Δεν ξέρω πώς και γιατί, αλλά οι περισσότεροι Έλληνες έχουν την λανθασμένη εντύπωση ότι το κλίμα με την Τουρκία ''στράβωσε'' από το 2016 και εντεύθεν. Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα δηλαδή σε βάρος του Ταγίπ Ερντογάν, που άλλαξε διαμιάς το πράο και διαλλακτικό ''προφίλ'' του επί δημαρχίας (1994-'98) και πρωθυπουργίας του (2003-'14), με αποτέλεσμα να εκδηλώνει έκτοτε το γνωστό επιθετικό, διεκδικητικό και αναθεωρητικό πνεύμα προς την Ελλάδα.
Πνεύμα που καθιστά την Τουρκία αμφισβητία των Συνθηκών οι οποίες χάραξαν τα ελληνοτουρκικά σύνορα (Λωζάνη [1923], Παρισίων [1947]). Αναθεωρητικό παίκτη με στόχους διαρκείας και αταλάντευτους στο περιφερειακό σύστημα της Ανατολικής Μεσογείου, πράγμα που εξηγεί γιατί έχει ''στραβώσει'' το κλίμα με την Ελλάδα.
Για να είμαστε ειλικρινείς όμως, ''στραβό'' ήταν το κλίμα από πάντα μετά το τραυματικό σοκ που προκάλεσε στον Ελληνισμό η τουρκική εισβολή στην Κύπρο (''Αττίλας'' 1, 20/7/'74 & ''Αττίλας'' 2, 14/8/'74), με ενδιάμεσα (αναποτελεσματικά) ''συμφιλιωτικά'' διαλείμματα τις πρωτοβουλίες προώθησης της ελληνοτουρκικής φιλίας από τον Γιώργο Παπανδρέου (βλ. ζεϊμπέκικα με τον Τζεμ, 2001, και κουμπαριές Ερντογάν- Καραμανλή, 2004).
Για την ακρίβεια, μάλιστα, η Τουρκία είχε εκδηλώσει από το '73 ακόμα τις επεκτατικές διεκδικήσεις της σε βάρος μας, αφού τότε για πρώτη φορά είχε αμφισβητήσει την ελληνική κυριαρχία σε ελληνικά νησιά όπως το Αγαθονήσι, το οποίο είχε κατονομάσει ''τουρκικό έδαφος''. Διεκδικούσε υφαλοκρηπίδα στο Ανατολικό Αιγαίο και δε δεχόταν τα όρια του FIR Αθηνών στα 10 μίλια.
Άρα έχουμε ανοιχτά μέτωπα μαζί της εδώ και μισό αιώνα. Και σ' αυτόν τον μισό αιώνα δεν έχει πάψει να αμφισβητεί την ελληνικότητα ακόμα και σε κατοικημένα νησιά μας. Φυσικά, στα πολλά αυτά χρόνια που μεσολάβησαν -- μένοντας ατιμώρητη για την εισβολή και κατοχή απί 49 χρόνια της Κύπρου -- η Τουρκία αξιοποίησε τον χρόνο (σε αντίθεση με την Ελλάδα και την Κύπρο) και αναβάθμισε ποιοτικά όχι μόνο τα εξοπλιστικά της (σε επίπεδο, κυρίως, αμυντικής βιομηχανίας), αλλά και τις μονομερείς επεκτατικές διεκδικήσεις της.
Έτσι φτάσαμε το 2016 να βλέπουμε χαρτογραφημένα απ' τους Τούρκους 152 ''γκριζαρισμένα'' νησιά μας (λίστα ''EGAYDAAK'' με τα αμφισβητούμενα ελληνικά νησιά-νησίδες-βραχονησίδες από τη Ζουράφα, τις Οινούσσες (Βόρειο και ΒΑ Αιγαίο) μέχρι το Πεταλίδι και τη Γαύδο (Κρητικό Πέλαγος).
Μέσα σε 50 χρόνια, μ' άλλα λόγια'', η Άγκυρα άρχισε να ''χτίζει'' τις νεοοθωμανικές διεκδικήσεις της ''Γαλάζιας Πατρίδας'' της σε βάρος των ελληνικών νησιών του Βορειοανατολικού και Ανατολικού Αιγαίου προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι βρίσκονται ''καθισμένα'' σε τουρκική υφαλοκρηπίδα, ενώ περιβάλλονται από εναέριο χώρο... τουρκικό.
