Και ήταν καθοριστικός, γιατί κυοφορούσε -- απ' την προεπαναστατική και, κυρίως, τη μετεπαναστατική Ελλάδα -- τις ιδέες και τα πρότυπα των Νεοελλήνων, οι οποίοι -- με εφαλτήριο τις δυτικοευρωπαϊκές σκέψεις -- καλλιέργησαν τις δικές τους πολιτικές και πολιτισμικές επιλογές.
Έκτοτε ''άρχισε να πυκνώνει μια δυσανάλογα έντονη πνευματική και λογοτεχνική δραστηριότητα'' (Λίνος Πολίτης: Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, 1969), που ενεργοποίησε τον ρόλο της γλώσσας δίνοντας ώθηση παράλληλα στην ιστορικότητα της λογοτεχνικής γραφής.
Στην περίοδο 1830-'80, μάλιστα, παρατηρείται ''σύμπτωση ανάμεσα σε καθαρεύουσα και σε ρομαντισμό'' (Κων. Δημαράς: Ελληνικός Ρομαντισμός, 1987) και ''διαμόρφωση μιας ακέρ(α)ιας λογοτεχνικής εποχής'', όπου οι κυρίαρχοι εκπρόσωποι της γενιάς του '80 ήταν ο Εμ. Ροῒδης, ο Κλ. Ραγκαβής, ο Δημ. Καμπούρογλου, ο Αλ. Παπαδιαμάντης, ο Ιω. Ψυχάρης, ο Άγ. Βλάχος, ο Δ. Παπαρρηγόπουλος, ο Κ. Παλαμάς, ο Γ. Δροσίνης και ο Διον, Σολωμός.
Η διαμάχη μεταξύ Ροῒδη-Βλάχου το 1877 κλιμάκωσε την ένταση ανάμεσα στους υποστηρικτές της Καθαρεύουσας και της Δημοτικής (Γλωσσικό Ζήτημα), η οποία στηριζόταν -- όχι τόσο στην αντιπαράθεση προσώπων -- όσο νοοτροπιών.
Έτσι φτάσαμε σε γλωσσικές υπερβολές (''μαλλιαρή'' δημοτική VS ''αρχαῒζουσα γλώσσα) κατά τη διάρκεια του αγώνα των λογοτεχνών της γενιάς του '80 για την καθιέρωση μιας ενιαίας γλώσσας για τον λαό.
Μιας γλώσσας που συνέχιζε να τροχοδρομεί διακειμενικά στα αθάνατα λόγια του Μακρυγιάννη ''Γι' αυτά τα σύνορα πολεμώ'' και ''Γι' αυτά πολεμήσαμε'' (Στρατηγός Μακρυγιάννης ''Απομνημονεύματα'', τόμος Β').
Αποτέλεσμα αυτού ήταν η σύζευξη της γλώσσας με τις προσδοκίες του Αγώνα των Ελλήνων για απελευθέρωση των τουρκοκρατούμενων περιοχών της πατρίδας. Τότε διαμορφώθηκε, μέσα από αναζητήσεις και εναγώνιες προσπάθειες, η ενιαία εθνική γλώσσα ως απόδειξη της κοινής καταγωγής και εθνικής μας συνέχειας.
Το Γλωσσικό Ζήτημα είχε πάρει εθνική διάσταση μέσα από τις ανανεωτικές προσπάθειες της γενιάς του '80 οι οποίες συνιστούσαν κίνημα, ουσιαστικά, στο οποίο παρείσφρυαν ενίοτε και μεμονωμένες απόψεις (καταθετήρια ιδεών, θα έλεγα, με ''ρυθμιστικό-κανονιστικό χαρακτήρα'').
Ιδεών φανερά επηρεασμένων από τα διάσπαρτα κείμενα του Αδαμάντιου Κοραή της τελευταίας περιόδου μέχρι το θάνατό του (1804-1833), όπου προείχε το μήνυμα για ''δημιουργία μοντέλου έθνους-κράτους αναφορικά με την κρατούσα υπόσταση της ανεξάρτητης Ελλάδας''.
Μοντέλου που θεωρούσε αδύνατη την επιστροφή στην αρχαία ελληνική γλώσσα και υποστήριζε με θέρμη -- ως ''εθνική'' -- την ομιλούμενη, σύγχρονη, της καθημερινότητας εκείνης της εποχής, όπου συναντώνταν η αρχαῒζουσα με την λαϊκή.
Αυτή η θεωρητική διαμάχη για τη γλώσσα με... ''τροφοδότη λογαριασμό'' τις απόψεις του Κοραή για ''συνάντηση'' αρχαῒζουσας--λαϊκής στις ράγες του ελληνικού έθνους (σ.σ: ''Συμβιβασμό μέσης οδού'' αποκαλεί ο Λίνος Πολίτης την ταύτιση γλώσσας-έθνους στα κείμενα του κύριου εκφραστή του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, Κοραή) έφτασε να συζητιέται μέχρι τον 20ο αιώνα.
Σε όλο το διάστημα της γλωσσικής διαμάχης, εντωμεταξύ, δεν έμεινε αμέτοχος ο εθνικός ποιητής μας Διονύσιος Σολωμός (την μνήμη του οποίου τιμούμε κάθε 9η Φεβρουαρίου, Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας, ΦΕΚ Β' 1384/24/04/2017), αλλά συμμετείχε ενεργά με τις δικές του προτάσεις.
Προτάσεις που δεν ταύτιζαν τη γραπτή με την προφορική γλώσσα και πριμοδοτούσαν έμμεσα τη Δημοτική. Κάτι που έκανε άμεσα το 1888 ο Ψυχάρης (''Το ταξίδι μου'') με βάση τις εμπειρίες που είχε αποκτήσει ταξιδεύοντας στην ελεύθερη και σκλαβωμένη Ελλάδα το 1886.
Κι ο Σολωμός, όμως (1798 –1857), στήριξε εξελικτικά τη Δημοτική πριμοδοτώντας ευθέως την επιλογή της: ''Υποτάξου πρώτα στη γλώσσα του λαού και, αν είσαι αρκετός, κυρίεψέ την'' (Κ. Δημαράς: Δοκίμιο για την Ποίηση, 1990).
Πέρα απ' τη γλωσσική επιλογή του, ωστόσο, αυτό που τον χαρακτηρίζει είναι η υψηλής ποιότητας δημιουργικότητά του. Ο Σολωμός ήταν εθνικός δημιουργός. Π πρώτος μέσα στον χώρο της Ελληνικής Γραμματείας αληθινά προικισμένος με φλογερό πατριωτισμό και γλώσσα που καθρέφτιζε τη δημιουργική πνοή του, έστω κι αν παραβίαζε κανόνες Γραμματικής στο τυπικό της Ορθογραφίας από έλλειψη σχετικής γνώσης.
Επίσης, σε αντίθεση με τον ''πληβείο'' Κάλβο (''πληβείο'' λόγω της περιορισμένης παιδείας του) -- ο εθνικός ποιητής μας είχε αποκτήσει (ως αριστοκράτης) ανώτερη καλλιέργεια και ελληνική παιδεία από εκείνην της εποχής του, την οποία ''πάντρεψε'' με την ιταλική από την οποία ξεκίνησε.
Τη σοβαρή γνώση της ελληνικής γλώσσας, ασφαλώς, την κατέκτησε σταδιακά, αφού στα παιδικά χρόνια του ήταν υπό την γλωσσική επιρροή Ιταλού δασκάλου. Γι' αυτό και ο συμπατριώτης και μαθητής του συγγραφέας Ιάκωβος Πολυλάς λέει: ''Η 'παιδομάθεια' του Σολωμού άρχιζε από τα ιταλικά γράμματα''.
Παρ' όλα αυτά όμως, ενδόμυχα, επενεργούσε μαγικά στην ιταλική κουλτούρα η επιρροή της Ελληνίδας μητέρας του Αγγελικής Νίκλη (γυναίκας απλοϊκής, κατώτερης κοινωνικής τάξης από εκείνην του κόμη πατέρα του Νικόλαου Σολωμού, σαν υπηρέτριά του που ήταν), η οποία μιλούσε, νανούριζε και έγραφε στον γιο της (όταν βρισκόταν στην Ιταλία) σε θερμή λαϊκή γλώσσα όλο γραφικότητα και... ''μαμαδίστικη'' χάρη.
Αργότερα, μεγαλώνοντας, επηρεάστηκε γλωσσικά από φημισμένους εκπροσώπους του ιταλικού προρομαντισμού (Μόντι, Μαντσόνι, Φώσκολο) και τους εκπροσώπους του Γαλλικού ''ριζοσπαστικού'' Διαφωτισμού (Κοντιλάκ, Ντ' Αλαμπέρ), πρόδρομοι των οποίων ήταν οι Άγγλοι Μπέηκον και Λοκ (βλ. Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός, Ιστορία των Ιδεών, 16ος-17ος-18ος αι.).
