Δεν ξέρω για σας, αλλά μια από τις μεγάλες στιγμές ευδαιμονίας για μένα (τις λίγες που μου δίνουν την αίσθηση της ελευθερίας και με κρατούν μακριά απ’ την περιοριστική πραγματικότητα) είναι η στιγμή που απολαμβάνω τις μικροχαρές της ζωής μέσα από μια σελίδα του διαδικτύου.
Μικροχαρές που με κάνουν να νιώθω ζωγράφος, ποιήτρια, δημιουργός, με μάτια στη γη και τον ουρανό της Πόλης, γιατί η σελίδα ”εκπέμπει” από ‘κει, από την Πρίγκηπο της Κωνσταντινούπολης.
Βουλιάζω στην πολυθρόνα μου και απολαμβάνω τον μικρό παράδεισο με το ελληνικό χρώμα. Είναι η ώρα που η μοναξιά του λόγου χάνει το νόημά της και με επιστρέφει στην πραγματικότητα της ιστορικής μνήμης.
Μέσα απ’ αυτήν ψάχνω να βρω με το ένστικτό μου τις ''Χαμένες Πατρίδες'' των παππούδων μου, οι σκιές των οποίων περιπλανιούνται ακόμα εκεί απ’ όπου έφυγαν διωγμένοι, κυνηγημένοι, εκτοπισμένοι, ελπίζοντας πως θα αξιωθούν κάποια στιγμή να γυρίσουν στη γενέθλια γη τους.
Όμως δεν γύρισαν ποτέ. Έφυγαν απ’ αυτήν τη ζωή, χωρίς να νιώσουν τη χαρά της επιστροφής τους. Έτσι το κάνω εγώ γι’ αυτούς, ακολουθώντας τη φωνή του αίματός μου που κουβαλάει τα αρώματα, τα χρώματα, τις μυρωδιές και τις γεύσεις της Ανατολίας.
Η ιστορία των Ελλήνων προσφύγων γίνεται βιωματική μέσα απ’ τις φωτογραφίες που αναρτούν οι απόγονοί τους στη συγκεκριμένη ιστοσελίδα. Φωτογραφίες από το Ταρλάμπασι (το παραδοσιακό κέντρο της Πόλης), το Τσιχαγγίρι (το Κολωνάκι της Κωνσταντινούπολης), την γραφική οδό Σιρασέλβιλερ με τα αρχοντικά ξενοδοχεία, το Καμπατάσι, την περιοχή του Γαλατά, τα Θεραπειά μέχρι τον Άγιο Στέφανο και τα Ταταύλα…
Φωτογραφίες που παραπέμπουν στο χθες και το σήμερα της Τουρκίας. Ακολουθώντας τα βήματα των αγνώστων ηρώων τους επιστρέφω στην Βασιλεύουσα και τις ελληνικές συνοικίες της, οι οποίες περνάνε αραδιασμένες σε σειρές από μπροστά μου: Το Μέγα Ρέμα, ο Γαλατάς, το Πέραν, το Σταυροδρόμι, το Μακροχώρι, τα Ταταύλα, η Πρίγκηπος… όλη η Ελλάδα των Χαμένων, αλλά όχι ξεχασμένων Πατρίδων μας με τα ματωμένα ονόματα και τις κομμένες στη μέση αναμνήσεις…
Τα Kizil Adalar (Κόκκινα νησιά), τα Πριγκηπόννησα (Πρώτη, Αντιγόνη, Χάλκη, Πρίγκηπος) της πατρίδας του μικρασιατικού Ελληνισμού, είναι κολλημένα θαρρείς πίσω στον χρόνο. Μοιάζουν σαν να έχουν αποδράσει μαγικά απ’ την εικόνα της σημερινής Τουρκίας που δεν θυμίζει σε τίποτα το προ δεκαετίας ''χθες''.
Το ''χθες'' δείχνει φωτεινό, με χρώματα ζωηρά, συνταιριασμένα με αυτά ενός ανέμελου Δεκεμβρίου του παρελθόντος, με τις νοικοκυρές χαμογελαστές να περιμένουν au sommet de l'escalier (στην κορυφή της σκάλας) τους φίλους και τους συγγενείς τους, για να τους συνοδέψουν στο γιορτινό τραπέζι.