Άρχισε να ''χτίζει'' τη διπλωματική εκστρατεία και τη στρατηγική της για το Αιγαίο με βάση το τρίπτυχο: 1. ''Θεωρία περί εγγυτέρων νήσων'' (με επίκεντρο το ''απομονωμένο'' Καστελλόριζο) 2. Αποστρατιωτικοποίηση ελληνικών νησιών του Αιγαίου και 3. Διεκδίκηση ρόλου στην έρευνα και διάσωση στο Αιγαίο.
Κι αυτό το τελευταίο δεν είναι ασήμαντο, δεδομένου ότι η Τουρκία δεν αναγνωρίζει τα όρια ευθύνης του ελληνικού FIR και επιθυμεί να πατήσει πόδι σε περιοχές έρευνας και διάσωσης, όπου την ευθύνη έχει η Ελλάδα βάσει συμφωνιών και συμβάσεων με ICAO (Διεθνής Οργανισμός Πολιτικής Αεροπορίας) και IMO (Διεθνής Οργανισμός Ναυσιπλοΐας).
Τελικός στόχος όλων αυτών μακροπρόθεσμα είναι, ασφαλώς, η
''συνεκμετάλλευση'' με την Ελλάδα του Αιγαίου. Η διχοτόμησή του, ουσιαστικά, με βάση τη ''χερσαία δομή'' των δύο χωρών και τη ''θεωρία περί εγγυτέρων νήσων'', όπως είπα και άλλοτε.
Ενδεικτικό παράδειγμα της επεκτατικής τακτικής της Τουρκίας μεταπολιτευτικά ήταν η τραγωδία στα Ίμια (1996), όπου αποδεχθήκαμε ως τετελεσμένο την επίσημη προβολή της θεωρίας των ''γκρίζων ζωνών'' η οποία στέρησε από την Ελλάδα (για πρώτη φορά μετά τον Β' ΠΠ) τμήμα της εδαφικής κυριαρχίας της.
Έκτοτε η Άγκυρα εξακολουθεί να εφαρμόζει τη στρατηγική των μονομερών επεκτατικών διεκδικήσεων, χωρίς διάθεση υποχώρησης κατ' ελάχιστον από αυτές. Απόδειξη για το προφανές είναι το γεγονός ότι το 2019 είχε επαναλάβει τον ισχυρισμό του 1973 για το Αγαθονήσι (ότι ''είναι τουρκικό έδαφος'') εκνευρισμένη από την επίσκεψη του τότε πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα επί τη ευκαιρία της 25ης Μαρτίου.
Στα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι τώρα συνεχίζει να αμφισβητεί την ελληνικότητα μεγάλου αριθμού ελληνικών νησιών, νησίδων και βραχονησίδων με τον ισχυρισμό ότι ''είναι τουρκικές υπό ελληνική κατοχή'' (βλ. αμφισβήτηση Συνθηκών που χάραξαν τα ελληνοτουρκικά σύνορα και πρόταγμα της Θεωρίας της ''περί εγγυτέρων νήσων'', πάνω στην οποία οικοδόμησε τη θέση ότι τα νησιά του Αιγαίου δεν έχουν δικαίωμα σε υφαλοκρηπίδα παρά μόνο σε χωρικά ύδατα 6 ναυτικών μιλίων).
Τα δεδομένα αυτά μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το τουρκικό δόγμα της ''Γαλάζιας Πατρίδας'' δεν είναι παρά μια φαιδρή επινόηση για να ''σβηστεί'' απ' τον χάρτη το ελληνικό χρώμα από πληθώρα νησιών μας και να γίνει οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας με βάση τις δυτικές ακτογραμμές της Τουρκίας και της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Όσο δεν συναινούμε αυτοκτονικά σε αυτό, ο Ταγίπ Ερντογάν θα εκτοξεύει συστοιχίες... απειλών εναντίον μας (εκ παραλλήλου με αυτές κατά της Κύπρου) με στόχο να περάσει τη επιδίωξή του να μηδενίσει την ελληνική υφαλοκρηπίδα -ΑΟΖ ανατολικά του 28ου Μεσημβρινού (σ.σ: σε αυτό τον βολεύει αφάνταστα η μερική ''ελληνοαιγυπριακή συμφωνία'' του '20, γιατί αφήνει εκτός ελληνικής επήρειας τη θαλάσσια αυτή ζώνη με το Καστελόριζο και την Νότια Ρόδο).