Καλές και άγιες αυτές οι επιρροές, ασφαλώς, αλλά η ουσία της μεταμόρφωσης του Σολωμού σε εθνικό ποιητή μας βρίσκεται αλλού. Βρίσκεται στην ταύτιση της γλώσσας με την εθνική του συνείδηση ''σαν μια ζωντανή πραγματικότητα'' επηρεασμένη βαθιά από την κρητική παράδοση. ''Σαν μια ζωντανή πραγματικότητα που πρέπει να γνωρίσουμε. Σαν ένα ιδανικό που πρέπει να κατακτήσουμε'' (Κων. Δημαράς: Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας).
Που πάει να πει., ότι ο προφητικός ποιητής των 158 στροφών του ''Ύμνου εις την Ελευθερίαν'', πέραν του ότι έδωσε στην ελληνική λαϊκή γλώσσα (που τη θεωρούσε ''δύναμη η οποία αδιάκοπα δημιουργεί'') πνευματική χωρητικότητα, την ''μπόλιασε'' με την ιδέα του Ελληνισμού και την ελευθερία της Ελλάδας (''Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;''), όπως μαρτυρεί η επιλογή του να γίνει μέλος της Φιλικής Εταιρείας.
Την ''μπόλιασε και με την ελληνική παράδοση (λαϊκή γλώσσα, πατρίδα και παράδοση ήταν ένα στην ψυχή του Σολωμού). Την μπόλιασε με τον λαϊκό μας πολιτισμό και τα δημοτικά μας τραγούδια. Η αξία της ελληνικής λαϊκής γλωσσικής παράδοσης για τον Σολωμό βρίσκεται στον αντίποδα της αξίας της λόγιας γλωσσικής και γι' αυτό συνήθιζε να αντιπαραβάλει πάντα την πρώτη με τη δεύτερη.
Το μόνο που θα μπορούσε να του προσάψει κανείς στο ζήτημα της γλώσσας ήταν η ανορθογραφία του, την οποία αντιπαρερχόταν με την αντίληψη (η οποία δεν με βρίσκει σύμφωνη, αλλά είναι το έλασσον μπροστά στο μείζον της ποιητικής προσφοράς του) έχοντας την πεποίθηση ότι η ελευθερία βρίσκεται στο πνεύμα και όχι στο γράμμα (ενν. τον ορθογραφημένο λόγο).
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η ταύτιση της λαϊκής ελληνικής με τον Ελληνισμό αποτέλεσε την ενωτική γραμμή των οδηγών της ζωής του Σολωμού, ενώ ο ίδιος έγινε πηγή έμπνευσης (ως γενάρχης της Επτανησιακής Σχολής) για τους ''μαθητές'' στον ''σολωμικό'' κύκλο επιρροής του.
Και επειδή ο Ελληνισμός ήταν το άλφα και το ωμέγα στην ποιητική έμπνευση και δημιουργία του, αξίζει να τονίσουμε καταληκτικά ότι σ' αυτόν -- πέραν των άλλων -- ο Σολωμός έβλεπε να αντιφεγγίζεται η ηθική ιδέα, που παίρνει ιστορικές διαστάσεις όταν ταυτίζεται με το εθνικό χρέος και αναδεικνύει την έννοια της ηθικής ελευθερίας.
Της ελευθερίας η οποία μετουσιώνεται σε θυσιαστικές πράξεις για την πατρίδα, όπως εκείνες των Μεσολογγιτών στο έργο ζωής του Σολωμού ''Ελεύθεροι Πολιορκημένοι'' (έργο με άρωμα σωκρατικής φιλοσοφίας και χαρακτηριστικά ψυχογραφικού ιδεογραφήμτος), όπου ο ποιητής κάνει αναγωγή του αγώνα τους στον αγώνα του ανθρώπου για την ηθική και εσωτερική του ελευθερία με βάση το ιστορικό γεγονός της πολιορκίας της πόλης του Μεσολογγίου από τους Τούρκους.
Τους Τούρκους του Κιουταχή οι οποίοι βομβάρδιζαν το ηρωικό ''αλωνάκι της θυσίας''(1825-1826) μέχρι να το γονατίσουν τα ξημερώματα της κορύφωσης του δράματος, με αφορμή την απέλπιδα έξοδο των κατοίκων του την νύχτα μεταξύ 10ης με 11η Απριλίου του 1826 (Κυριακή των Βαῒων).
Κρινιώ Καλογερίδου