pixabay / 12019 |
Πάντα ήμουν καχύποπτη απέναντι στους ''μύθους'' της πολιτικής μας σκηνής, γιατί είχαν κομματική αφετηρία συνήθως και παγίδευαν τον λαό για τις ανάγκες των κομμάτων στην προσπάθειά τους να κατασκευάσουν προπαγανδιστικά την ταυτότητα του ''Εθνάρχη''.
Να κατασκευάσουν έναν πολιτικό μύθο για λόγους εντυπωσιασμού των μαζών ή ιδεολογικής υπεροψίας των εκφραστών τους, κάτι που δεν συνάδει με τη διαμόρφωση πλαισίου εθνικής πολιτικής πρότασης (ως επιστέγασμα της πολιτικής παρουσίας) για τη συλλογική πορεία του Ελληνισμού την οποία οφείλει να έχει κατά νου ο πραγματικός πολιτικός ''μύθος''.
Μια πορεία όχι απαραίτητα δημοφιλής, αλλά χρήσιμη στην πατρίδα και την κοινωνία. Μια πορεία που να τολμά να μιλά για τα ''μικρά'', ώστε να είναι πειστική όταν μπαίνει στη μάχη για τα ''μεγάλα''. Μια πορεία που δεν πολλαπλασιάζει τις κοινωνικές ανισότητες, δεν δημιουργεί ταξικά χάσματα και δεν έχει ελεγκτική φύση με βάση κομματικά συμφέροντα.
Δεν στηρίζεται σε αφορισμούς, καταγγελίες και τεχνάσματα κατά πολιτικών αντιπάλων, αλλά εργάζεται αθόρυβα για την ενότητα των Ελλήνων προσπαθώντας να εξαλείψει τα σημάδια του εθνικού διχασμού και των τραυματικών εμφυλιοπολεμικών περιόδων του παρελθόντος.
Υπό το πρίσμα αυτό απομυθοποιούνται διαχρονικοί ''μύθοι'' της πολιτικής μας ζωής που πέρασαν στην ιστορία ως ''Εθνάρχες''. Απομυθοποιούνται εκείνοι και μένουν αειθαλείς και αναλλοίωτοι μέσα στον χρόνο οι πραγματικοί, οι οποίοι πέρασαν αυτοδίκαια ως στις χρυσές σελίδες της ελληνικής ιστορίας.
Σ' αυτούς τους τελευταίους εντάσσονται τα πρόσωπα-μύθοι (με ηγετική διάσταση) των ραψωδιών του Ομήρου και του Ησιόδου (των επών και της αρχαίας λυρικής ποίησης), των τραγικών και κωμικών ποιητών, των μυθογράφων και ιστοριογράφων, που λειτουργούν ως απεσταλμένοι των προγονικών παρακαταθηκών στις επόμενες γενιές των Ελλήνων.
Έτσι αξιολογούνται με βάση τις πραγματικές διαστάσεις τους πολιτικές προσωπικότητες που σημάδεψαν την εθνοαπελευθερωτική, πολιτιστική, πολιτική και πολιτειακή πορεία της Ελλάδας και με κριτήριο τις επιδόσεις τους παίρνουν επάξια ή χάνουν στη συνείδηση του λαού τον τίτλο του ''εθνάρχη''.
Με σεβασμό και τιμή προσπερνώ τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, μια από τις εξέχουσες στρατιωτικές (όχι πολιτικές) προσωπικότητες στην εθνικοαπελευθερωτική ελληνική ιστορία, όπως και τον πραγματικό Εθνάρχη Ιωάννη Καποδίστρια, ''άγιο'' και ''αισυμνήτη'' της πολιτικής μας ζωής, με την αριστοτελική σημασία του όρου.
Αυτήν του μετριοπαθούς μεταρρυθμιστή και απόλυτου άρχοντα που δεν επιβλήθηκε με τη βία ως τύραννος, αλλά είχε τη συγκατάθεση των πολιτών (βλ. εκλογή Καποδίστρια ως Κυβερνήτη από την Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας [1827] με επταετή θητεία).
Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, δεν ήρθε σε ρήξη με μικρότερες, κατεστημένες εξουσίες (πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές), αλλά τις προσέγγισε με διάθεση συμφιλιωτική και σκοπό να ''χτίσει'' μαζί τους επί των ερειπίων για την αναστήλωση της ημιαπελευθερωθείσας από τον τουρκικό ζυγό Ελλάδας.
Κάτι που δεν εκτιμήθηκε, δυστυχώς, από όλους (δολοφονήθηκε το 1831 απ' τους Μαυρομιχαλαίους), παρά το τιτάνιο έργο που επιτέλεσε προς όφελος της Ελλάδας. Παρά την απαράμιλλη φιλοπατρία, την αυταπάρνηση και γενναιοδωρία του, την πολιτική οξύνοια και διορατικότητά του, την ψυχική ευγένεια, την εσωτερική καλλιέργεια και την αταλάντευτη πίστη του στην ορθόδοξη πίστη..
Την ίδια τύχη παρ' ολίγον να είχε ο διασωθείς από τρεις απόπειρες δολοφονίας επόμενος ''τιτλούχος'' πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος (1910-20, διαλειμματικά), ο οποίος αποκαλείται ακόμα ''Εθνάρχης'' από μεγάλη μερίδα του ελληνικού λαού .
Ο θριαμβευτής της Συνθήκης των Σεβρών που έκανε το όνειρο εκατομμυρίων Ελλήνων πραγματικότητα (Ελλάδα των πέντε θαλασσών και των δύο ηπείρων) ήταν, αναμφισβήτητα, χαρισματικός άνθρωπος και πολιτικός.
Πολιτικός όμως που ένωσε και δίχασε ταυτόχρονα τον ελληνικό λαό. Το δυστύχημα είναι ότι ο Εθνικός Διχασμός Βενιζελικών-Βασιλικών (αποτέλεσμα της διχογνωμίας Βενιζέλου-Κωνσταντίνου για το αν η Ελλάδα έπρεπε να συνταχθεί ή όχι με τις δυνάμεις της Αντάντ κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, 1814-'18) στοίχειωνε για πολλά χρόνια την πολιτική σκηνή του τόπου μας.
Κι αυτό γιατί -- μέχρι τον θάνατό του (1936) -- εξελίσσονταν σφοδρές αντιπαραθέσεις στο πολιτικό πεδίο, ενώ -- μετά απ' αυτόν -- ήταν συχνές οι έριδες διεκδίκησης της πολιτικής κληρονομιάς και των ιδεών του Κρητικού επαναστάτη και πολιτικού (σ.σ: Ξεκίνησε ως ''επαναστάτης'' του κινήματος του Θερίσου στην τουρκοκρατούμενη Κρήτη [1905] και αναδείχθηκε, στη συνέχεια, πρωταγωνιστής στην πολιτική σκηνή της Ελλάδας, αρχές του 20ου αιώνα).
Πρωταγωνιστής ως στοχαστής (μετάφρασε το 1921 την ιστορία του Θουκυδίδη), οραματιστής διπλωμάτης (θριαμβευτής της ''Συνθήκης των Σεβρών'', 1920), διαμορφωτής των σημερινών συνόρων της Ελλάδας δια της Συνθήκης της Λωζάνης (την οποία υπέγραψε το 1923 με τον Ισμέτ Ινονού εγκαινιάζοντας τον ''πολιτικό ρεαλισμό'' στην προσέγγιση των διεθνών σχέσεων, στο πλαίσιο του οποίου πήρε τη λάθος απόφαση το 1934 για την απονομή του βραβείου Νόμπελ Ειρήνης στον Μουσταφά Κεμάλ),
Με δεδομένα αυτά, θα μπορούσε να του αποδοθεί ο τίτλος του ''Εθνάρχη'' ηγέτη, αν δεν υπήρχαν ελαττώματα και λάθη του που μείωναν την ηγετική μορφή του και ακύρωναν στη συνείδηση μερίδας Ελλήνων διακομματικά το προσωνύμιό του.
