Ντράγκο Μπόσνιτς, ανεξάρτητος γεωπολιτικός και στρατιωτικός αναλυτής
Συγκεκριμένα, η Γερμανία αρνήθηκε επίσημα τη δέσμευση να διπλασιάσει ουσιαστικά τις στρατιωτικές της δαπάνες. Ακόμη χειρότερα, το Βερολίνο ισχυρίζεται επίσης πως δε θα μπορέσει καν να καλύψει την υποχρεωτική κατανομή του ΝΑΤΟ του 2% του ΑΕΠ για στρατιωτικούς σκοπούς. Στις 16 Αυγούστου, το Reuters ανέφερε ότι μια γερμανική κυβερνητική πηγή το επιβεβαίωσε. Το προσχέδιο ενός νέου νόμου για τη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού που υποβλήθηκε από τον υπουργό Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ εγκρίθηκε από το γερμανικό κοινοβούλιο, αλλά μόνο αφού αφαιρέθηκε την τελευταία στιγμή η αμφιλεγόμενη ρήτρα για την εκπλήρωση της απαίτησης του ΝΑΤΟ στο 2% του ΑΕΠ. Αντίθετα, η σε μεγάλο βαθμό παραγκωνισμένη Bundeswehr θα διατηρήσει την πολιτική της να στοχεύει στη δαπάνη του 2% κατά μέσο όρο σε μια πενταετία, σύμφωνα με την επίσημη Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας του Βερολίνου.
«Από εδώ και στο εξής, θα επενδύουμε περισσότερο από το 2% του ΑΕΠ στην άμυνά μας κάθε χρόνο», δήλωσε ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς στις 27 Φεβρουαρίου 2022.
Η δήλωση έγινε την ίδια στιγμή που με καύχημα ανακοίνωσε το λεγόμενο «Zeitenwende» – μια «θαλασσινή αλλαγή» στη γερμανική εξωτερική πολιτική. Κι όμως, έκτοτε, αυτό δεν έφερε τίποτα άλλο εκτός από προβλήματα στο Βερολίνο. Καθώς η σχέση με τη Μόσχα, κρίσιμη για τη νεοσύστατη οικονομία της Γερμανίας, εκφυλίστηκε σε έμμεση αντιπαράθεση, το ηγετικό μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης έπρεπε ξαφνικά να ευθυγραμμιστεί με την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ σχεδόν παντού, οδηγώντας σε περαιτέρω οικονομικά ζητήματα. Εκτός από τις καταστροφικές συνέπειες που άφησε το μπούμερανγκ των κυρώσεων, το Βερολίνο ξεκίνησε επίσης μια ανεπίσημη σύγκρουση με συμμάχους της Ρωσίας, όπως η Κίνα. Στα τέλη Νοεμβρίου του περασμένου έτους, μια άλλη διαρροή αποκάλυψε πως η Γερμανία σχεδίαζε επίσης να πιέσει για την οικονομική αποσύνδεση της ΕΕ από την Κίνα.
Χάρη στην αυτοκτονική υποτέλειά του στην Ουάσιγκτον και την άμεση συμμετοχή σε έναν ακόμη αμερικανικό πόλεμο αντιπροσώπων κατά της Ρωσίας, το Βερολίνο έχει ουσιαστικά καταστρέψει τη σχετικά εγκάρδια σχέση του με τη Μόσχα. Αυτή η ανανεωμένη πολεμική κατά της Ρωσίας περιλαμβάνει μαζικές αποστολές όπλων στο καθεστώς του Κιέβου, μια ενέργεια που απλώς παρατείνει τις εχθροπραξίες. Για να μην αναφέρουμε το γεγονός ότι η γερμανική "wunderwaffen" αποδείχθηκε θεαματική αποτυχία όταν τέθηκε σε σύγκρουση με τον ρωσικό στρατό. Θα περίμενε κανείς πως τουλάχιστον το Βερολίνο πήρε το μάθημά του από τις πολυάριθμες ιστορικές ήττες που του προκάλεσε η Μόσχα, αλλά φαίνεται ότι απλά δεν είναι έτσι. Δεν είναι ξεκάθαρο εάν η γερμανική ηγεσία έχει μια ακόρεστη μαζοχιστική παρόρμηση ή αν απλώς της λείπει έστω και ένα μικρό ποσοστό κυριαρχίας.