Με στόχο, ουσιαστικά, να μας αναγκάσει να δεχθούμε τη ''συνεκμετάλλευση'' • το μοίρασμα, δηλαδή, των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας με βάση τις υπάρχουσες Συνθήκες (Λωζάνης 1923 -- Παρισίων 1947) και το Διεθνές Δίκαιο (Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας [αγγ: UNCLOS)] Montego Bay, Jamaica).
Έτσι εξηγούνται και οι νέες αναφορές-προκλήσεις του Τούρκου Προέδρου, οι οποίες δείχνουν τη σφοδρή επιθυμία του να αφήσουμε ανοχύρωτα (ευάλωτα στην τουρκική βουλιμία...) τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, ενώ την ίδια στιγμή εκείνος --επωφελούμενος από την ελληνική αποστασιοποίηση για την Κύπρο -- αλωνίζει ως δερβέναγας στα Κατεχόμενα εγκαινιάζοντας τουρκικές βάσεις και έργα υποδομής (βλ. παράνομο αεροδρόμιο Ερτζάν), χωρίς να ξεχνά να επαναλαμβάνει την πρόταση της Τουρκίας για το Κυπριακό, που είναι η διχοτόμηση: ο χωρισμός σε δύο κράτη.
Όλα αυτά, φυσικά, καθιστούν αδύνατο κάθε συμβιβασμό μας με την Τουρκία (ευχή που εκφράστηκε προ ημερών από τον Κυριάκο Μητσοτάκη), γιατί ο συμβιβασμός στα εθνικά θέματα προϋποθέτει υποχωρήσεις και από τις δυο πλευρές. Ως εκ τούτου τίθεται το ερώτημα: Πώς μιλάμε για υποχωρήσεις, όταν γνωρίζουμε ότι αυτές δεν θα είναι συμμετρικές, αλλά σε βάρος μας;
Η αποδοχή της ασύμμετρης ατζέντας της Τουρκίας (η οποία προειδοποιεί ότι θα φέρει προς συζήτηση όλα τα θέματα στο Τραπέζι της Χάγης) δεν επιτρέπεται να γίνει αποδεκτή από μας, γιατί θα είναι σαν να αναγνωρίζουμε την ελλειμματικότητά μας έναντι εκείνης, τη στιγμή που η Ελλάδα αποκατέστησε την ισορροπία ισχύος στο Αιγαίο μετά από δαπανηρότατες εξοπλιστικές αγορές. Άρα κάθε ''υπερβάλλων'' συμβιβασμός με την Τουρκία θα ισοδυναμεί με ''ενδοτικό''...
Έπειτα, αν είναι να μπούμε σε συζήτηση επί των πάντων, θα είναι σαν να προσχωρούμε στο αναθεωρητικό στρατόπεδο της Τουρκίας από το οποίο θα βγούμε ζημιωμένοι μόνο εμείς. Επιπλέον θα αυτοδιαψευστούμε, γιατί μέχρι τώρα υποστηρίζουμε ότι το μόνο θέμα που έχουμε να διευθετήσουμε μαζί της είναι η συμφωνία για οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και, συνακόλουθα, της ΑΟΖ.
Ως εκ τούτου, αν προτιθέμεθα να συμβιβαστούμε με την Τουρκία, θα πρέπει να ακολουθήσουμε την τακτική της, η οποία θα έχει (όπως προβλέπω) ως έσχατη υποχώρηση την άρση του casus belli (που δεν της στοιχίζει κυριαρχικά), με αντάλλαγμα την απαίτησή της για ματαίωση εκ μέρους μας της πρόθεσής μας για επέκταση των ΕΧΥ στα 12 νμ, κάτι που αφορά ζωτικό εθνικό μας δικαίωμα το οποίο δεν πρέπει να απεμπολήσουμε με τίποτα.
