέρι στη διπλωματική κονίστρα, κατέθεσε στις αρχές του 1824 ένα υπόμνημα προς τις Μεγάλες Δυνάμεις και την Υψηλή Πύλη, το οποίο περιελάμβανε μία σειρά προτάσεων αναφορικά με την επίλυση του ελληνικού ζητήματος.
Βάσει αυτού του υπομνήματος (που έμεινε στην ιστορία ως «Σχέδιο Τριών Τμημάτων») θα συγκροτούνταν στον ελλαδικό χώρο τρεις αυτόνομες κρατικές οντότητες, κατά τα πρότυπα του διοικητικού καθεστώτος που ίσχυε στη Μολδοβλαχία. Ειδικότερα, το πρώτο κρατίδιο θα περιελάμβανε τις περιοχές της Θεσσαλίας, της Βοιωτίας και της Αττικής, το δεύτερο τις περιοχές της Ηπείρου και της Αιτωλοακαρνανίας και το τρίτο τις περιοχές της Πελοποννήσου και της Κρήτης.
Επίσης, στο ρωσικό υπόμνημα γινόταν λόγος για παροχή ειδικού καθεστώτος αυτονομίας στα νησιά του Αιγαίου. Τα τρία αυτά κρατίδια θα υπέκειντο σε καθεστώς ονομαστικής επικυριαρχίας από τον σουλτάνο, ο οποίος θα εισέπραττε φόρο υποτέλειας. Επίσης, οι Έλληνες θα απήλαυαν του προνομίου της αποκλειστικής διοίκησης των κρατιδίων, θα είχαν τη δική τους σημαία και θα εκπροσωπούνταν από τον Οικουμενικό Πατριάρχη.
Οι υπόλοιπες Μεγάλες Δυνάμεις, αν και δεν απέρριψαν κατηγορηματικά το σχέδιο του Τσάρου, επέλεξαν να μην το προωθήσουν, καθότι γνώριζαν ότι η αποδοχή ενός τέτοιου σχεδίου θα συνεπαγόταν εμμέσως αναβάθμιση του ρόλου της Ρωσίας στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου. Παρ’ όλα αυτά, το ρωσικό υπόμνημα αύξησε σημαντικά τις προσδοκίες της ελληνικής πλευράς για εθνική ολοκλήρωση, καθώς αποτέλεσε την πρώτη επίσημη πρόταση για δημιουργία ενός ελληνικού κράτους.
Η διπλωματική επικράτηση
Στα χρόνια που ακολούθησαν το ελληνικό ζήτημα είχε αρχίσει να αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη σημασία για τις Μεγάλες Δυνάμεις, οι οποίες προέκριναν την επίλυσή του μέσω της διπλωματικής οδού. Έτσι, στις 4 Απριλίου του 1826, ο Δούκας του Ουέλινγκτον Άρθουρ Ουέλσλι, απεσταλμένος της Μεγάλης Βρετανίας, μετέβη στην Πετρούπολη, όπου υπέγραψε μία συνθήκη με ιδιαίτερη αξία. Το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης υπήρξε το πρώτο διπλωματικό έγγραφο που αναγνώριζε την Ελλάδα ως πολιτική οντότητα, ενώ παράλληλα όριζε τις Μεγάλη Βρετανία και Ρωσία ως διαμεσολαβήτριες για τη δημιουργία ενός αυτόνομου ελληνικού κράτους που θα ήταν φόρου υποτελές στον σουλτάνο.
Λίγους μήνες μετά τη συνομολόγηση του Πρωτοκόλλου της Πετρούπολης, άλλη μία μεγάλη ευρωπαϊκή δύναμη, η Γαλλία, ανέλαβε ενεργό ρόλο στις προσπάθειες επίλυσης του ελληνικού ζητήματος, και συντάχθηκε με τη Μεγάλη Βρετανία και τη Ρωσία, δημιουργώντας ένα νέο τριμερές μέτωπο στο πεδίο της ευρωπαϊκής διπλωματίας.