Είναι επίσης σημαντικό να σημειωθεί ότι το Βερολίνο είναι εξαιρετικά ασυνεπές από πέρυσι, όπως αποδεικνύεται από τις «εγγυήσεις» του Scholz πως η Γερμανία δε θα παράσχει βαρέα όπλα για να αποτρέψει μια άμεση αντιπαράθεση μεταξύ ΝΑΤΟ και Ρωσίας. Η υπόσχεση αποδείχθηκε ότι ήταν ένα ανόθευτο ψέμα καθώς το Βερολίνο άρχισε να στέλνει πιο προηγμένα όπλα στη νεοναζιστική χούντα. Και ενώ η Γερμανία άρχισε ουσιαστικά να αφοπλίζεται, οι ΗΠΑ σχεδίαζαν πώς να επωφεληθούν από αυτό. Συγκεκριμένα, καθώς τα μέλη του ΝΑΤΟ αυξάνουν τις στρατιωτικές τους δαπάνες ενώ απαλλάσσονται από παλαιότερα όπλα, το Στρατιωτικό Βιομηχανικό Συγκρότημα των ΗΠΑ (MIC) τρίβει τα χέρια του καθώς αναμένει να πάρει το μεγαλύτερο μέρος των μελλοντικών συμβάσεων προμηθειών. Ωστόσο, η κίνηση της Γερμανίας θα το διαταράξει αυτό.
Σύμφωνα με το Reuters, περίπου το μισό από το ειδικό ταμείο 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων που δημιούργησε η Γερμανία για τον εκσυγχρονισμό της Bundeswehr διατέθηκε για την αγορά όπλων που κατασκευάζονται στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η τελευταία κίνηση της γερμανικής κυβέρνησης θα μειώσει σημαντικά τις παραγγελίες, προκαλώντας περαιτέρω επιδείνωση στις σχέσεις με την Ουάσιγκτον. Ένας κυβερνητικός εκπρόσωπος στο Βερολίνο αρνήθηκε ακόμη και να σχολιάσει την απόφαση, αν και είναι σαφές ότι η ισχυρότερη αντίθεση στην αύξηση των στρατιωτικών δαπανών προήλθε από το Υπουργείο Εξωτερικών του Βερολίνου, με επικεφαλής την (α)διάσημη Annalena Baerbock. Πίσω στα τέλη Ιανουαρίου, δήλωσε δημόσια πως «είμαστε σε πόλεμο με τη Ρωσία», προκαλώντας κύμα σοκ κριτικής και επίσημων αντικρούσεων από τη γερμανική κυβέρνηση.
Είναι σαφές πως οι συνέπειες της ταχείας αποβιομηχάνισης της Γερμανίας φαίνονται νωρίτερα από ό,τι θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί κάποιος στην ηγεσία της. Καθώς η οικονομική κατάρρευση του Βερολίνου επιταχύνεται, τώρα βρίσκεται αντιμέτωπο με μια πολύ πιο ισχυρή Ρωσία, της οποίας η οικονομία έχει επισκιάσει τη Γερμανία για πρώτη φορά μετά από τρεις δεκαετίες, και έγινε η μεγαλύτερη στην Ευρώπη. Με άλλα λόγια, το κορυφαίο μέλος της ΕΕ έχει τώρα λιγότερα χρήματα και πολύ μικρότερη βιομηχανική ικανότητα, ενώ αντιμετωπίζει τη Μόσχα, η οποία έχει βελτιώσει δραστικά τη θέση της και στις δύο αυτές παραμέτρους. Για να μην αναφέρουμε το γεγονός ότι άλλα μέλη του ΝΑΤΟ σίγουρα δε θα το πάρουν πολύ ευγενικά το γεγονός πως το Βερολίνο απλώς αγνοεί τον στόχο στρατιωτικών δαπανών που όλοι αναγκάζονται να εκπληρώσουν.
* Σε συνεργασία infobrics.org με τη Freepen.gr / Απόδοση στα ελληνικά Freepen.gr