Την ίδια (κατα)κόκκινη γραμμή πρέπει να επιδείξουμε στο θέμα της στρατιωτικοποίησης των νησιών μας αρνούμενοι κάθε συζήτηση για αποστρατιωτικοποίησή τους, έστω κι αν η Τουρκία δηλώνει ότι θα την ανταλλάξει με την απόσυρση της 4ης Στρατιάς του Αιγαίου (την οποία συγκρότησε το '75, στα δυτικά μικρασιατικά παράλια), αφού -- με τη δολιότητα και αφερεγγυότητά της -- είναι ικανή, αν υποχωρήσει η Ελλάδα στο θέμα αυτό, να επαναφέρει τον στρατό της αστραπιαία, έτοιμη να κάνει απόβαση στα αφοπλισμένα νησιά μας, με πρώτο υποψήφιο το Καστελόριζο.
Το Καστελόριζο που, πέρα από ιστορικούς και οικονομικούς λόγους (είναι ο ενεργειακός ''γας ομφαλός'' της Ελλάδας) εξυπηρετεί και στρατηγικούς, αφού -- αν δεν υπήρχε το σύμπλεγμα Μεγίστης-Καστελόριζου -- δεν θα είχε η Ελλάδα ΑΟΖ με την Κύπρο.
Γι' αυτό εστιάζει στο χρυσοφόρο νησί μας ο Ταγίπ Ερντογάν επωφελούμενος από την μερική ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία (την οποία πρέπει να καταστήσουμε πλήρη το συντομότερο σε συμφωνία με την Αίγυπτο) που αφήνει κυριαρχικά ''ακάλυπτο'' στη ζώνη ανατολικότερα του 28ου Μεσημβρινού, όπου ανήκει και η Νότια Ρόδος.
Όπερ σημαίνει ότι, χωρίς το Καστελόριζο, σε περίπτωση νέας εισβολής στην Κύπρο, δεν θα μπορούσε να ενεργοποιήσει η χώρα μας το ΔΕΑΧ (που παραμένει, κακώς, ανενεργό σήμερα), για να σπεύσει να τη βοηθήσει. Θα αποκόπτονταν πλήρως η Μεγαλόνησος από την Ελλάδα, γιατί η Τουρκία θα έμπαινε σφήνα ανάμεσά τους επιβάλλοντας την τουρκική κυριαρχία...
Η Τουρκία όμως δεν εποφθαλμιά μόνο τα κεκτημένα μας στο Αιγαίο, αλλά και στη Θράκη. Το έδειξαν, άλλωστε, επανειλημμένα οι επισκέψεις Τούρκων Αξιωματούχων, με τελευταία αυτή του αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών της σε Ξάνθη-Κομοτηνή επ' ευκαιρία της επετείου του θανάτου του εθνικιστή γιατρού και πολιτικού Αχμέτ Σαδίκ τον περασμένο μήνα.
Ως εκ τούτου, δεν θα πρέπει να δεχθούμε επ' ουδενί (στις διαπραγματεύσεις μαζί της) το αίτημά της για αναγνώριση ''τουρκικής'' μειονότητας στη Θράκη (και, κατ' επέκταση, στα Δωδεκάνησα), γιατί θα δώσουμε το δικαίωμα στους ''Γκρίζους Λύκους'' της μουσουλμανικής μειονότητας να αιτηθούν επίσημα την ανεξαρτησία και αυτονομία της.
Η μόνη υποχώρηση που μπορούμε να κάνουμε είναι στο θέμα των μουφτήδων, έστω και αν η Συνθήκη της Λωζάνης τους θέλει να εκλέγονται από το ελληνικό κράτος. Ποτέ, όμως, για κυριαρχικά δικαιώματά μας στη Θράκη.
Και επειδή ο Ερντογάν τέχνας κατεργάζεται, ας έχουμε τον νου μας στα πολλά πάρε-δώσε της Τσιγδεμ Ασάφογλου (επικεφαλής του ''τουρκικού'', κατ' ομολογία των τουρκόφρονων μειονοτικών, DEB-ΚΙΕΦ) και της Ισίκ Αχμέτ (χήρας του Σαδίκ και επιτίμου προέδρου του εν λόγω κόμματος που είχε ιδρύσει ο άντρας της), γιατί οι πολλές επαφές τους με Τούρκους διπλωματικούς παράγοντες εντός (βλ. Προξενείο Κομοτηνής) και εκτός των ελληνικών συνόρων (βλ επαφές με Τούρκο ΥΠΕΞ Χακάν Φιντάν) κρύβουν ενίοτε υπονόμευση, σχέδια αποσταθεροποίησης και συνωμοσίες...
