pixabay / Dusan_Cvetanovic |
Μια παρενέργεια του τραγικού ουκρανικού προβλήματος για τη ρωσική εξωτερική πολιτική είναι ότι μας βοηθά να κατανοήσουμε το βαθμό οικονομικής και ηθικής παρακμής που θα έπρεπε να έχουν φτάσει οι άλλοι δυτικοί γείτονές μας για να αποτελέσουν απειλή για την ασφάλειά μας. Είναι αυτοί οι δύο παράγοντες - η φτωχοποίηση και η πνευματική παρακμή - που δημιουργούν την κρίσιμη μάζα που είναι απαραίτητη για έναν τυχοδιώκτη ώστε να παρασύρει τη χώρα του σε μια καταστροφική σύγκρουση.
Του Timofey Bordachev, Διευθυντή Προγράμματος της Λέσχης Βαλντάι - RUSSIA TODAY / Παρουσίαση Freepen.gr
Μέχρι στιγμής, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, οι πολίτες των δυτικοευρωπαϊκών χωρών δε βλέπουν κανένα ενδεχόμενο επιθετικής συμπεριφοράς προς τη Ρωσία. Παρά το γεγονός πως ορισμένοι στρατιωτικοί ηγέτες του ΝΑΤΟ, ακόμη και πολιτικοί, άρχισαν ξαφνικά να μιλούν για το ενδεχόμενο μιας στρατιωτικής σύγκρουσης, οι κάτοικοι των κρατών μελών του στην Ευρώπη δεν αντιλαμβάνονται καθόλου τη Ρωσία ως απειλή. Ως εκ τούτου, δεν έχουν κανένα αίσθημα επιθετικότητας απέναντί μας. Ωστόσο, αυτή η κατάσταση μπορεί να αλλάξει και το πιο σημαντικό πράγμα δεν είναι η γεωπολιτική κατάσταση, αλλά η εσωτερική κατάσταση των δυτικών γειτόνων μας.
Η στρατιωτικοπολιτική σύγκρουση μεταξύ της Ρωσίας και του ΝΑΤΟ για την Ουκρανία συνοδεύεται από εχθρική ρητορική στα μέσα ενημέρωσης και στους πολιτικούς κύκλους των δυτικών χωρών, η οποία είναι πρωτοφανής για τα δεδομένα των τελευταίων δεκαετιών. Μπορούμε να δούμε πώς αυτό περνάει μέσα από στάδια.
Δεν είναι δύσκολο να δούμε την κατανομή των ρόλων μεταξύ των διαφόρων εκπροσώπων των αντιπάλων της Ρωσίας στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική. Τώρα, για παράδειγμα, οι εκπρόσωποι των στρατιωτικών δομών είναι οι πιο δραστήριοι. Κυριολεκτικά κάθε εβδομάδα, τα ρωσικά μέσα ενημέρωσης συζητούν μια ακόμη δήλωση ενός Βρετανού, Δανού ή Ολλανδού διοικητή σχετικά με το υποτιθέμενο αναπόφευκτο ή την υψηλή πιθανότητα μιας ένοπλης σύγκρουσης μεταξύ της Ρωσίας και του ΝΑΤΟ μέσα σε λίγα χρόνια.
Με την ίδια συχνότητα, νέα "μυστικά σχέδια" του ΝΑΤΟ για πόλεμο με τη Ρωσία διαρρέουν στα δυτικοευρωπαϊκά μέσα ενημέρωσης. Κατά κανόνα, είναι ελάχιστα προσαρμοσμένα στα σενάρια μαζικής ανάγνωσης μιας ακόμη υποθετικής άσκησης. Αναπόφευκτα τίθεται το ερώτημα - πρέπει να τα πάρουμε όλα αυτά τοις μετρητοίς; Μέχρι στιγμής, φαίνεται να υπάρχει μια κάποια πονηριά σε τέτοιες δηλώσεις. Ειδικά από την στιγμή που οι κύριοι διοργανωτές της ουκρανικής κρίσης -οι Αμερικανοί- προτιμούν να σιωπούν επί του θέματος και δεν εκτοξεύουν θεωρίες σχετικά με την πιθανότητα μιας άμεσης ένοπλης σύγκρουσης με τη Ρωσία.
Η κατάσταση είναι ριζικά διαφορετική για τους Ευρωπαίους συμμάχους της Ουάσινγκτον. Πρώτα απ' όλα, οι δυτικοευρωπαίοι στρατιωτικοί και πολιτικοί ηγέτες ενεργούν χωρίς επίσημη λογοδοσία για τα λόγια τους. Δεδομένου ότι όλες οι αποφάσεις για την ασφάλεια και την άμυνα στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ λαμβάνονται από τις ΗΠΑ, οποιοσδήποτε στρατηγός ή πολιτικός στην Ευρώπη μπορεί να λέει ό,τι θέλει- τα λόγια του δε σημαίνουν απολύτως τίποτα στην πράξη - ειδικά από την στιγμή που οι στρατιωτικές δαπάνες βρίσκονται στα χέρια των πολιτικών αρχών και αυτές δε βιάζονται να ξοδέψουν χρήματα για στρατιωτικές ασκήσεις.
