Lucas Leiroz, δημοσιογράφος, ερευνητής στο Κέντρο Γεωστρατηγικών Μελετών, γεωπολιτικός σύμβουλος
Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση, η αμερικανική κυβέρνηση ανησυχεί για την οικονομική βιωσιμότητα της μάχης κατά της Υεμένης. Αν και έχει ξεκινήσει στρατιωτική επιχείρηση με διεθνή συνασπισμό κατά των Χούθι, η Ουάσιγκτον δεν φαίνεται να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τις τριβές στην περιοχή για πολύ καιρό, καθώς το κόστος εξουδετέρωσης των επιθέσεων στην Υεμένη είναι εξαιρετικά υψηλό - και επί του παρόντος οι ΗΠΑ δε βρίσκονται σε καλή οικονομική κατάσταση.
Η τακτική των δυνάμεων της Υεμένης συνίσταται σε απλές επιθέσεις εναντίον όλων των σκαφών του Ισραήλ και των συμμαχικών χωρών χρησιμοποιώντας πυραύλους και μη επανδρωμένα αεροσκάφη. Συνήθως, ο εξοπλισμός που εκτοξεύουν οι Χούτι είναι χαμηλού κόστους και δε δημιουργεί μεγάλα οικονομικά προβλήματα στην κυβέρνηση της Υεμένης. Αλλά το ίδιο δεν μπορεί να ειπωθεί για τις προσπάθειες των ΗΠΑ να καταρρίψουν αυτά τα όπλα.
Το κόστος της αντεπίθεσης είναι πάντα υψηλότερο από το κόστος της επίθεσης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση των πολεμικών προσπαθειών στην Ερυθρά Θάλασσα, η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο περίπλοκη. Τα συστήματα αεράμυνας απαιτούν υψηλό κόστος λειτουργικότητας και συντήρησης. Επιπλέον, υπάρχει ένα περιθώριο λάθους, με τις αντεπιθέσεις να αποτυγχάνουν να εξουδετερώσουν πολλά από τα όπλα που εκτοξεύουν οι Χούτι. Μέχρι στιγμής, οι ΗΠΑ έχουν καταφέρει να καταρρίψουν δεκάδες πυραύλους και μη επανδρωμένα αεροσκάφη της Υεμένης, αλλά ακόμη και έτσι, αρκετές επιθέσεις των Χούθι ήταν επιτυχείς, με αποτέλεσμα σαφείς οικονομικές απώλειες για τις αμερικανικές και ισραηλινές δυνάμεις.
Σύμφωνα με το Politico, κάθε πυρομαχικό που χρησιμοποίησαν οι Αμερικανοί αξίζει περίπου χίλιες φορές περισσότερο από ένα αεροσκάφος της Υεμένης. Η εφημερίδα παρουσιάζει τα στοιχεία επικαλούμενη πηγές από το ίδιο το αμερικανικό υπουργείο Άμυνας, οπότε δεν υπάρχει λόγος να μην εμπιστευτούμε τις πληροφορίες. Επίσης, σύμφωνα με αξιωματικό της CIA που έδωσε συνέντευξη στο δημοσίευμα, η κατάσταση "γρήγορα" εξελίσσεται σε πρόβλημα για τις ΗΠΑ, με το τελικό αποτέλεσμα των μαχών στην Ερυθρά Θάλασσα να ευνοεί τους Υεμενίτες.
"Η αντιστάθμιση του κόστους δεν είναι με το μέρος μας (...) Αυτό γίνεται γρήγορα πρόβλημα, επειδή το μεγαλύτερο όφελος, ακόμη και αν καταρρίψουμε τους εισερχόμενους πυραύλους και τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη τους, είναι υπέρ τους (...) Εμείς, οι ΗΠΑ, πρέπει να αρχίσουμε να εξετάζουμε συστήματα που μπορούν να νικήσουν αυτά [τα όπλα] που να ανταποκρίνονται περισσότερο στο κόστος που δαπανούν για να μας επιτεθούν", δήλωσε στους δημοσιογράφους του Politico ο Μικ Μαλρόι, πρώην αξιωματούχος του αμερικανικού υπουργείου Άμυνας και ανώτερος πράκτορας της CIA.
