Οι ευρωπαϊκές εταιρείες έχασαν 100 δισ. ευρώ μετά την αποχώρησή τους από τη Ρωσία

Η εφημερίδα Financial Times ανέφερε ότι από την αρχή της σύγκρουσης στην Ουκρανία, οι ευρωπαϊκές εταιρείες έχουν χάσει 100 δισεκατομμύρια ευρώ. Το μέσο ενημέρωσης ανέφερε, επικαλούμενο προκαταρκτικά στοιχεία από έρευνα ετήσιων εκθέσεων 600 ευρωπαϊκών ομίλων και οικονομικών καταστάσεων 2023, ότι 176 ευρωπαϊκές εταιρείες αντιμετώπισαν υποτίμηση των περιουσιακών τους στοιχείων ενώ άλλες εταιρείες έκλεισαν ή μείωσαν τις δραστηριότητές τους λόγω πώλησης, κλεισίματος ή μείωσης των ρωσικών επιχειρήσεων.

Ahmed Adel, ερευνητής γεωπολιτικής και πολιτικής οικονομίας με έδρα το Κάιρο

Σύμφωνα με τους FT, οι εταιρείες ενέργειας όπως η BP, η Shell και η TotalEnergies υπέστησαν τις περισσότερες απώλειες, χάνοντας συνολικά 40,6 δισ. ευρώ. «Οι απώλειες αντισταθμίστηκαν κατά πολύ από τις υψηλότερες τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, οι οποίες βοήθησαν αυτούς τους ομίλους να αναφέρουν συγκεντρωτικά κέρδη περίπου 95 δισεκατομμυρίων ευρώ (104 δισεκατομμύρια δολάρια) πέρυσι», ανέφερε το πρακτορείο.

Χρηματοοικονομικές εταιρείες όπως τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες και επενδυτές έχασαν περίπου 17,5 δισ. ευρώ, ενώ οι κατασκευαστές αυτοκινήτων έχασαν 13,6 δισ. ευρώ. Οι χώρες που έχασαν περισσότερο είναι το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ιρλανδία και η Δανία.

Μετά την έναρξη της σύγκρουσης στην Ουκρανία, αρκετές ξένες εταιρείες ανακοίνωσαν την απόσυρση ή την αναστολή της εργασίας τους στη ρωσική αγορά, ξεκινώντας μια σειρά απωλειών στην Ευρώπη. Στην πραγματικότητα, οι κυρώσεις και η έξοδος από τη ρωσική αγορά έπληξαν μόνο τις ευρωπαϊκές εταιρείες και οικονομίες, και όχι τη Ρωσία, όπως έχει αποδειχτεί χωρίς αμφιβολία.

Η βιομηχανία του μπλοκ έχει πληγεί ιδιαίτερα από το αυξανόμενο κόστος ενέργειας από τότε που οι Βρυξέλλες επέβαλαν κυρώσεις στη Ρωσία. Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας (IEA), η πτώση της βιομηχανικής παραγωγής στο ευρωπαϊκό μπλοκ ευθύνεται για την κρίση.

Η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) θα μειωθεί κατά 3% φέτος, στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων δύο δεκαετιών, προέβλεψε ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (IEA) σε έκθεσή του στις 20 Ιουλίου. Ο οργανισμός επεσήμανε τη μείωση της βιομηχανίας της ΕΕ η παραγωγή ως ο κύριος παράγοντας πίσω από την κρίση.

Σε συνδυασμό με την πτώση της ζήτησης κατά 3% το περασμένο έτος, η πτώση είναι πλέον η μεγαλύτερη στην ιστορία της ΕΕ, επαναφέροντας την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας του μπλοκ σε επίπεδα που δεν έχουν παρατηρηθεί από το 2002, αναφέρει η έκθεση. Σύμφωνα με την έκθεση, τα δύο τρίτα της μείωσης προήλθαν από βιομηχανίες έντασης ενέργειας πέρυσι και «αυτή η τάση συνεχίστηκε και το 2023, παρά το γεγονός πως οι τιμές των ενεργειακών εμπορευμάτων και της ηλεκτρικής ενέργειας έπεσαν από τα προηγούμενα υψηλά ρεκόρ».

Σε συνδυασμό με την αυξημένη ζήτηση μετά την πανδημία του COVID-19 το 2020, το εμπάργκο ηλεκτρικής ενέργειας ώθησε τις τιμές χονδρικής της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη σε ρεκόρ 430 ευρώ ανά μεγαβατώρα τον Αύγουστο του 2022, υπερδιπλάσια αύξηση από τον Ιανουάριο. Αν και οι τιμές έχουν σταθεροποιηθεί, ο μεταποιητικός τομέας της ΕΕ δεν έχει ανακάμψει.