Δεύτερον, είναι σαφές στους δυτικοευρωπαίους στρατιωτικούς ηγέτες πως οι πολιτικοί δε βιάζονται να εκπληρώσουν τις υποσχέσεις που έδωσαν στα πρώτα στάδια της σύγκρουσης. Ήδη από το Μάρτιο του 2022, για παράδειγμα, ο Γερμανός καγκελάριος διακήρυξε δυνατά μια στροφή στην αμυντική πολιτική του Βερολίνου, μια αύξηση των πραγματικών δαπανών για εξοπλισμούς και μια αύξηση των στρατιωτικών δυνάμεων. Μέχρι στιγμής δεν έχει γίνει τίποτα, και η κατάσταση της γερμανικής οικονομίας δεν ευνοεί νέες δαπάνες που υπερβαίνουν την υποστήριξη της ευημερίας των πολιτών και του επιχειρηματικού τομέα.
Τρίτον, οι δημοσιογράφοι ενδιαφέρονται επίμονα για το θέμα ενός "πιθανού πολέμου με τη Ρωσία", επειδή το θεωρούν ως ένα καλό σημείο πώλησης στους αναγνώστες τους. Και οι στρατηγοί πρέπει να απαντήσουν σε άμεσες ερωτήσεις που οι Ευρωπαίοι ένστολοι, λόγω της έλλειψης διανοητικής ευελιξίας τους, δεν μπορούν να αποφύγουν με λεπτότητα. Και γενικά, η δουλειά τους είναι να προετοιμάζονται για πόλεμο, ακόμη και αν γνωρίζουν ότι δε θα χρειαστεί ποτέ να τον πολεμήσουν. Οι πολιτικοί επικεφαλής των στρατιωτικών υπηρεσιών πέφτουν επίσης σε αυτό το δόλωμα. Πριν από λίγες ημέρες, για παράδειγμα, οι δημοσιογράφοι χρειάστηκε να βασανίσουν κυριολεκτικά το πολεμικό νόημα από μια συνέντευξη του νέου υπουργού Άμυνας της Πολωνίας.
Θα πρέπει να σημειωθεί πως οι αξιωματούχοι που εμπλέκονται άμεσα στον στρατιωτικό σχεδιασμό των ΗΠΑ, καθώς και οι εκπρόσωποι των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, είναι πιο προσεκτικοί στις δηλώσεις τους. Ακόμη και αξιωματούχοι και στρατιωτικοί από τις πρώην βαλτικές δημοκρατίες της ΕΣΣΔ δεν έχουν ακόμη εκδώσει δηλώσεις ανάλογου συναγερμού με τους ομολόγους τους στη Δυτική Ευρώπη. Ούτε ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ κάνει λόγο για άμεση ένοπλη σύγκρουση ως προβλέψιμη πιθανότητα.
Η αμερικανική αυτοσυγκράτηση και ο καλύτερος συντονισμός μεταξύ των ΗΠΑ και εκείνων που εκπροσωπούν άμεσα τα συμφέροντά τους στην Ευρώπη είναι πιθανόν να λειτουργούν εδώ. Φυσικά, οι Γερμανοί, Σουηδοί, Ολλανδοί και Δανοί στρατηγοί δεν μπορούν να υπολογίζουν στην ίδια ποιότητα επικοινωνίας με την Ουάσιγκτον που έχει η Βαρσοβία. Και οι ίδιοι οι Αμερικανοί, προς τιμήν τους, είναι μάλλον προσεκτικοί όταν πρόκειται για στρατηγικά ζητήματα - παρά τον τυχοδιωκτισμό τους και τη συνεχή επιθυμία τους να δοκιμάσουν την υπομονή της Ρωσίας "επί του εδάφους".
Οι εκτιμήσεις των Ευρωπαίων στρατηγών και αξιωματούχων είναι ακόμη πιο αντιφατικές σε σύγκριση με τις απόψεις των πληθυσμών τους. Τα σχόλια του στρατηγού της Bundeswehr σχετικά με την πιθανότητα πολέμου με τη Ρωσία δημοσιεύθηκαν παράλληλα με τα αποτελέσματα δημοσκόπησης που έδειξε ότι το 71% των Γερμανών δεν θεωρεί τη Ρωσία στρατιωτική απειλή. Η ετήσια Διάσκεψη του Μονάχου για την Ασφάλεια, η κύρια "παραγωγική συνάντηση" της Δύσης για τις σχέσεις της με την υπόλοιπη ανθρωπότητα, συνέταξε μια έκθεση αφιερωμένη εν μέρει στη στάση των Δυτικοευρωπαίων απέναντι σε διάφορες απειλές. Οι παρατηρητές έχουν ήδη σημειώσει πως η Ρωσία έπεσε στην ένατη θέση του καταλόγου των "απειλών" φέτος. Είναι σαφές ότι ο δυτικοευρωπαϊκός πληθυσμός δεν αισθάνεται πλέον ότι η Ρωσία τον απειλεί με οποιονδήποτε τρόπο. Το πιο σημαντικό είναι πως οι ίδιοι δεν έχουν κανένα λόγο να είναι επιθετικοί απέναντι στη Ρωσία.