Μερίδας Ελλήνων που τον αναθεμάτιζε και τον καθύβριζε από διαφορετικές πολιτικές αφετηρίες. Έτσι οι δεξιοί εθνικολαϊκιστές (''Βασιλικοί'' στην πλειοψηφία τους) επέρριπταν στον Ελευθέριο Βενιζέλο την ευθύνη για την Μικρασιατική Καταστροφή, αν και δεν ήταν αυτός ο φυσικός αυτουργός της (βλ. υπαίτιοι ΜΚ). Σημειωτέον ότι -- μετά τον θάνατό του -- πολλοί από τους ''σκληρούς'' που τον πολέμησαν, παραδέχτηκαν το πολιτικό ανάστημά του.
Οι αριστεροί πάλι (οι κομμουνιστές, όχι οι... ''ροζέ'' και οι κεντροαριστεροί που τον έχρισαν προοδευτικό από εθνικιστή ''μεγαλοϊδεάτη'') δεν συγχωρούν στον Βενιζέλο το ''Ιδιώνυμο'' (νόμος ''Περί μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών'', 24/7/34).
Δεν συγχωρούν τον υπ’ αριθμόν 4229 του 1929 νόμο του, γιατί αντιμετώπιζε τον κομμουνισμό ως ''ειδικό αδίκημα'' που επέβαλε κατασταλτικά μέτρα και είχε στόχο τη συντριβή της δράσης του ΚΚΕ με τη δικαιολογία ότι θα θωρακιστεί η αστική εξουσία.
Στο θέμα αυτό οι πολιτικοί αντίπαλοι του Βενιζέλου έχουν πολλά δίκια και γίνεται κατανοητή η απόρριψη εκ μέρους τους του χαρακτηρισμού του ως ''Εθνάρχη'', γιατί ο Εθνάρχης ενώνει, ενώ ο πρώην πρωθυπουργός δίχασε τον λαό στο θέμα αυτό, παρά τις αιτιάσεις που δικαιολογούσαν την απόφασή του.
Αντίθετα, τον Εθνικό Διχασμό δεν τον προκάλεσε αποκλειστικά εκείνος. Ευθύνες είχε και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α' που ήταν εξαρτημένος από την Γερμανία, ενώ ο Βενιζέλος από το '16 είχε προσεταιριστεί τους Συμμάχους και αφέθηκε να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης των Μεγάλων Δυνάμεων.
Των Μεγάλων Δυνάμεων οι οποίες (έχοντας μαζεμένα πολλά κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) πάτησαν πάνω στους οραματισμούς του για το μεγάλωμα της Ελλάδας και τον έστειλαν σαν δόλωμα στην Μ. Ασία με την δικαιολογία επιβράβευσης της Ελλάδας λόγω της νικηφόρας παρουσίας της κατά τον Α' ΠΠ (βλ. απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη [16 Μαΐου 1919] με απόφαση του ''Ανώτατου Συμμαχικού Συμβουλίου'' της ΑΝΤΑΝΤ, σύμφωνα με την εφαρμογή της συνθήκης του Μούδρου, το 1918).
Τριαντατρία χρόνια μετά την Μικρασιατική Καταστροφή (1955) εμφανίζεται ο τελευταίος πρωθυπουργός (Κωνσταντίνος Καραμανλής), ο οποίος -- χρόνια αργότερα -- πήρε τον τίτλο του ''Εθνάρχη'' από τους οπαδούς του κόμματός του (η ΕΡΕ έγινε Νέα Δημοκρατία το '74) για τον ενοποιητικό, πολιτικό ρόλο του (νομιμοποίηση του ΚΚΕ στις 23 Σεπτέμβρη 1974 από την κυβέρνηση εθνικής ενότητας υπό την ηγεσία του). Και, φυσικά, για τη συμβολή του στην οικονομική ανασυγκρότηση της Ελλάδας (με αποκορύφωμα την είσοδό της στην ΕΟΚ [μετέπειτα Ε.Ε] το 1979, από τα χρόνια της υπουργίας [Εργασίας, Μεταφορών, Κοινωνικής Πρόνοιας, Εθνικής Άμυνας και Δημοσίων Έργων στην κυβέρνηση Παπάγου (1952-55)] και πρωθυπουργίας του (1955-63 & 1974-80) έως και αυτά της Προεδρίας (ΠτΔ: 1990-1995).
