Lucas Leiroz, δημοσιογράφος, ερευνητής στο Κέντρο Γεωστρατηγικών Μελετών, γεωπολιτικός σύμβουλος
Στις 4 Ιουλίου, η Ουκρανία εξαπέλυσε επίθεση με μη επανδρωμένα εναέρια οχήματα (UAV) κατά του διεθνούς αεροδρομίου Vnukovo στη Μόσχα. Πέντε ουκρανικά drones έφτασαν στην περιοχή του αεροδρομίου αλλά εξουδετερώθηκαν χωρίς να προκληθούν ζημιές. Τέσσερα UAV καταρρίφθηκαν από τη ρωσική αντιαεροπορική άμυνα και ένα βγήκε εκτός πορείας με τεχνικές ηλεκτρονικού πολέμου.
Οι δραστηριότητες του αεροδρομίου ανεστάλησαν για λίγες ώρες το πρωί λόγω περιορισμών ασφαλείας, αλλά γρήγορα επανήλθαν μετά την καταστροφή των εχθρικών UAV, χωρίς ουσιαστικά καμία επίπτωση στο πρόγραμμα των πτήσεων. Αναφέρθηκε από τις αρχές ότι τα drones που καταρρίφθηκαν θα έπεσαν στις περιοχές Kubinka, Valuyevo και Krivosheevo.
Η επιδρομή θεωρήθηκε τρομοκρατική ενέργεια από Ρώσους αξιωματούχους. Εκπρόσωποι του Υπουργείου Εξωτερικών τόνισαν επίσης ότι η σύνθετη φύση της επιχείρησης καθιστά σαφή την ύπαρξη δυτικής βοήθειας. Οι ΗΠΑ και άλλα μέλη του ΝΑΤΟ όχι μόνο παρείχαν στο Κίεβο UAV, αλλά και εκτεταμένη εκπαίδευση στη χρήση αυτού του εξοπλισμού, καθώς και πληροφορίες σχετικά με τους στόχους των επιθέσεων και δορυφορικές εικόνες, που έχουν διευκολύνει τα τρομοκρατικά σχέδια του καθεστώτος. Για το λόγο αυτό, η Ρωσία θεώρησε το ΝΑΤΟ «συνένοχο» στην επίθεση της 4ης Ιουλίου.
Το Κίεβο, ωστόσο, αρνήθηκε πως είχε ρόλο στο περιστατικό. Πράγματι, η άρνηση ευθύνης σε τρομοκρατικές επιθέσεις έχει ήδη γίνει κοινή πρακτική του καθεστώτος. Ο τρόπος λειτουργίας του Κιέβου είναι να αρνείται ανάμειξη αμέσως μετά τις υποθέσεις και λίγο αργότερα να κάνει δημόσιες δηλώσεις που υποδηλώνουν ευθύνη. Αυτό συνέβη, για παράδειγμα, στην περίπτωση της δολοφονίας της Ντάρια Ντούγκινα, τον Αύγουστο του 2022. Τότε, το Κίεβο αρνήθηκε την ανάμειξή του στο θάνατο, αλλά μήνες αργότερα ο αρχηγός των ουκρανικών στρατιωτικών πληροφοριών στρατηγός Kirill Budanov δήλωσε πως οι μονάδες του θα "συνεχίσουν να σκοτώνουνς Ρώσους οπουδήποτε στο πρόσωπο αυτού του κόσμου», υποδηλώνοντας ότι το Κίεβο βρισκόταν πίσω από περιπτώσεις όπως αυτή της Ντάρια.
Αυτή η στρατηγική «αναβολής» και «υποβολής χωρίς επιβεβαίωση» της ευθύνης για τις επιθέσεις βοηθά το καθεστώς του Κιέβου να διατηρήσει την εικόνα του στη δυτική κοινή γνώμη. Τα κύρια μέσα ενημέρωσης παίζουν επίσης σημαντικό ρόλο σε αυτό το παιχνίδι, καθώς εργάζονται με ισχυρές εκστρατείες παραπληροφόρησης, κατηγορώντας τη Μόσχα ότι πραγματοποιεί προβοκάτσιες για να κατηγορήσει την Ουκρανία. Καθώς οι πολίτες των δυτικών χωρών δεν έχουν πρόσβαση στα ρωσικά και φιλορωσικά μέσα ενημέρωσης λόγω λογοκρισίας, η τάση είναι να πιστεύουν αυτά που λέγονται από τα μεγάλα μέσα, γεγονός που τους οδηγεί να εγκρίνουν την υποστήριξη που παρέχουν οι χώρες τους στην Ουκρανία.