Οι πραγματικές αιτίες των μεγάλων ένοπλων συγκρούσεων, όπως οι παγκόσμιοι πόλεμοι, συνδέονται πάντα με κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες. Για να μετατραπεί το εκ φύσεως προσεκτικό γερμανικό έθνος σε ένα μάτσο κανίβαλων, έπρεπε πρώτα να βυθιστεί στην οικονομική δυστυχία και την ηθική καταπίεση της δεκαετίας του 1920. Πριν από αυτό, η δημογραφική ανάπτυξη και τα άλυτα κοινωνικά προβλήματα της εκβιομηχάνισης δημιούργησαν την απαραίτητη μάζα ανθρώπων πρόθυμων να σκοτώσουν και να πεθάνουν στα πεδία του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.
Σε κάθε περίπτωση, κάθε μεγάλη επίθεση εναντίον γειτόνων απαιτούσε έναν πολύ μεγάλο αριθμό φτωχών και ηθικά εκφυλισμένων ανθρώπων. Αυτό περίπου συνέβη στην Ουκρανία κατά τη διάρκεια των 30 ετών της αποτυχημένης κρατικής της υπόστασης. Με άλλα λόγια, η ικανότητα των Δυτικοευρωπαίων να εξαπολύσουν ένοπλη επίθεση εναντίον μας εξαρτάται από το πώς εξελίσσονται οι δικές τους υποθέσεις.
Γι' αυτό, από τη ρωσική σκοπιά, είναι πλέον εξαιρετικά σημαντικό να παρακολουθούμε τι συμβαίνει στις δυτικοευρωπαϊκές οικονομίες. Η παράλογη πολιτική των κυρώσεων κατά της Ρωσίας και η μερική διακοπή των μεταξύ μας εμπορικών και οικονομικών σχέσεων έχουν ήδη οδηγήσει σε σοβαρές απώλειες τους επιχειρηματικούς τους τομείς. Σε αυτά προστίθενται τα συσσωρευμένα εσωτερικά προβλήματα, ο ανταγωνισμός από τις αμερικανικές και κινεζικές εταιρείες και η γενική ύφεση στην παγκόσμια οικονομία.
Για παράδειγμα, ένα από τα δυτικά ειδησεογραφικά πρακτορεία δημοσίευσε πρόσφατα μια ιστορία σχετικά με το πώς μεγάλες μεταποιητικές εταιρείες, ηγέτες του κλάδου, εγκαταλείπουν τη Γερμανία σε αναζήτηση ευνοϊκότερων τοποθεσιών και επενδυτικών συνθηκών. Άλλα μεγάλα δυτικοευρωπαϊκά κράτη περνούν τις δικές τους ανησυχητικές διαδικασίες. Εάν αυτές οι οικονομικές δυσκολίες αρχίσουν να διαβρώνουν το καθιερωμένο μοντέλο, η διάθεση των πολιτών μπορεί να αλλάξει.
Δεν γνωρίζουμε ακριβώς πώς θα αντιδράσουν οι Δυτικοευρωπαίοι στην επιδείνωση της υλικής τους κατάστασης και πόσος χρόνος θα χρειαστεί. Είναι πολύ πιθανό ότι ο κόσμος δεν θα δει τις πρακτικές συνέπειες αυτής της οικονομικής παρακμής για άλλα 20-30 χρόνια. Επιπλέον, δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα πως οι αλγόριθμοι συμπεριφοράς των κατοίκων του θα είναι ακριβώς οι ίδιοι όπως στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, γεγονός που καθιστά τη σκέψη για τα γεγονότα με αναλογίες μάλλον αδιέξοδο τρόπο κατανόησης των όσων συμβαίνουν. Ωστόσο, η κατανόηση του τι είναι πιο πιθανό να προκαλέσει μαζική επιθετικότητα κατά της Ρωσίας μπορεί να μας βοηθήσει να είμαστε πιο σίγουροι για τον δικό μας στρατηγικό σχεδιασμό.
Αυτό το άρθρο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά από την εφημερίδα "Vzglyad", μεταφρασμένο και επιμελημένο από το RT ream