Για ένα μέρος των Ελλήνων, ωστόσο, κάποια αρνητικά πεπραγμένα και λόγια του Κωνσταντίνου Καραμανλή αναιρούν τον τίτλο ''Εθνάρχης'' που του είχε αποδοθεί, παρά την παραδοχή τους για τη συνεισφορά του στην αναστήλωση των ερειπίων της μεταπολεμικής Ελλάδας και την επάνοδο της Δημοκρατίας στον τόπο μας (βλ. ''πρόγραμμα ταχείας εκβιομηχάνισης, επένδυσης σε έργα υποδομής και βελτίωσης της γεωργικής παραγωγής, το οποίο οδήγησε, από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, στο ''ελληνικό οικονομικό θαύμα'').
Ως κύριες αιτίες αμφισβήτησης του προσωνυμίου ''Εθνάρχης'' για τον Καραμανλή αναφέρονται:
1. Οι εθνικά ζημιογόνες για την Κύπρο συμφωνίες Ζυρίχης Λονδίνου (1959) που κατέστησαν την Τουρκία τρίτη συνεγγυήτρια δύναμη (πλην Ελλάδας και Βρετανίας) στην Κύπρο (με αντάλλαγμα την ίδρυση ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας [1960] ανοίγοντας την Κερκόπορτα για την κατάκτηση της μισής Κύπρου το '74 (την καίρια ευθύνη της οποίας, ωστόσο, είχε η Χούντα των Συνταγματαρχών), 2. Οι ''εκλογές της βίας και της νοθείας'' του 1961 (βλ. ανένδοτο αγώνα Ένωσης Κέντρου που αμφισβητούσε τη θεσμική δυνατότητα στην κυβέρνηση της ΕΡΕ να κυβερνήσει) και 3. Η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη από το παρακράτος, γεγονός που ανάγκασε και τον ίδιο τον Καραμανλή να αναφωνήσει όταν το πληροφορήθηκε: ''Ποιος κυβερνάει αυτόν τον τόπο;'', Μάιος '63).
Αρνητική εντύπωση προκαλούν, επίσης -- προστιθέμενα στα ως άνω γεγονότα -- εκφράσεις που αποδίδονται στον Κωνσταντίνο Καραμανλή και δεν συνάδουν με Εθνάρχη-προστάτη του Ελληνισμού , όπως:
''Δεν θα χαλάσουμε οι Έλληνες τις σχέσεις μας με την Τουρκία για μια χούφτα ψαράδες” (για τους Ίμβριους μειονοτικούς που ζητούσαν παρέμβαση της Ελλάδας για τα πάνδεινα που υφίσταντο απ' τους Τούρκους ιδιοκτήτες της Ίμβρου στις αρχές της δεκαετίας του '60) και η δικαιολογία συμπυκνωμένη στη φράση ''Η Κύπρος κείται μακράν'' για την αδυναμία της Ελλάδας να στείλει βοήθεια, ώστε να εμποδίσει την προέλαση του Αττίλα Νο2 το 1974.
Η τελευταία ρήση, σημειωτέον, στοιχειώνει ακόμα τους Κύπριους, γιατί θεωρούν ότι ολοκλήρωσε το κακό που είχε προξενήσει η δικτατορία (απόσυρση της Ελληνικής Μεραρχίας το '67 και άνοιγμα της Κερκόπορτας με την τοποθέτηση του Σαμψών στη θέση του εκδιωχθέντος Μακάριου το '74) , αφού ο Καραμανλής ήταν σαν να έδινε ασυλία στους Τούρκους επιτρέποντας παράλληλα στους Αμερικανούς να στηρίξουν τον Αττίλα Νο2''.