Στις 6 Ιουλίου 1827 η τριμερής αυτή συνεννόηση υπέγραψε τη Συνθήκη του Λονδίνου, η οποία επαναδιατύπωνε τους όρους του Πρωτοκόλλου της Πετρούπολης, ενώ καθιστούσε σαφές ότι οι τρεις δυνάμεις μπορούσαν να ασκήσουν ακόμα και ένοπλη βία προκειμένου να εξαναγκάσουν σε ανακωχή τις δύο εμπόλεμες παρατάξεις.
Η Ναυμαχία του Ναυαρίνου και ο Ρωσοοθωμανικός Πόλεμος του 1828-1829
Οι αυστηροί όροι που τέθηκαν από τη Συνθήκη του Λονδίνου στην Υψηλή Πύλη δεν φάνηκαν αρκετοί για να κάμψουν την αδιάλλακτη στάση του σουλτάνου Μαχμούντ B’, που επέμενε στην κατάπνιξη της επανάστασης. Εκείνη την περίοδο και ενώ η πλάστιγγα είχε αρχίσει να γέρνει αποφασιστικά υπέρ των Οθωμανών, οι Μεγάλες Δυνάμεις αποφάσισαν για πρώτη φορά να παρέμβουν δυναμικά στην Ελληνική Επανάσταση.
Συγκεκριμένα, τον Αύγουστο του 1827 ο γαλλοβρετανικός στόλος κατευθύνθηκε στο Ιόνιο Πέλαγος με σκοπό να αποτρέψει κάθε θαλάσσια πολεμική ενέργεια, αλλά και για να επιβάλει στις δύο αντιμαχόμενες πλευρές τους όρους της Συνθήκης του Λονδίνου. Η ελληνική πλευρά αποδέχθηκε σχεδόν ομόφωνα τους όρους, με εξαίρεση ένα μικρό τμήμα του ελληνικού στόλου που συνέχιζε να επιχειρεί στην περιοχή του Κορινθιακού.
Αντίθετα, η Υψηλή Πύλη αγνόησε το κάλεσμα ανακωχής και επιχείρησε να αποστείλει ενισχύσεις στον στόλο του Ιμπραήμ, που συνέχιζε με αμείωτη ένταση τις επιχειρήσεις του στην Πελοπόννησο. Η απαξιωτική στάση του Σουλτάνου εξώθησε την κατάσταση στα άκρα και στις 20 Οκτωβρίου ο ενισχυμένος από ρωσικές φρεγάτες γαλλοβρετανικός στόλος συγκρούστηκε στον κόλπο του Ναυαρίνου με τον αριθμητικά υπέρτερο οθωμανοαιγυπτιακό, τον οποίο καταναυμάχησε μέσα σε διάστημα λίγων ωρών.
Λίγους μήνες μετά τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου ξέσπασε μία νέα πολεμική σύγκρουση, αυτή τη φορά μεταξύ Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και Ρωσίας. Αφορμή για το ξέσπασμα του δέκατου κατά σειρά ρωσοοθωμανικού πολέμου δόθηκε έπειτα από την απόφαση του σουλτάνου να ανακαλέσει τη Σύμβαση του Άκερμαν (1826), βάσει της οποίας αναγνωριζόταν – μεταξύ άλλων – και το δικαίωμα της ελεύθερης ναυσιπλοΐας των ρωσικών πλοίων σε όλες τις θαλάσσιες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Οι Οθωμανοί, παρά τις αρχικές τους επιτυχίες στο πολεμικό μέτωπο, κατέρρευσαν και τα ρωσικά στρατεύματα έφθασαν μία ανάσα από την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Η λήξη του πολέμου επισφραγίστηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 1829 στην Ανδριανούπολη, όπου ο σουλτάνος υποχρεώθηκε να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία της Ελλάδας, όπως επίσης και την αυτονομία των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών και της Σερβίας, στην οποία προσαρτήθηκαν μερικοί ναχιγιέδες (μικρές μονάδες επαρχιακής διοίκησης, υποδιαιρέσεις του καζά).