Εκεί όπου όλα θυμίζουν τα τσακιστά μύδια της Λωξάντρας, τα χτένια τα ψημένα με το καύκαλό τους πάνω στη χόβολη, το χουνκιάρ-μπεγιεντί (κεμπάπ μοσχαράκι με πουρέ μελιτζάνας), τα κρεατερά ντολμαδάκια της τυλιγμένα σε φύλλα πουράντζας (αρωματικό ''χόρτο της χαράς'' με γεύση αγγουριού) και τα γλυκά της: το κυδωνάτο του κουταλιού, ο σιμιγδαλένιος χαλβάς με γαρύφαλλο και καρύδι και οι λουκουμάδες με μυρωδάτο μέλι και κανέλα.
Το κέρας της Αμάλθειας που κρατούσαν οι καλοταϊσμένοι κάτοικοι της Τουρκίας του ''χθες'' έχει περάσει ανεπιστρεπτί, αφήνοντας άδειες τις αγορές των τροφίμων σήμερα, τη στιγμή που άλλοτε πλημμύριζαν από κόσμο, ο οποίος ξεχυνόταν στους δρόμους με γεμάτες τις τσέπες του και έφευγε φορτωμένος με ό,τι επιθυμούσε. Φορτωμένος με φρέσκους και ξερούς καρπούς, μαύρο χαβιάρι, αρμαθιές από τσίρους, μύδια, καλκάνια, αστακούς, παστουρμάδες, κάστανα, χαρούπια και γλυκοσούτζουκα από χυμό σταφυλιών.
Για τους δικούς μας της μειονότητας τον πρώτο λόγο είχαν, τέτοιο καιρό, οι κούρκοι (γαλοπούλες), τα μπούτια τα χοιρινά και τα ρόδια που έριχναν στις αυλές των σπιτιών τους το βράδυ της Πρωτοχρονιάς οι ομογενείς για να σκορπίσουν “μπερεκέτια” (πλούτη) στα σπίτια τους. Κατάνυξη, ιεροτελεστία η ώρα του φαγητού για Τούρκους και Έλληνες της Πόλης, που ήταν καλοφαγάδες ανέκαθεν.
Αλλά όλα τα ωραία τελειώνουν κάποια στιγμή και αμφότεροι βρέθηκαν τα τελευταία χρόνια στην ίδια θέση που ήμασταν εμείς επί μνημονίων το 2015. Τα ''μπερεκέτια'' τους χάθηκαν σαν το όνειρο την ώρα που η τουρκική οικονομία παραπαίει.
Η τουρκική οικονομική πολιτική επιβαρύνεται μέρα με την μέρα από τον εξοπλιστικό ανταγωνισμό (τα σκήπτρα του οποίου κρατά η Τουρκική Αμυντική Βιομηχανία) και τον ισλαμικό εθνικισμό και μεγαλοϊδεατισμό, για χάρη των οποίων θυσιάζονται οι βιοποριστικές ανάγκες των Τούρκων.
Έτσι τα ''μπερεκέτια'' της πρώτης δεκαετίας διακυβέρνησης του Ερντογάν περιορίστηκαν στις τσέπες των πολιτών δραστικά από τα τέλη του '21 ακόμα όταν ο βασικός μισθός των Τούρκων είχε αξία 350 ευρώ, μέχρι που έγιναν ψιχία (200 ευρώ περίπου), ενώ εκτινάχθηκε η τιμή στο κουλούρι (40%), στο γάλα (46%) και στο αυγό (δυο λίρες το ένα από μία), με πληθωρισμό να τείνει προς το 60% λόγω των συνεχών ανατιμήσεων.
Κι αυτό –σε συνδυασμό με την κατάρρευση της τουρκικής λίρας, το μη εξυπηρετήσιμο χρέος των τουρκικών επιχειρήσεων και τις υψηλές τιμές του φυσικού αερίου, του πετρελαίου και των τροφίμων διεθνώς– οδήγησε την Τουρκία προ των πυλών της χρεοκοπίας.
Οι Τούρκοι πολίτες έκτοτε, με τα ενοίκια να έχουν εκτοξευθεί στο Θεό (σ.σ: πιο ακριβά και από το Μανχάταν, κατά την επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας της Τουρκίας Χαφιζέ Γκαγιέ Ερκάν, που μετακόμισε για τον λόγο αυτό στο πατρικό της), λένε ''το ψωμί ψωμάκι''.
Στήνονται στη σειρά για να αγοράσουν με δελτίο βασικά τρόφιμα (λάδι, ζάχαρη, αλεύρι), ενώ την ίδια στιγμή οι άνθρωποι του Ταγίπ Ερντογάν ''ψαρεύουν'' επενδυτές προσπαθώντας να τους χρησιμοποιήσουν σαν αντίδοτο στην διογκούμενη φτώχεια. Όμως αυτή δεν καταπολεμιέται με τίποτα. Είναι αμείλικτη.