Κρινιώ Καλογερίδου
Να κατασκευάσουν έναν πολιτικό μύθο για λόγους εντυπωσιασμού των μαζών ή ιδεολογικής υπεροψίας των εκφραστών τους, κάτι που δεν συνάδει με τη διαμόρφωση πλαισίου εθνικής πολιτικής πρότασης (ως επιστέγασμα της πολιτικής παρουσίας) για τη συλλογική πορεία του Ελληνισμού την οποία οφείλει να έχει κατά νου ο πραγματικός πολιτικός ''μύθος''.
Μια πορεία όχι απαραίτητα δημοφιλής, αλλά χρήσιμη στην πατρίδα και την κοινωνία. Μια πορεία που να τολμά να μιλά για τα ''μικρά'', ώστε να είναι πειστική όταν μπαίνει στη μάχη για τα ''μεγάλα''. Μια πορεία που δεν πολλαπλασιάζει τις κοινωνικές ανισότητες, δεν δημιουργεί ταξικά χάσματα και δεν έχει ελεγκτική φύση με βάση κομματικά συμφέροντα.
Δεν στηρίζεται σε αφορισμούς, καταγγελίες και τεχνάσματα κατά πολιτικών αντιπάλων, αλλά εργάζεται αθόρυβα για την ενότητα των Ελλήνων προσπαθώντας να εξαλείψει τα σημάδια του εθνικού διχασμού και των τραυματικών εμφυλιοπολεμικών περιόδων του παρελθόντος.
Υπό το πρίσμα αυτό απομυθοποιούνται διαχρονικοί ''μύθοι'' της πολιτικής μας ζωής που πέρασαν στην ιστορία ως ''Εθνάρχες''. Απομυθοποιούνται εκείνοι και μένουν αειθαλείς και αναλλοίωτοι μέσα στον χρόνο οι πραγματικοί, οι οποίοι πέρασαν αυτοδίκαια ως στις χρυσές σελίδες της ελληνικής ιστορίας.
Σ' αυτούς τους τελευταίους εντάσσονται τα πρόσωπα-μύθοι (με ηγετική διάσταση) των ραψωδιών του Ομήρου και του Ησιόδου (των επών και της αρχαίας λυρικής ποίησης), των τραγικών και κωμικών ποιητών, των μυθογράφων και ιστοριογράφων, που λειτουργούν ως απεσταλμένοι των προγονικών παρακαταθηκών στις επόμενες γενιές των Ελλήνων.
Έτσι αξιολογούνται με βάση τις πραγματικές διαστάσεις τους πολιτικές προσωπικότητες που σημάδεψαν την εθνοαπελευθερωτική, πολιτιστική, πολιτική και πολιτειακή πορεία της Ελλάδας και με κριτήριο τις επιδόσεις τους παίρνουν επάξια ή χάνουν στη συνείδηση του λαού τον τίτλο του ''εθνάρχη''.
Με σεβασμό και τιμή προσπερνώ τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, μια από τις εξέχουσες στρατιωτικές (όχι πολιτικές) προσωπικότητες στην εθνικοαπελευθερωτική ελληνική ιστορία, όπως και τον πραγματικό Εθνάρχη Ιωάννη Καποδίστρια, ''άγιο'' και ''αισυμνήτη'' της πολιτικής μας ζωής, με την αριστοτελική σημασία του όρου.
Αυτήν του μετριοπαθούς μεταρρυθμιστή και απόλυτου άρχοντα που δεν επιβλήθηκε με τη βία ως τύραννος, αλλά είχε τη συγκατάθεση των πολιτών (βλ. εκλογή Καποδίστρια ως Κυβερνήτη από την Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας [1827] με επταετή θητεία).
Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, δεν ήρθε σε ρήξη με μικρότερες, κατεστημένες εξουσίες (πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές), αλλά τις προσέγγισε με διάθεση συμφιλιωτική και σκοπό να ''χτίσει'' μαζί τους επί των ερειπίων για την αναστήλωση της ημιαπελευθερωθείσας από τον τουρκικό ζυγό Ελλάδας.
Κάτι που δεν εκτιμήθηκε, δυστυχώς, από όλους (δολοφονήθηκε το 1831 απ' τους Μαυρομιχαλαίους), παρά το τιτάνιο έργο που επιτέλεσε προς όφελος της Ελλάδας. Παρά την απαράμιλλη φιλοπατρία, την αυταπάρνηση και γενναιοδωρία του, την πολιτική οξύνοια και διορατικότητά του, την ψυχική ευγένεια, την εσωτερική καλλιέργεια και την αταλάντευτη πίστη του στην ορθόδοξη πίστη..
Την ίδια τύχη παρ' ολίγον να είχε ο διασωθείς από τρεις απόπειρες δολοφονίας επόμενος ''τιτλούχος'' πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος (1910-20, διαλειμματικά), ο οποίος αποκαλείται ακόμα ''Εθνάρχης'' από μεγάλη μερίδα του ελληνικού λαού .
Ο θριαμβευτής της Συνθήκης των Σεβρών που έκανε το όνειρο εκατομμυρίων Ελλήνων πραγματικότητα (Ελλάδα των πέντε θαλασσών και των δύο ηπείρων) ήταν, αναμφισβήτητα, χαρισματικός άνθρωπος και πολιτικός.
Πολιτικός όμως που ένωσε και δίχασε ταυτόχρονα τον ελληνικό λαό. Το δυστύχημα είναι ότι ο Εθνικός Διχασμός Βενιζελικών-Βασιλικών (αποτέλεσμα της διχογνωμίας Βενιζέλου-Κωνσταντίνου για το αν η Ελλάδα έπρεπε να συνταχθεί ή όχι με τις δυνάμεις της Αντάντ κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, 1814-'18) στοίχειωνε για πολλά χρόνια την πολιτική σκηνή του τόπου μας.
Κι αυτό γιατί -- μέχρι τον θάνατό του (1936) -- εξελίσσονταν σφοδρές αντιπαραθέσεις στο πολιτικό πεδίο, ενώ -- μετά απ' αυτόν -- ήταν συχνές οι έριδες διεκδίκησης της πολιτικής κληρονομιάς και των ιδεών του Κρητικού επαναστάτη και πολιτικού (σ.σ: Ξεκίνησε ως ''επαναστάτης'' του κινήματος του Θερίσου στην τουρκοκρατούμενη Κρήτη [1905] και αναδείχθηκε, στη συνέχεια, πρωταγωνιστής στην πολιτική σκηνή της Ελλάδας, αρχές του 20ου αιώνα).
Πρωταγωνιστής ως στοχαστής (μετάφρασε το 1921 την ιστορία του Θουκυδίδη), οραματιστής διπλωμάτης (θριαμβευτής της ''Συνθήκης των Σεβρών'', 1920), διαμορφωτής των σημερινών συνόρων της Ελλάδας δια της Συνθήκης της Λωζάνης (την οποία υπέγραψε το 1923 με τον Ισμέτ Ινονού εγκαινιάζοντας τον ''πολιτικό ρεαλισμό'' στην προσέγγιση των διεθνών σχέσεων, στο πλαίσιο του οποίου πήρε τη λάθος απόφαση το 1934 για την απονομή του βραβείου Νόμπελ Ειρήνης στον Μουσταφά Κεμάλ),
Με δεδομένα αυτά, θα μπορούσε να του αποδοθεί ο τίτλος του ''Εθνάρχη'' ηγέτη, αν δεν υπήρχαν ελαττώματα και λάθη του που μείωναν την ηγετική μορφή του και ακύρωναν στη συνείδηση μερίδας Ελλήνων διακομματικά το προσωνύμιό του.
