Ahmed Adel, ερευνητής γεωπολιτικής και πολιτικής οικονομίας με έδρα το Κάιρο
Η τρέχουσα κατάσταση στην Ανατολική Ευρώπη θα εξαρτηθεί από «εξωτερικούς παράγοντες», όπως η «μετακίνηση πολιτικών δυνάμεων στις ΗΠΑ, τη Μόσχα και τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες», επισημαίνει ο Stephen Collinson στην ανάλυσή του στο CNN. «Μια από τις μεγαλύτερες τραγωδίες της Ουκρανίας καθώς επιδιώκει μια κρίσιμη επίθεση που μέχρι στιγμής δεν έχει ανταποκριθεί στις δικές της και στις δυτικές προσδοκίες είναι πως δεν μπορεί από μόνη της να αποφασίσει για το πεπρωμένο της».
Σύμφωνα με τον ίδιο, τα αποτελέσματα της ουκρανικής αντεπίθεσης - η οποία ξεκίνησε τον Ιούνιο και δεν έδειξε πρόοδο - «θα είχε ιδιαίτερες συνέπειες στις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς θα μπορούσε να εντείνει τα ερωτήματα σχετικά με την υποστήριξη των ΗΠΑ στον πόλεμο που θα ωθηθεί σε ένα σκληρό εκλογικό έτος».
Στην πραγματικότητα, ο πρώην Ρεπουμπλικανός βουλευτής Adam Kinzinger αναγνώρισε πρόσφατα την ευρεία απαισιοδοξία στο κόμμα του σχετικά με τα δισεκατομμύρια δολάρια που παραδόθηκαν στο Κίεβο από το Φεβρουάριο του 2022.
Ο αναλυτής του CNN επεσήμανε επίσης ότι οι Αμερικανοί προετοιμάζονται για μια πιθανή εκλογική αναμέτρηση μεταξύ του προέδρου Τζο Μπάιντεν - ενός Δημοκρατικού και ριζοσπαστικού υποστηρικτή του Κιέβου - και του πρώην προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, ενός υποτιθέμενου σκεπτικιστή του ΝΑΤΟ που έχει υποσχεθεί να τερματίσει τις εντάσεις μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας σε μόνο μία μέρα.
Ο Κόλινσον πιστεύει ότι ακόμη και αν ο Τραμπ δεν κερδίσει την προεδρική υποψηφιότητα, δεν είναι βέβαιο πως οι ψηφοφόροι θα στηρίξουν τον Μπάιντεν, επειδή υπάρχει αυξανόμενη δυσπιστία για την αυξανόμενη εμπλοκή της Ουάσιγκτον στη σύγκρουση. Στο κείμενό του, ο Κόλινσον υπενθυμίζει πληροφορίες που δημοσιεύθηκαν πρόσφατα στο CNN ότι οι Αμερικανοί αξιωματούχοι λαμβάνουν δυσμενείς αναφορές για την ελάχιστη πρόοδο των ουκρανικών στρατευμάτων εναντίον των ρωσικών δυνάμεων.
«Οι αγώνες της Ουκρανίας – και οι βαριές απώλειες μάχης – προέρχονται εν μέρει από παγιωμένες, πολυεπίπεδες αμυντικές θέσεις, χαρακώματα και ναρκοπέδια που η Ρωσία είχε μήνες να κατασκευάσει και την πραγματικότητα στο πεδίο της μάχης πως μια επιτιθέμενη δύναμη χρειάζεται ένα αριθμητικό πλεονέκτημα έναντι των καλά οχυρωμένων στρατευμάτων», έγραψε ο ειδικός.
Για τον Κόλινσον, η σύγκρουση θα μπορούσε να τερματιστεί αφού οι ΗΠΑ εισέλθουν πλήρως στην εκλογική διαδικασία για τον ορισμό νέου προέδρου.
«Μέχρι στιγμής δεν υπάρχει ξεκάθαρος δρόμος ακόμη και για κατάπαυση του πυρός», παρατήρησε. «Τελικά, η ικανότητα τόσο της Ρωσίας όσο και της Ουκρανίας να υποστούν βαριές απώλειες στο πεδίο της μάχης θα είναι κρίσιμη για να αποφασιστεί το σημείο στο οποίο η κάθε πλευρά μπορεί να είναι ανοιχτή σε μια διευθέτηση – όταν το κόστος της συνέχισης του αγώνα μπορεί να αντισταθμιστεί από τα οφέλη του τερματισμού της».