Κρινιώ Καλογερίδου
Πνεύμα που καθιστά την Τουρκία αμφισβητία των Συνθηκών οι οποίες χάραξαν τα ελληνοτουρκικά σύνορα (Λωζάνη [1923], Παρισίων [1947]). Αναθεωρητικό παίκτη με στόχους διαρκείας και αταλάντευτους στο περιφερειακό σύστημα της Ανατολικής Μεσογείου, πράγμα που εξηγεί γιατί έχει ''στραβώσει'' το κλίμα με την Ελλάδα.
Για να είμαστε ειλικρινείς όμως, ''στραβό'' ήταν το κλίμα από πάντα μετά το τραυματικό σοκ που προκάλεσε στον Ελληνισμό η τουρκική εισβολή στην Κύπρο (''Αττίλας'' 1, 20/7/'74 & ''Αττίλας'' 2, 14/8/'74), με ενδιάμεσα (αναποτελεσματικά) ''συμφιλιωτικά'' διαλείμματα τις πρωτοβουλίες προώθησης της ελληνοτουρκικής φιλίας από τον Γιώργο Παπανδρέου (βλ. ζεϊμπέκικα με τον Τζεμ, 2001, και κουμπαριές Ερντογάν- Καραμανλή, 2004).
Για την ακρίβεια, μάλιστα, η Τουρκία είχε εκδηλώσει από το '73 ακόμα τις επεκτατικές διεκδικήσεις της σε βάρος μας, αφού τότε για πρώτη φορά είχε αμφισβητήσει την ελληνική κυριαρχία σε ελληνικά νησιά όπως το Αγαθονήσι, το οποίο είχε κατονομάσει ''τουρκικό έδαφος''. Διεκδικούσε υφαλοκρηπίδα στο Ανατολικό Αιγαίο και δε δεχόταν τα όρια του FIR Αθηνών στα 10 μίλια.
Άρα έχουμε ανοιχτά μέτωπα μαζί της εδώ και μισό αιώνα. Και σ' αυτόν τον μισό αιώνα δεν έχει πάψει να αμφισβητεί την ελληνικότητα ακόμα και σε κατοικημένα νησιά μας. Φυσικά, στα πολλά αυτά χρόνια που μεσολάβησαν -- μένοντας ατιμώρητη για την εισβολή και κατοχή απί 49 χρόνια της Κύπρου -- η Τουρκία αξιοποίησε τον χρόνο (σε αντίθεση με την Ελλάδα και την Κύπρο) και αναβάθμισε ποιοτικά όχι μόνο τα εξοπλιστικά της (σε επίπεδο, κυρίως, αμυντικής βιομηχανίας), αλλά και τις μονομερείς επεκτατικές διεκδικήσεις της.
Έτσι φτάσαμε το 2016 να βλέπουμε χαρτογραφημένα απ' τους Τούρκους 152 ''γκριζαρισμένα'' νησιά μας (λίστα ''EGAYDAAK'' με τα αμφισβητούμενα ελληνικά νησιά-νησίδες-βραχονησίδες από τη Ζουράφα, τις Οινούσσες (Βόρειο και ΒΑ Αιγαίο) μέχρι το Πεταλίδι και τη Γαύδο (Κρητικό Πέλαγος).
Μέσα σε 50 χρόνια, μ' άλλα λόγια'', η Άγκυρα άρχισε να ''χτίζει'' τις νεοοθωμανικές διεκδικήσεις της ''Γαλάζιας Πατρίδας'' της σε βάρος των ελληνικών νησιών του Βορειοανατολικού και Ανατολικού Αιγαίου προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι βρίσκονται ''καθισμένα'' σε τουρκική υφαλοκρηπίδα, ενώ περιβάλλονται από εναέριο χώρο... τουρκικό.