Μερίδας Ελλήνων που τον αναθεμάτιζε και τον καθύβριζε από διαφορετικές πολιτικές αφετηρίες. Έτσι οι δεξιοί εθνικολαϊκιστές (''Βασιλικοί'' στην πλειοψηφία τους) επέρριπταν στον Ελευθέριο Βενιζέλο την ευθύνη για την Μικρασιατική Καταστροφή, αν και δεν ήταν αυτός ο φυσικός αυτουργός της (βλ. υπαίτιοι ΜΚ). Σημειωτέον ότι -- μετά τον θάνατό του -- πολλοί από τους ''σκληρούς'' που τον πολέμησαν, παραδέχτηκαν το πολιτικό ανάστημά του.
Οι αριστεροί πάλι (οι κομμουνιστές, όχι οι... ''ροζέ'' και οι κεντροαριστεροί που τον έχρισαν προοδευτικό από εθνικιστή ''μεγαλοϊδεάτη'') δεν συγχωρούν στον Βενιζέλο το ''Ιδιώνυμο'' (νόμος ''Περί μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών'', 24/7/34).
Δεν συγχωρούν τον υπ’ αριθμόν 4229 του 1929 νόμο του, γιατί αντιμετώπιζε τον κομμουνισμό ως ''ειδικό αδίκημα'' που επέβαλε κατασταλτικά μέτρα και είχε στόχο τη συντριβή της δράσης του ΚΚΕ με τη δικαιολογία ότι θα θωρακιστεί η αστική εξουσία.
Στο θέμα αυτό οι πολιτικοί αντίπαλοι του Βενιζέλου έχουν πολλά δίκια και γίνεται κατανοητή η απόρριψη εκ μέρους τους του χαρακτηρισμού του ως ''Εθνάρχη'', γιατί ο Εθνάρχης ενώνει, ενώ ο πρώην πρωθυπουργός δίχασε τον λαό στο θέμα αυτό, παρά τις αιτιάσεις που δικαιολογούσαν την απόφασή του.
Αντίθετα, τον Εθνικό Διχασμό δεν τον προκάλεσε αποκλειστικά εκείνος. Ευθύνες είχε και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α' που ήταν εξαρτημένος από την Γερμανία, ενώ ο Βενιζέλος από το '16 είχε προσεταιριστεί τους Συμμάχους και αφέθηκε να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης των Μεγάλων Δυνάμεων.
Των Μεγάλων Δυνάμεων οι οποίες (έχοντας μαζεμένα πολλά κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) πάτησαν πάνω στους οραματισμούς του για το μεγάλωμα της Ελλάδας και τον έστειλαν σαν δόλωμα στην Μ. Ασία με την δικαιολογία επιβράβευσης της Ελλάδας λόγω της νικηφόρας παρουσίας της κατά τον Α' ΠΠ (βλ. απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη [16 Μαΐου 1919] με απόφαση του ''Ανώτατου Συμμαχικού Συμβουλίου'' της ΑΝΤΑΝΤ, σύμφωνα με την εφαρμογή της συνθήκης του Μούδρου, το 1918).
Τριαντατρία χρόνια μετά την Μικρασιατική Καταστροφή (1955) εμφανίζεται ο τελευταίος πρωθυπουργός (Κωνσταντίνος Καραμανλής), ο οποίος -- χρόνια αργότερα -- πήρε τον τίτλο του ''Εθνάρχη'' από τους οπαδούς του κόμματός του (η ΕΡΕ έγινε Νέα Δημοκρατία το '74) για τον ενοποιητικό, πολιτικό ρόλο του (νομιμοποίηση του ΚΚΕ στις 23 Σεπτέμβρη 1974 από την κυβέρνηση εθνικής ενότητας υπό την ηγεσία του). Και, φυσικά, για τη συμβολή του στην οικονομική ανασυγκρότηση της Ελλάδας (με αποκορύφωμα την είσοδό της στην ΕΟΚ [μετέπειτα Ε.Ε] το 1979, από τα χρόνια της υπουργίας [Εργασίας, Μεταφορών, Κοινωνικής Πρόνοιας, Εθνικής Άμυνας και Δημοσίων Έργων στην κυβέρνηση Παπάγου (1952-55)] και πρωθυπουργίας του (1955-63 & 1974-80) έως και αυτά της Προεδρίας (ΠτΔ: 1990-1995).