Η εν λόγω δραματική κατάσταση που κρατά σε αναβρασμό τις κοινωνικές τάξεις στην Τουρκία, διαμόρφωσε από διετίας και βάλε εμφυλιοπολεμικά κοινωνικά μέτωπα, τα οποία στηρίζονται σε διαφορετικές στρατηγικές:
Στους Τούρκους ευρωπαϊστές (που ασπάζονται τις δυτικές αξίες και προσβλέπουν στην είσοδο της Τουρκίας στην ΕΕ) και τους ευρασιανιστές, οι οποίοι θέλουν να γυρίσουν την πλάτη στη Δύση και να στραφούν στην Ανατολή.
Ο οικονομικός διχασμός στην Τουρκία, ωστόσο -- λόγω χαμηλών μισθών και ακρίβειας (απ' την οποία υποφέρουμε και εμείς) -- όχι μόνο δεν πρέπει να εφησυχάζει τον Ελληνισμό, στη σκέψη ότι θα αποκοιμίσει τις αναθεωρητικές φιλοδοξίες της γείτονος ειδικά μετά τη ''Διακήρυξη'' των Αθηνών (7/12/'23), αλλά αντίθετα.
Καθιστά εθνική επιταγή την εγρήγορση από Ελλάδα και Κύπρο για ενδεχόμενη επιστροφή Ερντογάν στην επιθετικότητα, καθώς οι ''μεταλλάξεις'' του είναι σύμφυτες με τον πολιτικό εαυτό του.
Επιστροφή στην επιθετικότητα (γιατί η τρέλα του μεγαλείου και η φτώχεια των Τούρκων πάνε μαζί), με σκοπό τον αποπροσανατολισμό τους σε περίπτωση περαιτέρω επιδείνωσης της οικονομικής κρίσης (παρά τον δανεισμό απ' τους Άραβες, για αποφυγή του ΔΝΤ).
Κρίσης που έκανε προ πολλού τους γείτονες εξ Ανατολών (εξαιρουμένης της άρχουσας τάξης, που και αυτή ακόμα κλυδωνίστηκε) να αλλάξουν επίπεδο διαβίωσης περνώντας από το κέρας της Αμάλθειας στο άδειο πιάτο…
Κρινιώ Καλογερίδου
Μικροχαρές που με κάνουν να νιώθω ζωγράφος, ποιήτρια, δημιουργός, με μάτια στη γη και τον ουρανό της Πόλης, γιατί η σελίδα ”εκπέμπει” από ‘κει, από την Πρίγκηπο της Κωνσταντινούπολης.
Βουλιάζω στην πολυθρόνα μου και απολαμβάνω τον μικρό παράδεισο με το ελληνικό χρώμα. Είναι η ώρα που η μοναξιά του λόγου χάνει το νόημά της και με επιστρέφει στην πραγματικότητα της ιστορικής μνήμης.
Μέσα απ’ αυτήν ψάχνω να βρω με το ένστικτό μου τις ''Χαμένες Πατρίδες'' των παππούδων μου, οι σκιές των οποίων περιπλανιούνται ακόμα εκεί απ’ όπου έφυγαν διωγμένοι, κυνηγημένοι, εκτοπισμένοι, ελπίζοντας πως θα αξιωθούν κάποια στιγμή να γυρίσουν στη γενέθλια γη τους.
Όμως δεν γύρισαν ποτέ. Έφυγαν απ’ αυτήν τη ζωή, χωρίς να νιώσουν τη χαρά της επιστροφής τους. Έτσι το κάνω εγώ γι’ αυτούς, ακολουθώντας τη φωνή του αίματός μου που κουβαλάει τα αρώματα, τα χρώματα, τις μυρωδιές και τις γεύσεις της Ανατολίας.