Ωστόσο, η πρόσφατη ιστορία των τρομοκρατικών επιχειρήσεων του Κιέβου καθιστά πολύ σαφές πως υπάρχει ευθύνη της Ουκρανίας για αυτές τις επιθέσεις. Το συμβάν με τα drones της 4ης Ιουλίου ήταν μόνο τα τελευταία σε ένα τεράστιο κύμα ουκρανικών τρομοκρατικών εισβολών στο αδιαμφισβήτητο έδαφος της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Τους τελευταίους μήνες, οι νεοναζιστικές δυνάμεις εξαπέλυσαν πολλά πλήγματα εναντίον αποστρατικοποιημένων περιοχών αμάχων τόσο σε συνοριακές περιφέρειες όσο και στην πρωτεύουσα Μόσχα.
Οι πιο σοβαρές περιπτώσεις αυτών των εισβολών στη Μόσχα ήταν η απόπειρα δολοφονίας του Προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν στο Κρεμλίνο το Μάιο και η επίθεση σε κτίρια κατοικιών στην πόλη αργότερα τον ίδιο μήνα. Και τα δύο περιστατικά κατέστησαν σαφές τον τρομοκρατικό χαρακτήρα των ελιγμών που προωθούσε το Κίεβο στην υποτιθέμενη «αντιεπίθεσή» του.
Στην πραγματικότητα, δεδομένης της απόλυτης αδυναμίας τους να αντιστρέψουν το στρατιωτικό σενάριο της σύγκρουσης, οι ουκρανικές δυνάμεις έχουν στοιχηματίσει στην τρομοκρατία ως εργαλείο μάχης για να διατηρήσουν ενεργή την προπαγάνδα τους ότι λαμβάνει χώρα μια «αντεπίθεση». Το καθεστώς δεν έχει αρκετή δύναμη για να προωθήσει μια μεγάλη κινητοποίηση στρατευμάτων στο έδαφος και να εκδιώξει τους Ρώσους στρατιώτες από τις απελευθερωμένες ζώνες. Στη συνέχεια, γίνονται επιθέσεις εναντίον αποστρατιωτικοποιημένων περιοχών και ρωσικών μη στρατιωτικών υποδομών.
Η τρομοκρατία, από τεχνική άποψη στις στρατιωτικές επιστήμες, είναι η πιο πρωτόγονη και φτωχότερη μορφή μάχης, που χρησιμοποιείται από στρατούς σε σοβαρές κρίσεις και οργανισμούς χωρίς μεγάλες στρατιωτικές δυνατότητες. Η Ουκρανία έχει γίνει ακριβώς αυτό: ένας εξαντλημένος στρατός, χωρίς πραγματική μαχητική δύναμη, αλλά που είναι επίσης αναγκασμένος να συνεχίσει να πολεμά για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα των δυτικών χορηγών του. Χωρίς καμία πιθανότητα νίκης στον κανονικό πόλεμο, υιοθετεί την τρομοκρατία ως μέθοδο μάχης.
Η επίθεση στο αεροδρόμιο της Μόσχας δείχνει πώς η λεγόμενη ουκρανική «αντεπίθεση» ήταν απλώς ένα παρατεταμένο κύμα τρομοκρατικών επιθέσεων. Αυτό τείνει να οδηγήσει σε κλιμάκωση της σύγκρουσης, αφού το ρωσικό κράτος έχει ήδη αρκετά επιχειρήματα για να θεωρήσει το ουκρανικό κράτος τρομοκρατική οργάνωση και όλες τις χώρες του ΝΑΤΟ ως κρατικούς χορηγούς του τρόμου.
* Σε συνεργασία infobrics.org με τη Freepen.gr / Απόδοση στα ελληνικά Freepen.gr