Για ένα μέρος των Ελλήνων, ωστόσο, κάποια αρνητικά πεπραγμένα και λόγια του Κωνσταντίνου Καραμανλή αναιρούν τον τίτλο ''Εθνάρχης'' που του είχε αποδοθεί, παρά την παραδοχή τους για τη συνεισφορά του στην αναστήλωση των ερειπίων της μεταπολεμικής Ελλάδας και την επάνοδο της Δημοκρατίας στον τόπο μας (βλ. ''πρόγραμμα ταχείας εκβιομηχάνισης, επένδυσης σε έργα υποδομής και βελτίωσης της γεωργικής παραγωγής, το οποίο οδήγησε, από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, στο ''ελληνικό οικονομικό θαύμα'').
Ως κύριες αιτίες αμφισβήτησης του προσωνυμίου ''Εθνάρχης'' για τον Καραμανλή αναφέρονται:
1. Οι εθνικά ζημιογόνες για την Κύπρο συμφωνίες Ζυρίχης Λονδίνου (1959) που κατέστησαν την Τουρκία τρίτη συνεγγυήτρια δύναμη (πλην Ελλάδας και Βρετανίας) στην Κύπρο (με αντάλλαγμα την ίδρυση ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας [1960] ανοίγοντας την Κερκόπορτα για την κατάκτηση της μισής Κύπρου το '74 (την καίρια ευθύνη της οποίας, ωστόσο, είχε η Χούντα των Συνταγματαρχών), 2. Οι ''εκλογές της βίας και της νοθείας'' του 1961 (βλ. ανένδοτο αγώνα Ένωσης Κέντρου που αμφισβητούσε τη θεσμική δυνατότητα στην κυβέρνηση της ΕΡΕ να κυβερνήσει) και 3. Η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη από το παρακράτος, γεγονός που ανάγκασε και τον ίδιο τον Καραμανλή να αναφωνήσει όταν το πληροφορήθηκε: ''Ποιος κυβερνάει αυτόν τον τόπο;'', Μάιος '63).
Αρνητική εντύπωση προκαλούν, επίσης -- προστιθέμενα στα ως άνω γεγονότα -- εκφράσεις που αποδίδονται στον Κωνσταντίνο Καραμανλή και δεν συνάδουν με Εθνάρχη-προστάτη του Ελληνισμού , όπως:
''Δεν θα χαλάσουμε οι Έλληνες τις σχέσεις μας με την Τουρκία για μια χούφτα ψαράδες” (για τους Ίμβριους μειονοτικούς που ζητούσαν παρέμβαση της Ελλάδας για τα πάνδεινα που υφίσταντο απ' τους Τούρκους ιδιοκτήτες της Ίμβρου στις αρχές της δεκαετίας του '60) και η δικαιολογία συμπυκνωμένη στη φράση ''Η Κύπρος κείται μακράν'' για την αδυναμία της Ελλάδας να στείλει βοήθεια, ώστε να εμποδίσει την προέλαση του Αττίλα Νο2 το 1974.
Η τελευταία ρήση, σημειωτέον, στοιχειώνει ακόμα τους Κύπριους, γιατί θεωρούν ότι ολοκλήρωσε το κακό που είχε προξενήσει η δικτατορία (απόσυρση της Ελληνικής Μεραρχίας το '67 και άνοιγμα της Κερκόπορτας με την τοποθέτηση του Σαμψών στη θέση του εκδιωχθέντος Μακάριου το '74) , αφού ο Καραμανλής ήταν σαν να έδινε ασυλία στους Τούρκους επιτρέποντας παράλληλα στους Αμερικανούς να στηρίξουν τον Αττίλα Νο2''.
Κρινιώ Καλογερίδου