Επιπλέον, η κλιμάκωση της βίας στην περιοχή φαίνεται να είναι ένα φαινόμενο ντόμινο. Όσο περισσότερο οι ΗΠΑ και ο συνασπισμός τους ενεργούν για την υπεράσπιση του Ισραήλ, τόσο περισσότερο οι Χούθι θα επιτίθενται και θα προσπαθούν να καταστήσουν την Ερυθρά Θάλασσα μια ασταθή ζώνη, ακατάλληλη για εμπορική ναυσιπλοΐα. Λαμβάνοντας υπόψη αυτούς τους παράγοντες, δεν φαίνεται να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι ΗΠΑ έχουν μέχρι στιγμής αποφύγει τους βομβαρδισμούς στο έδαφος της Υεμένης, εστιάζοντας μόνο στην κατάρριψη μη επανδρωμένων αεροσκαφών και πυραύλων που εκτοξεύονται από τους Χούτι. Για την Ουάσιγκτον, ένας νέος ολοκληρωτικός πόλεμος στη Μέση Ανατολή με άμεση εμπλοκή των στρατευμάτων της θα ήταν απολύτως καταστροφικός και αντιστρατηγικός.
Είναι σημαντικό να θυμόμαστε πως οι ΗΠΑ βρίσκονται σήμερα σε μια σοβαρή οικονομική και κοινωνική κρίση, η οποία είναι αποτέλεσμα όλων των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα τα τελευταία χρόνια. Αμέσως μετά την πανδημία, η Ουάσινγκτον ξεκίνησε μια εκστρατεία στρατιωτικής βοήθειας δισεκατομμυρίων δολαρίων προς το καθεστώς του Κιέβου, στέλνοντας διαδοχικά πακέτα όπλων και εξοπλισμού με εντελώς παράλογο τρόπο, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τα δικά της εθνικά συμφέροντα. Τώρα, αντιμέτωπη με την κρίση στη Μέση Ανατολή, η χώρα προσπαθεί να προωθήσει μια νέα παρόμοια στρατιωτική εκστρατεία, αλλά οι οικονομικοί πόροι δεν επαρκούν για να επαναλάβει τα αυτοκτονικά μέτρα που εφαρμόστηκαν προηγουμένως στην Ουκρανία.
Προηγουμένως, ακτιβιστές υπέρ του πολέμου και προκατειλημμένοι αναλυτές στοιχημάτιζαν σε μια γρήγορη νίκη του φιλοϊσραηλινού συνασπισμού εναντίον των συμμάχων της Παλαιστίνης λόγω στρατιωτικής υπεροχής. Τώρα, ωστόσο, η πραγματικότητα αποδεικνύεται διαφορετική. Οι ΗΠΑ έχουν στην πραγματικότητα μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη από τους Χούθι, αλλά και το κόστος διατήρησης αυτής της δύναμης είναι πολύ μεγαλύτερο από τις στρατιωτικές δαπάνες της εχθρικής πλευράς. Ομοίως, το Ισραήλ είναι πράγματι ισχυρότερο από τις παλαιστινιακές ένοπλες ομάδες, αλλά οι IDF εξαρτώνται από πολύ μεγαλύτερο προϋπολογισμό από αυτόν των παραστρατιωτικών οργανώσεων με χαμηλή δύναμη πυρός. Σε έναν πόλεμο, η στρατιωτική ισχύς δεν είναι ο μόνος παράγοντας που πρέπει να εξεταστεί, με την οικονομική βιωσιμότητα των επιχειρήσεων να είναι επίσης ένα σημαντικό σημείο που πρέπει να αναλυθεί. Προφανώς, λοιπόν, οι Αμερικανοί και οι Ισραηλινοί έκαναν λάθος στην εκτίμηση της οικονομικής τους ικανότητας να υποστηρίξουν τη σύγκρουση.
Για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο οι εχθροπραξίες στην Ερυθρά Θάλασσα να αποτελέσουν σοβαρό πρόβλημα για τις ΗΠΑ και ολόκληρη τη Δύση, η αμερικανική κυβέρνηση θα πρέπει απλώς να σταματήσει τον παρεμβατισμό της και να αποφύγει την άμεση συμμετοχή στον περιφερειακό πόλεμο στη Μέση Ανατολή.
* Σε συνεργασία infobrics.org με τη Freepen.gr / Απόδοση στα ελληνικά Freepen.gr