Άρχισε να ''χτίζει'' τη διπλωματική εκστρατεία και τη στρατηγική της για το Αιγαίο με βάση το τρίπτυχο: 1. ''Θεωρία περί εγγυτέρων νήσων'' (με επίκεντρο το ''απομονωμένο'' Καστελλόριζο) 2. Αποστρατιωτικοποίηση ελληνικών νησιών του Αιγαίου και 3. Διεκδίκηση ρόλου στην έρευνα και διάσωση στο Αιγαίο.
Κι αυτό το τελευταίο δεν είναι ασήμαντο, δεδομένου ότι η Τουρκία δεν αναγνωρίζει τα όρια ευθύνης του ελληνικού FIR και επιθυμεί να πατήσει πόδι σε περιοχές έρευνας και διάσωσης, όπου την ευθύνη έχει η Ελλάδα βάσει συμφωνιών και συμβάσεων με ICAO (Διεθνής Οργανισμός Πολιτικής Αεροπορίας) και IMO (Διεθνής Οργανισμός Ναυσιπλοΐας).
Τελικός στόχος όλων αυτών μακροπρόθεσμα είναι, ασφαλώς, η
''συνεκμετάλλευση'' με την Ελλάδα του Αιγαίου. Η διχοτόμησή του, ουσιαστικά, με βάση τη ''χερσαία δομή'' των δύο χωρών και τη ''θεωρία περί εγγυτέρων νήσων'', όπως είπα και άλλοτε.
Ενδεικτικό παράδειγμα της επεκτατικής τακτικής της Τουρκίας μεταπολιτευτικά ήταν η τραγωδία στα Ίμια (1996), όπου αποδεχθήκαμε ως τετελεσμένο την επίσημη προβολή της θεωρίας των ''γκρίζων ζωνών'' η οποία στέρησε από την Ελλάδα (για πρώτη φορά μετά τον Β' ΠΠ) τμήμα της εδαφικής κυριαρχίας της.
Έκτοτε η Άγκυρα εξακολουθεί να εφαρμόζει τη στρατηγική των μονομερών επεκτατικών διεκδικήσεων, χωρίς διάθεση υποχώρησης κατ' ελάχιστον από αυτές. Απόδειξη για το προφανές είναι το γεγονός ότι το 2019 είχε επαναλάβει τον ισχυρισμό του 1973 για το Αγαθονήσι (ότι ''είναι τουρκικό έδαφος'') εκνευρισμένη από την επίσκεψη του τότε πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα επί τη ευκαιρία της 25ης Μαρτίου.
Στα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι τώρα συνεχίζει να αμφισβητεί την ελληνικότητα μεγάλου αριθμού ελληνικών νησιών, νησίδων και βραχονησίδων με τον ισχυρισμό ότι ''είναι τουρκικές υπό ελληνική κατοχή'' (βλ. αμφισβήτηση Συνθηκών που χάραξαν τα ελληνοτουρκικά σύνορα και πρόταγμα της Θεωρίας της ''περί εγγυτέρων νήσων'', πάνω στην οποία οικοδόμησε τη θέση ότι τα νησιά του Αιγαίου δεν έχουν δικαίωμα σε υφαλοκρηπίδα παρά μόνο σε χωρικά ύδατα 6 ναυτικών μιλίων).
Τα δεδομένα αυτά μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το τουρκικό δόγμα της ''Γαλάζιας Πατρίδας'' δεν είναι παρά μια φαιδρή επινόηση για να ''σβηστεί'' απ' τον χάρτη το ελληνικό χρώμα από πληθώρα νησιών μας και να γίνει οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας με βάση τις δυτικές ακτογραμμές της Τουρκίας και της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Όσο δεν συναινούμε αυτοκτονικά σε αυτό, ο Ταγίπ Ερντογάν θα εκτοξεύει συστοιχίες... απειλών εναντίον μας (εκ παραλλήλου με αυτές κατά της Κύπρου) με στόχο να περάσει τη επιδίωξή του να μηδενίσει την ελληνική υφαλοκρηπίδα -ΑΟΖ ανατολικά του 28ου Μεσημβρινού (σ.σ: σε αυτό τον βολεύει αφάνταστα η μερική ''ελληνοαιγυπριακή συμφωνία'' του '20, γιατί αφήνει εκτός ελληνικής επήρειας τη θαλάσσια αυτή ζώνη με το Καστελόριζο και την Νότια Ρόδο).