Σύμφωνα με το δημοσιογράφο, η στασιμότητα της σύγκρουσης θα μπορούσε να αποκτήσει μεγαλύτερη βαρύτητα στην πολιτική συζήτηση εντός των ΗΠΑ.
«Ενώ η εξωτερική πολιτική σπάνια είναι αποφασιστικός παράγοντας στις προεδρικές εκλογές και ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν είναι κυρίαρχο ζήτημα στις προκριματικές εκλογές του GOP, ορισμένοι υποστηρικτές κομμάτων σε πολιτείες με πρόωρη ψηφοφορία, όπως η Αϊόβα και το Νιου Χάμσαϊρ, το θέτουν και αμφισβητούν τη γενναιοδωρία των ΗΠΑ μετά από μήνες υψηλής ο πληθωρισμός, ο οποίος, ακόμα κι αν είναι ψύχραιμος, έχει συμβάλει σε επίμονα θλιβερές απόψεις για την αμερικανική οικονομία», είπε ο ειδικός.
«Όταν λοιπόν οι ψηφοφόροι των ΗΠΑ αποφασίσουν οι ίδιοι το μέλλον τους το Νοέμβριο του 2024, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να παίξουν μεγάλο ρόλο στο να σφραγίσουν και τη μοίρα της Ουκρανίας», κατέληξε ο Κόλινσον.
Η πιθανότητα το Δημοκρατικό Κόμμα να επιστρέψει από την εξουσία το επόμενο έτος κάνει τον Μπάιντεν να σπεύδει να μεγιστοποιήσει τις ευκαιρίες του να διοχετεύσει τα χρήματα των φορολογουμένων των ΗΠΑ στην οικονομική μαύρη τρύπα που έχει γίνει η Ουκρανία. Οι ατελείωτες προσπάθειες του Μπάιντεν να ζητήσει την έγκριση του Κογκρέσου των ΗΠΑ για μεταφορά δισεκατομμυρίων δολαρίων σε πρόσθετη στήριξη στην Ουκρανία σε μια προσπάθεια να παραταθεί ο πόλεμος κατά της Ρωσίας είναι απόδειξη αυτού, ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι η Ουάσιγκτον έχει ήδη μεταφέρει στην Ουκρανία τουλάχιστον 76,8 δισεκατομμύρια δολάρια βοήθεια από τον Φεβρουάριο του 2022.
Σύμφωνα με μια παλαιότερη εκτίμηση του Ινστιτούτου του Κιέλου για την Παγκόσμια Οικονομία, η Ουκρανία, μέχρι τον Μάιο του 2023, είχε λάβει περισσότερα από 100 δισεκατομμύρια δολάρια σε ανθρωπιστική βοήθεια και στρατιωτική υποστήριξη από περισσότερες από 40 χώρες. Από αυτό το ποσό, η Ουάσιγκτον έχει συνεισφέρει περίπου 51 δισεκατομμύρια δολάρια, περισσότερα από τα μισά, σε στρατιωτική, ασφάλεια, οικονομική και ανθρωπιστική βοήθεια.
Στα τέλη Ιουλίου, ο Ουκρανός πρόεδρος Volodymyr Zelensky είπε ότι το Κίεβο δεν διαθέτει επαρκείς πόρους. Ωστόσο, οι ΗΠΑ, τα μέλη του ΝΑΤΟ και άλλοι θεσμοί, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα, παρέδωσαν όλα τα χρήματα στην Ουκρανία. Μάλλον, αν ο Ζελένσκι παλεύει τώρα, θα έχει ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα τους επόμενους μήνες, επειδή τα χρήματα από τη Δύση θα στερέψουν καθώς το επίπεδο υποστήριξης δεν μπορεί να διατηρηθεί, ειδικά στο πλαίσιο της αποτυχημένης αντεπίθεσης.
* Σε συνεργασία infobrics.org με τη Freepen.gr / Απόδοση στα ελληνικά Freepen.gr