Η ιστορία των Ελλήνων προσφύγων γίνεται βιωματική μέσα απ’ τις φωτογραφίες που αναρτούν οι απόγονοί τους στη συγκεκριμένη ιστοσελίδα. Φωτογραφίες από το Ταρλάμπασι (το παραδοσιακό κέντρο της Πόλης), το Τσιχαγγίρι (το Κολωνάκι της Κωνσταντινούπολης), την γραφική οδό Σιρασέλβιλερ με τα αρχοντικά ξενοδοχεία, το Καμπατάσι, την περιοχή του Γαλατά, τα Θεραπειά μέχρι τον Άγιο Στέφανο και τα Ταταύλα…
Φωτογραφίες που παραπέμπουν στο χθες και το σήμερα της Τουρκίας. Ακολουθώντας τα βήματα των αγνώστων ηρώων τους επιστρέφω στην Βασιλεύουσα και τις ελληνικές συνοικίες της, οι οποίες περνάνε αραδιασμένες σε σειρές από μπροστά μου: Το Μέγα Ρέμα, ο Γαλατάς, το Πέραν, το Σταυροδρόμι, το Μακροχώρι, τα Ταταύλα, η Πρίγκηπος… όλη η Ελλάδα των Χαμένων, αλλά όχι ξεχασμένων Πατρίδων μας με τα ματωμένα ονόματα και τις κομμένες στη μέση αναμνήσεις…
Τα Kizil Adalar (Κόκκινα νησιά), τα Πριγκηπόννησα (Πρώτη, Αντιγόνη, Χάλκη, Πρίγκηπος) της πατρίδας του μικρασιατικού Ελληνισμού, είναι κολλημένα θαρρείς πίσω στον χρόνο. Μοιάζουν σαν να έχουν αποδράσει μαγικά απ’ την εικόνα της σημερινής Τουρκίας που δεν θυμίζει σε τίποτα το προ δεκαετίας ''χθες''.
Το ''χθες'' δείχνει φωτεινό, με χρώματα ζωηρά, συνταιριασμένα με αυτά ενός ανέμελου Δεκεμβρίου του παρελθόντος, με τις νοικοκυρές χαμογελαστές να περιμένουν au sommet de l'escalier (στην κορυφή της σκάλας) τους φίλους και τους συγγενείς τους, για να τους συνοδέψουν στο γιορτινό τραπέζι.
Εκεί όπου όλα θυμίζουν τα τσακιστά μύδια της Λωξάντρας, τα χτένια τα ψημένα με το καύκαλό τους πάνω στη χόβολη, το χουνκιάρ-μπεγιεντί (κεμπάπ μοσχαράκι με πουρέ μελιτζάνας), τα κρεατερά ντολμαδάκια της τυλιγμένα σε φύλλα πουράντζας (αρωματικό ''χόρτο της χαράς'' με γεύση αγγουριού) και τα γλυκά της: το κυδωνάτο του κουταλιού, ο σιμιγδαλένιος χαλβάς με γαρύφαλλο και καρύδι και οι λουκουμάδες με μυρωδάτο μέλι και κανέλα.
Το κέρας της Αμάλθειας που κρατούσαν οι καλοταϊσμένοι κάτοικοι της Τουρκίας του ''χθες'' έχει περάσει ανεπιστρεπτί, αφήνοντας άδειες τις αγορές των τροφίμων σήμερα, τη στιγμή που άλλοτε πλημμύριζαν από κόσμο, ο οποίος ξεχυνόταν στους δρόμους με γεμάτες τις τσέπες του και έφευγε φορτωμένος με ό,τι επιθυμούσε. Φορτωμένος με φρέσκους και ξερούς καρπούς, μαύρο χαβιάρι, αρμαθιές από τσίρους, μύδια, καλκάνια, αστακούς, παστουρμάδες, κάστανα, χαρούπια και γλυκοσούτζουκα από χυμό σταφυλιών.
Για τους δικούς μας της μειονότητας τον πρώτο λόγο είχαν, τέτοιο καιρό, οι κούρκοι (γαλοπούλες), τα μπούτια τα χοιρινά και τα ρόδια που έριχναν στις αυλές των σπιτιών τους το βράδυ της Πρωτοχρονιάς οι ομογενείς για να σκορπίσουν “μπερεκέτια” (πλούτη) στα σπίτια τους. Κατάνυξη, ιεροτελεστία η ώρα του φαγητού για Τούρκους και Έλληνες της Πόλης, που ήταν καλοφαγάδες ανέκαθεν.
Αλλά όλα τα ωραία τελειώνουν κάποια στιγμή και αμφότεροι βρέθηκαν τα τελευταία χρόνια στην ίδια θέση που ήμασταν εμείς επί μνημονίων το 2015. Τα ''μπερεκέτια'' τους χάθηκαν σαν το όνειρο την ώρα που η τουρκική οικονομία παραπαίει.