Με στόχο, ουσιαστικά, να μας αναγκάσει να δεχθούμε τη ''συνεκμετάλλευση'' • το μοίρασμα, δηλαδή, των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας με βάση τις υπάρχουσες Συνθήκες (Λωζάνης 1923 -- Παρισίων 1947) και το Διεθνές Δίκαιο (Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας [αγγ: UNCLOS)] Montego Bay, Jamaica).
Έτσι εξηγούνται και οι νέες αναφορές-προκλήσεις του Τούρκου Προέδρου, οι οποίες δείχνουν τη σφοδρή επιθυμία του να αφήσουμε ανοχύρωτα (ευάλωτα στην τουρκική βουλιμία...) τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, ενώ την ίδια στιγμή εκείνος --επωφελούμενος από την ελληνική αποστασιοποίηση για την Κύπρο -- αλωνίζει ως δερβέναγας στα Κατεχόμενα εγκαινιάζοντας τουρκικές βάσεις και έργα υποδομής (βλ. παράνομο αεροδρόμιο Ερτζάν), χωρίς να ξεχνά να επαναλαμβάνει την πρόταση της Τουρκίας για το Κυπριακό, που είναι η διχοτόμηση: ο χωρισμός σε δύο κράτη.
Όλα αυτά, φυσικά, καθιστούν αδύνατο κάθε συμβιβασμό μας με την Τουρκία (ευχή που εκφράστηκε προ ημερών από τον Κυριάκο Μητσοτάκη), γιατί ο συμβιβασμός στα εθνικά θέματα προϋποθέτει υποχωρήσεις και από τις δυο πλευρές. Ως εκ τούτου τίθεται το ερώτημα: Πώς μιλάμε για υποχωρήσεις, όταν γνωρίζουμε ότι αυτές δεν θα είναι συμμετρικές, αλλά σε βάρος μας;
Η αποδοχή της ασύμμετρης ατζέντας της Τουρκίας (η οποία προειδοποιεί ότι θα φέρει προς συζήτηση όλα τα θέματα στο Τραπέζι της Χάγης) δεν επιτρέπεται να γίνει αποδεκτή από μας, γιατί θα είναι σαν να αναγνωρίζουμε την ελλειμματικότητά μας έναντι εκείνης, τη στιγμή που η Ελλάδα αποκατέστησε την ισορροπία ισχύος στο Αιγαίο μετά από δαπανηρότατες εξοπλιστικές αγορές. Άρα κάθε ''υπερβάλλων'' συμβιβασμός με την Τουρκία θα ισοδυναμεί με ''ενδοτικό''...
Έπειτα, αν είναι να μπούμε σε συζήτηση επί των πάντων, θα είναι σαν να προσχωρούμε στο αναθεωρητικό στρατόπεδο της Τουρκίας από το οποίο θα βγούμε ζημιωμένοι μόνο εμείς. Επιπλέον θα αυτοδιαψευστούμε, γιατί μέχρι τώρα υποστηρίζουμε ότι το μόνο θέμα που έχουμε να διευθετήσουμε μαζί της είναι η συμφωνία για οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και, συνακόλουθα, της ΑΟΖ.
Ως εκ τούτου, αν προτιθέμεθα να συμβιβαστούμε με την Τουρκία, θα πρέπει να ακολουθήσουμε την τακτική της, η οποία θα έχει (όπως προβλέπω) ως έσχατη υποχώρηση την άρση του casus belli (που δεν της στοιχίζει κυριαρχικά), με αντάλλαγμα την απαίτησή της για ματαίωση εκ μέρους μας της πρόθεσής μας για επέκταση των ΕΧΥ στα 12 νμ, κάτι που αφορά ζωτικό εθνικό μας δικαίωμα το οποίο δεν πρέπει να απεμπολήσουμε με τίποτα.
Την ίδια (κατα)κόκκινη γραμμή πρέπει να επιδείξουμε στο θέμα της στρατιωτικοποίησης των νησιών μας αρνούμενοι κάθε συζήτηση για αποστρατιωτικοποίησή τους, έστω κι αν η Τουρκία δηλώνει ότι θα την ανταλλάξει με την απόσυρση της 4ης Στρατιάς του Αιγαίου (την οποία συγκρότησε το '75, στα δυτικά μικρασιατικά παράλια), αφού -- με τη δολιότητα και αφερεγγυότητά της -- είναι ικανή, αν υποχωρήσει η Ελλάδα στο θέμα αυτό, να επαναφέρει τον στρατό της αστραπιαία, έτοιμη να κάνει απόβαση στα αφοπλισμένα νησιά μας, με πρώτο υποψήφιο το Καστελόριζο.