Η ανακήρυξη της ελληνικής ανεξαρτησίας
Η συνομολόγηση της Συνθήκης της Αδριανούπολης αποτέλεσε το έναυσμα για να δρομολογηθούν οι τελικές διαδικασίες επίλυσης του ελληνικού ζητήματος, των οποίων τον έλεγχο επιθυμούσε να αποκτήσει η Μεγάλη Βρετανία προκειμένου να αποτρέψει μία ενδεχόμενη αύξηση της ρωσικής επιρροής στην ανατολική Μεσόγειο.
Οι επιδέξιοι διπλωματικοί χειρισμοί των Βρετανών απέφεραν καρπούς, καθώς στις 3 Φεβρουαρίου 1830 οι πληρεξούσιοι των Μεγάλων Δυνάμεων συναντήθηκαν στο Λονδίνο, όπου υπέγραψαν το πρωτόκολλο ανεξαρτησίας της Ελλάδας. Το Πρωτόκολλο του Λονδίνου υπήρξε η πρώτη επίσημη, διεθνής διπλωματική πράξη που αναγνώριζε την Ελλάδα ως κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος με όλα τα δικαιώματα – πολιτικά, διοικητικά, εμπορικά – που εκπορεύονταν από την ανεξαρτησία της.
Το ηπειρωτικό τμήμα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους συμπεριελάμβανε την Πελοπόννησο και ένα τμήμα της Στερεάς Ελλάδας (με οριοθετική γραμμή που άρχιζε από τις εκβολές του Αχελώου και κατέληγε στις εκβολές του Σπερχειού), ενώ το νησιωτικό αποτελούνταν από την Εύβοια, τα νησιά του Αργοσαρωνικού και των Κυκλάδων και τις Βόρειες Σποράδες.
Τέλος, ενάμιση χρόνο αργότερα υπογράφηκε το νέο Πρωτόκολλο του Λονδίνου, σύμφωνα με το οποίο τα όρια του ελληνικού κράτους θα μεταφέρονταν στη γραμμή Αμβρακικού – Παγασητικού.
Συμπεράσματα
Η Ελληνική Επανάσταση γεννήθηκε εν μέσω της εμφάνισης του εθνικισμού και του φιλελευθερισμού στην Ευρώπη, εμπνευσμένη σε μεγάλο βαθμό από τη Γαλλική και την Αμερικανική Επανάσταση. Αποτέλεσε ένα φιλελεύθερο κίνημα που δεν αφορούσε μόνο την Ελλάδα και τους Έλληνες, αλλά την υπόθεση της ελευθερίας και της κοινωνικής απελευθέρωσης, μία υπόθεση με πολλαπλά νοήματα για όλους τους ανθρώπους και όλους τους λαούς.
Παράλληλα, κατόρθωσε να ανατρέψει την ευρωπαϊκή τάξη πραγμάτων που διαμόρφωνε το Συνέδριο της Βιέννης, προκαλώντας την αναδιαμόρφωση του γεωπολιτικού χάρτη της Ευρώπης που σταδιακά απομακρύνθηκε από το πρότυπο του 19ου αιώνα των πολυεθνικών αυτοκρατοριών και έτεινε προς το πρότυπο των εθνών – κρατών του 20ού αιώνα.
Η ίδρυση του πρώτου ελληνικού κράτους, που προέκυψε ως απότοκο της Επανάστασης, αποτέλεσε την απαρχή για τη σταδιακή ολοκλήρωση των εθνικών στόχων, ενώ μέσα στον πολύχρονο αιματηρό αγώνα διαμορφώθηκε ο νέος ελληνισμός.
Τέλος, οι θυσίες και τα κατορθώματα των αγωνιστών του 1821, οι μορφές των οποίων προσέλαβαν σχεδόν μυθικές διαστάσεις στη συνείδηση του λαού, δημιούργησαν μία νεοελληνική παράδοση που επηρέασε από κάθε άποψη τις νεότερες γενιές των Ελλήνων.
* Ο Μιχαήλ Εμμανουήλ Δημάκας είναι υποψήφιος διδάκτορας, MSc: «Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγικές Σπουδές», MA: «Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία»