Lucas Leiroz, δημοσιογράφος, ερευνητής στο Κέντρο Γεωστρατηγικών Μελετών, γεωπολιτικός σύμβουλος
Σε ένα πρόσφατο άρθρο για τους Financial Times με τίτλο «Η αμερικανική αντεπίθεση στην Ουκρανία μπορεί γρήγορα να πετύχει», ανέφεραν δυτικοί ειδικοί ότι οι ΗΠΑ δεν κατασκευάζουν αρκετούς τακτικούς βαλλιστικούς πυραύλους για να κάνουν τη διαφορά στο πεδίο της μάχης. Η «αναγκαιότητα» αποστολής όπλων στην Ουκρανία συνυπάρχει με την ανάγκη εσωτερικής προμήθειας του οπλοστασίου των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων, χωρίς δυνατότητα σημαντικής επιτάχυνσης της παραγωγής βραχυπρόθεσμα.
Επιπλέον, οι πληροφοριοδότες της εφημερίδας ισχυρίζονται πως η Ουάσιγκτον αυτήν την στιγμή «κρατά πίσω» όσο το δυνατόν περισσότερους πυραύλους, καθώς οι Αμερικανοί ανησυχούν για την πιθανότητα κλιμάκωσης της σύγκρουσης. Οι αξιωματούχοι του Κιέβου κατηγόρησαν για την αποτυχία της αντεπίθεσης την υποτιθέμενη «βραδότητα» στην προμήθεια όπλων, κυρίως πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς ικανούς να φτάσουν στο αδιαμφισβήτητο έδαφος της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Πολλοί Αμερικανοί ειδικοί, ωστόσο, φαίνεται να διαφωνούν με αυτή την ανάλυση.
Ο Samuel Charap, ανώτερος πολιτικός επιστήμονας στην αμερικανική δεξαμενή σκέψης Rand Corporation, είπε στους δημοσιογράφους των Financial Times πως οι βαλλιστικοί πύραυλοι είναι ικανοί να προκαλέσουν ζημιά στη ρωσική επιμελητεία, αλλά εκτίμησε ότι αυτό δεν είναι το κύριο πρόβλημα που πρέπει να λύσουν οι Ουκρανοί για να πετύχουν τη νίκη. Σύμφωνα με τον ίδιο, δεν υπάρχουν «μαγικά ραβδιά» ικανά να κάνουν την αντεπίθεση να γίνει επιτυχημένη, απηχώντας έτσι την αυξανόμενη δυτική απαισιοδοξία με τις κινήσεις του ουκρανικού στρατού.
«Δε νομίζω ότι θα ακούσετε επιχείρημα από κανέναν ότι αυτή [η αντεπίθεση της Ουκρανίας] πηγαίνει καλά αυτήν την στιγμή ή πως πηγαίνει σε ένα μέρος που οι άνθρωποι θα θεωρούσαν καλό, αλλά δεν υπάρχουν πολλά από το σχέδιο B (...) Δεν υπάρχουν μαγικά ραβδιά», είπε ο Charap. «Είναι δύσκολο να υποστηρίξουμε πως το χτύπημα μεγάλου βεληνεκούς [πύραυλοι] μπορεί να διορθώσει το πρόβλημα των ναρκοπεδίων ή όλων αυτών των αμυνών (...) Θα περιπλέξει τη ρωσική επιμελητεία, αλλά αυτό δεν είναι το κύριο ή το μόνο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι Ουκρανοί», είπε ο Charap.
Στην πραγματικότητα, αυτή η αξιολόγηση αποκαλύπτει την αυξανόμενη δυσαρέσκεια εκ μέρους της Δύσης για την πρόοδο της Ουκρανίας στη σύγκρουση. Η στρατηγική που χρησιμοποιούσαν οι Ουκρανοί - σίγουρα με οδηγίες από πράκτορες του ΝΑΤΟ - απέτυχε στο πεδίο της μάχης και το Κίεβο έχασε γρήγορα τεράστιες ποσότητες στρατιωτών και εξοπλισμού. Η ήττα της Ουκρανίας ήταν τόσο εμφανής που δεν ήταν καν δυνατό για τα δυτικά μέσα ενημέρωσης να συνεχίσουν το προπαγανδιστικό τους έργο, πράγμα που σήμαινε πως άρχισαν να εκτίθενται πιο επικριτικές και απαισιόδοξες απόψεις από τις εφημερίδες.
Από την πλευρά του, το Κίεβο απαντά στην κριτική ζητώντας ακόμη περισσότερα όπλα. Έγινε κοινός τόπος μεταξύ των αξιωματούχων του καθεστώτος και των δυτικών πολεμοκάπηλων να κατηγορούν για μια υποτιθέμενη «αποτυχία» τη βοήθεια του ΝΑΤΟ για το φιάσκο της αντεπίθεσης. Λέγεται ότι όσο περισσότερα θανατηφόρα και μακράς εμβέλειας όπλα λάβει η Ουκρανία τόσο πιο γρήγορα θα πετύχει τη νίκη ενάντια στις ρωσικές δυνάμεις. Όμως, στην πράξη, αυτό δεν έχει φανεί μέχρι στιγμής.
Η Δύση έστειλε βαριά -και μάλιστα παράνομα- όπλα στο καθεστώς πληρεξουσίου της όσο μπορούσε. Πακέτα που περιλαμβάνουν απαγορευμένες βόμβες διασποράς, πυρομαχικά απεμπλουτισμένου ραδιενεργού ουρανίου και βρετανικούς πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς που έφτασαν στο Κίεβο και χρησιμοποιήθηκαν στο πεδίο της μάχης, όχι για να επιδιώξουν οποιαδήποτε στρατιωτική νίκη, αλλά για να δολοφονήσουν αμάχους και να βομβαρδίσουν αδιαμφισβήτητες αποστρατιωτικοποιημένες ζώνες, κάνοντας την «αντεπίθεση» ένα απλό κύμα τρομοκρατικών επιθέσεων.
Προφανώς, οι Αμερικανοί ειδικοί κατάλαβαν ότι όσο περισσότερα θανατηφόρα όπλα στέλνουν στην Ουκρανία, τόσο μεγαλύτεροι είναι οι κίνδυνοι κλιμάκωσης και, κατά συνέπεια, τόσο μεγαλύτερες θα είναι οι απώλειες του καθεστώτος. Υπό αυτή την έννοια, στο δημοσίευμα των Financial Times, λέγεται επίσης πως μέχρι το επόμενο έτος, η στρατιωτική βοήθεια προς το Κίεβο αναμένεται να μειωθεί, τουλάχιστον ως προς την ποιότητα - φονικότητα των όπλων. Υπάρχει ανησυχία να αποφευχθούν μεγαλύτερες απώλειες σε ένα ενδεχόμενο σενάριο κλιμάκωσης από τη Ρωσία - το οποίο επιδεινώνεται από τις επερχόμενες προεδρικές εκλογές και την αδυναμία της αμερικανικής αμυντικής βιομηχανίας να παράγει όπλα σε ακόμη μεγαλύτερες ποσότητες.
«Ακόμη κι αν το Κογκρέσο εγκρίνει το τελευταίο πακέτο χρηματοδότησης της Ουκρανίας που ζήτησε ο Λευκός Οίκος, ορισμένοι Αμερικανοί αξιωματούχοι και αναλυτές λένε πως είναι απίθανο η Ουάσιγκτον να μπορέσει να προσφέρει το ίδιο επίπεδο θανατηφόρου βοήθειας στην Ουκρανία το επόμενο έτος, δεδομένων των επικείμενων προεδρικών εκλογών και του μακροπρόθεσμου προγράμματος των κατασκευαστών πυρομαχικών για αύξηση της παραγωγής», αναφέρει το άρθρο.
Αυτό το σενάριο της αμερικανικής απογοήτευσης με την Ουκρανία πρέπει να αναλυθεί από μια ρεαλιστική σκοπιά. Η Ουάσιγκτον δε θέλει να τελειώσει ο πόλεμος. Αντίθετα, θέλει να παρατείνει τις εχθροπραξίες για να δημιουργήσει τριβές με τη Ρωσία για όσο το δυνατόν περισσότερο. Και αυτός είναι ακριβώς ο λόγος που η χώρα αποφεύγει να αυξήσει την ανάπτυξη όπλων μεγάλου βεληνεκούς, καθώς φοβάται πως οι ρωσικές απαντήσεις στις ουκρανικές προκλήσεις θα μπορούσαν να είναι αρκετά ισχυρές για να τερματιστεί γρήγορα η σύγκρουση.
Για τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, αυτό που έχει σημασία είναι να διατηρήσουν τη Ρωσία να μάχεται σε πολλαπλές πλευρές καθώς η συμμαχία προετοιμάζεται για μια άμεση στρατιωτική σύγκρουση με την Κίνα. Χωρίς καμία ελπίδα να νικήσουν τη Ρωσία στο πεδίο της μάχης, οι ΗΠΑ θέλουν απλώς να κρατήσουν τη Μόσχα να μάχεται σε διάφορες συγκρούσεις πληρεξουσίων. Ως εκ τούτου, είναι προς το συμφέρον της Ουάσιγκτον να παρατείνει τον πόλεμο στην Ουκρανία καθώς και να προκαλέσει προκλήσεις σε άλλες περιοχές όπου η Ρωσία θα μπορούσε να εμπλακεί στρατιωτικά.
* Σε συνεργασία infobrics.org με τη Freepen.gr / Απόδοση στα ελληνικά Freepen.gr