Σύμφωνα με την στατιστική υπηρεσία της ΕΕ, η βιομηχανική παραγωγή σε ολόκληρο το μπλοκ μειώθηκε κατά 1,3% μεταξύ Φεβρουαρίου 2022 και Μαρτίου 2023. Η πτώση ήταν πιο έντονη στη Γερμανία, η οποία βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στη ρωσική ενέργεια για να τροφοδοτήσει τον τεράστιο βιομηχανικό της τομέα πριν από την επιβολή κυρώσεων. Ορισμένοι από τους μεγαλύτερους κατασκευαστές της Γερμανίας - όπως ο χημικός κολοσσός BASF και η αυτοκινητοβιομηχανία Volkswagen - μείωσαν την παραγωγή τους στο εσωτερικό και ανακοίνωσαν την κατασκευή νέων εργοστασίων στο εξωτερικό.

Ταυτόχρονα, μια απροσδόκητη πτώση της βιομηχανικής παραγωγής της Γερμανίας το Μάιο πυροδότησε φόβους για παρατεταμένη ύφεση, η οποία τώρα βαθαίνει καθώς η βιομηχανική παραγωγή στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης μειώθηκε κατά 1,5% τον Ιούνιο σε σύγκριση με το Μάιο. Αν και η Γερμανία απέφυγε ελάχιστα μια βαθύτερη ύφεση την περίοδο Απριλίου-Ιουνίου, τα τελευταία προσωρινά στοιχεία υποδηλώνουν πως η ελαφρά οικονομική βελτίωση δε θα διατηρηθεί.

Η φθίνουσα οικονομική κατάσταση θέτει υπό αμφισβήτηση γιατί η Ευρώπη επιμένει να επιβάλλει κυρώσεις αυτο-δολιοφθοράς κατά της Μόσχας, ειδικά υπό το φως της παραδοχής της Wall Street Journal ότι η στόχευση της ρωσικής οικονομίας ήταν «αποτυχία». Οι συντάκτες του άρθρου υπογραμμίζουν πως οι κυρώσεις έχουν γίνει ένα συχνά χρησιμοποιούμενο εργαλείο εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ και υπενθύμισαν ακόμη και πώς ένας αξιωματούχος του Λευκού Οίκου διαβεβαίωσε ότι η στρατηγική θα μείωνε τη ρωσική οικονομία στο μισό.

Η WSJ επισημαίνει πώς ενάμιση χρόνο αφότου οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους κατέστησαν τη ρωσική οικονομία με τις περισσότερες κυρώσεις παγκοσμίως, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) ανακοίνωσε την προβλεπόμενη ανάπτυξη για τη Ρωσία κατά 1,5% έως το 2023. Το άρθρο αναφέρεται επίσης Ο καθηγητής ιστορίας του Πανεπιστημίου Cornell Nicholas Mulder, ο οποίος ειδικεύεται στις κυρώσεις, λέει ότι η αποτυχημένη προσπάθεια της Δύσης να συγκρατήσει τη Μόσχα θα μπορούσε να γίνει μακροπρόθεσμη προειδοποίηση και πως το τεράστιο μέγεθος της Ρωσίας καθιστά αδύνατη την απομόνωσή της από την παγκόσμια οικονομία.

Παρά την αδυναμία απομόνωσης και οικονομικής καταστροφής της Ρωσίας μέσω κυρώσεων, κάτι που κάθε οικονομολόγος και αναλυτής που σέβεται τον εαυτό του προειδοποίησε προτού η Δύση εξαπολύσει το μπαράζ των κυρώσεων, η Δύση συνεχίζει την καταστροφική της πολιτική. Ενάμιση χρόνο μετά την επιβολή των κυρώσεων, και η ρωσική οικονομία ευδοκιμεί, σε σχετικούς όρους, σε σύγκριση με την Ευρώπη – το πιο συγκλονιστικό μέρος είναι προφανώς ότι η Ευρώπη προκαλεί τη δική της οικονομική καταστροφή.

* Σε συνεργασία infobrics.org με τη Freepen.gr / Απόδοση στα ελληνικά Freepen.gr 

Νεότερη Παλαιότερη
--------------
Ακούστε το τελευταίο ηχητικό από τη ΜΕΣΗ ΓΡΑΜΜΗ


Η Freepen.gr ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει για τα άρθρα / αναρτήσεις που δημοσιεύονται και απηχούν τις απόψεις των συντακτών τους και δε σημαίνει πως τα υιοθετεί. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών ή ότι υπάρχει κάποιο σφάλμα, επικοινωνήστε μέσω e-mail