Η τουρκική οικονομική πολιτική επιβαρύνεται μέρα με την μέρα από τον εξοπλιστικό ανταγωνισμό (τα σκήπτρα του οποίου κρατά η Τουρκική Αμυντική Βιομηχανία) και τον ισλαμικό εθνικισμό και μεγαλοϊδεατισμό, για χάρη των οποίων θυσιάζονται οι βιοποριστικές ανάγκες των Τούρκων.
Έτσι τα ''μπερεκέτια'' της πρώτης δεκαετίας διακυβέρνησης του Ερντογάν περιορίστηκαν στις τσέπες των πολιτών δραστικά από τα τέλη του '21 ακόμα όταν ο βασικός μισθός των Τούρκων είχε αξία 350 ευρώ, μέχρι που έγιναν ψιχία (200 ευρώ περίπου), ενώ εκτινάχθηκε η τιμή στο κουλούρι (40%), στο γάλα (46%) και στο αυγό (δυο λίρες το ένα από μία), με πληθωρισμό να τείνει προς το 60% λόγω των συνεχών ανατιμήσεων.
Κι αυτό –σε συνδυασμό με την κατάρρευση της τουρκικής λίρας, το μη εξυπηρετήσιμο χρέος των τουρκικών επιχειρήσεων και τις υψηλές τιμές του φυσικού αερίου, του πετρελαίου και των τροφίμων διεθνώς– οδήγησε την Τουρκία προ των πυλών της χρεοκοπίας.
Οι Τούρκοι πολίτες έκτοτε, με τα ενοίκια να έχουν εκτοξευθεί στο Θεό (σ.σ: πιο ακριβά και από το Μανχάταν, κατά την επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας της Τουρκίας Χαφιζέ Γκαγιέ Ερκάν, που μετακόμισε για τον λόγο αυτό στο πατρικό της), λένε ''το ψωμί ψωμάκι''.
Στήνονται στη σειρά για να αγοράσουν με δελτίο βασικά τρόφιμα (λάδι, ζάχαρη, αλεύρι), ενώ την ίδια στιγμή οι άνθρωποι του Ταγίπ Ερντογάν ''ψαρεύουν'' επενδυτές προσπαθώντας να τους χρησιμοποιήσουν σαν αντίδοτο στην διογκούμενη φτώχεια. Όμως αυτή δεν καταπολεμιέται με τίποτα. Είναι αμείλικτη.
Η εν λόγω δραματική κατάσταση που κρατά σε αναβρασμό τις κοινωνικές τάξεις στην Τουρκία, διαμόρφωσε από διετίας και βάλε εμφυλιοπολεμικά κοινωνικά μέτωπα, τα οποία στηρίζονται σε διαφορετικές στρατηγικές:
Στους Τούρκους ευρωπαϊστές (που ασπάζονται τις δυτικές αξίες και προσβλέπουν στην είσοδο της Τουρκίας στην ΕΕ) και τους ευρασιανιστές, οι οποίοι θέλουν να γυρίσουν την πλάτη στη Δύση και να στραφούν στην Ανατολή.
Ο οικονομικός διχασμός στην Τουρκία, ωστόσο -- λόγω χαμηλών μισθών και ακρίβειας (απ' την οποία υποφέρουμε και εμείς) -- όχι μόνο δεν πρέπει να εφησυχάζει τον Ελληνισμό, στη σκέψη ότι θα αποκοιμίσει τις αναθεωρητικές φιλοδοξίες της γείτονος ειδικά μετά τη ''Διακήρυξη'' των Αθηνών (7/12/'23), αλλά αντίθετα.
Καθιστά εθνική επιταγή την εγρήγορση από Ελλάδα και Κύπρο για ενδεχόμενη επιστροφή Ερντογάν στην επιθετικότητα, καθώς οι ''μεταλλάξεις'' του είναι σύμφυτες με τον πολιτικό εαυτό του.
Επιστροφή στην επιθετικότητα (γιατί η τρέλα του μεγαλείου και η φτώχεια των Τούρκων πάνε μαζί), με σκοπό τον αποπροσανατολισμό τους σε περίπτωση περαιτέρω επιδείνωσης της οικονομικής κρίσης (παρά τον δανεισμό απ' τους Άραβες, για αποφυγή του ΔΝΤ).
Κρίσης που έκανε προ πολλού τους γείτονες εξ Ανατολών (εξαιρουμένης της άρχουσας τάξης, που και αυτή ακόμα κλυδωνίστηκε) να αλλάξουν επίπεδο διαβίωσης περνώντας από το κέρας της Αμάλθειας στο άδειο πιάτο…
Κρινιώ Καλογερίδου