Το Καστελόριζο που, πέρα από ιστορικούς και οικονομικούς λόγους (είναι ο ενεργειακός ''γας ομφαλός'' της Ελλάδας) εξυπηρετεί και στρατηγικούς, αφού -- αν δεν υπήρχε το σύμπλεγμα Μεγίστης-Καστελόριζου -- δεν θα είχε η Ελλάδα ΑΟΖ με την Κύπρο.
Γι' αυτό εστιάζει στο χρυσοφόρο νησί μας ο Ταγίπ Ερντογάν επωφελούμενος από την μερική ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία (την οποία πρέπει να καταστήσουμε πλήρη το συντομότερο σε συμφωνία με την Αίγυπτο) που αφήνει κυριαρχικά ''ακάλυπτο'' στη ζώνη ανατολικότερα του 28ου Μεσημβρινού, όπου ανήκει και η Νότια Ρόδος.
Όπερ σημαίνει ότι, χωρίς το Καστελόριζο, σε περίπτωση νέας εισβολής στην Κύπρο, δεν θα μπορούσε να ενεργοποιήσει η χώρα μας το ΔΕΑΧ (που παραμένει, κακώς, ανενεργό σήμερα), για να σπεύσει να τη βοηθήσει. Θα αποκόπτονταν πλήρως η Μεγαλόνησος από την Ελλάδα, γιατί η Τουρκία θα έμπαινε σφήνα ανάμεσά τους επιβάλλοντας την τουρκική κυριαρχία...
Η Τουρκία όμως δεν εποφθαλμιά μόνο τα κεκτημένα μας στο Αιγαίο, αλλά και στη Θράκη. Το έδειξαν, άλλωστε, επανειλημμένα οι επισκέψεις Τούρκων Αξιωματούχων, με τελευταία αυτή του αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών της σε Ξάνθη-Κομοτηνή επ' ευκαιρία της επετείου του θανάτου του εθνικιστή γιατρού και πολιτικού Αχμέτ Σαδίκ τον περασμένο μήνα.
Ως εκ τούτου, δεν θα πρέπει να δεχθούμε επ' ουδενί (στις διαπραγματεύσεις μαζί της) το αίτημά της για αναγνώριση ''τουρκικής'' μειονότητας στη Θράκη (και, κατ' επέκταση, στα Δωδεκάνησα), γιατί θα δώσουμε το δικαίωμα στους ''Γκρίζους Λύκους'' της μουσουλμανικής μειονότητας να αιτηθούν επίσημα την ανεξαρτησία και αυτονομία της.
Η μόνη υποχώρηση που μπορούμε να κάνουμε είναι στο θέμα των μουφτήδων, έστω και αν η Συνθήκη της Λωζάνης τους θέλει να εκλέγονται από το ελληνικό κράτος. Ποτέ, όμως, για κυριαρχικά δικαιώματά μας στη Θράκη.
Και επειδή ο Ερντογάν τέχνας κατεργάζεται, ας έχουμε τον νου μας στα πολλά πάρε-δώσε της Τσιγδεμ Ασάφογλου (επικεφαλής του ''τουρκικού'', κατ' ομολογία των τουρκόφρονων μειονοτικών, DEB-ΚΙΕΦ) και της Ισίκ Αχμέτ (χήρας του Σαδίκ και επιτίμου προέδρου του εν λόγω κόμματος που είχε ιδρύσει ο άντρας της), γιατί οι πολλές επαφές τους με Τούρκους διπλωματικούς παράγοντες εντός (βλ. Προξενείο Κομοτηνής) και εκτός των ελληνικών συνόρων (βλ επαφές με Τούρκο ΥΠΕΞ Χακάν Φιντάν) κρύβουν ενίοτε υπονόμευση, σχέδια αποσταθεροποίησης και συνωμοσίες...
Κρινιώ Καλογερίδου