Atul Kumar Mishra - tfiglobalnews.com / Παρουσίαση Freepen.gr
Η ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ έχει αναζωπυρώσει τις συζητήσεις σχετικά με τις αμυντικές δαπάνες εντός της συμμαχίας. Παραδοσιακά ουδέτερη, η συμμετοχή της Σουηδίας θεωρείται ως ένα βήμα προς την κατεύθυνση του επιμερισμού του βάρους της ηπειρωτικής άμυνας. Ωστόσο, η εξέλιξη αυτή υπογραμμίζει ένα επίμονο ζήτημα: η πλειονότητα των μελών του ΝΑΤΟ, συμπεριλαμβανομένης της Σουηδίας, διαθέτουν λιγότερο από το 2% του ΑΕΠ τους για την άμυνα. Αυτή η προβολή των αμυντικών προϋπολογισμών αποκαλύπτει μια ευρύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζουν πολλές ευρωπαϊκές χώρες, η οποία απορρέει από οικονομικούς περιορισμούς που περιορίζουν τη δυνατότητά τους να αυξήσουν σημαντικά τις αμυντικές δαπάνες.
Οι επικριτές επικαλούνται συχνά ως αντεπιχείρημα την σταδιακή αύξηση των αμυντικών δαπανών των μελών του ΝΑΤΟ. Αν και είναι ακριβές ότι υπήρξε μια αύξηση, η συνολική επένδυση παραμένει ανεπαρκής, με μόνο 11 από τα κράτη μέλη να επιτυγχάνουν τον στόχο του 2% το 2023. Οι υποσχέσεις για μελλοντικές αυξήσεις είναι επισφαλείς, εξαρτώμενες από την πολιτική βούληση και τις οικονομικές συνθήκες. Η Σουηδία, για παράδειγμα, έχει επαινεθεί για τη δέσμευσή της να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες στο 2% έως το 2028, αλλά αυτή η πρόβλεψη εξαρτάται από συνεχείς αυξήσεις της χρηματοδότησης - μια αβέβαιη προοπτική.
Το ζήτημα περιπλέκεται περαιτέρω από την οικονομική αρχή που είναι γνωστή ως το μοντέλο "όπλα και βούτυρο", το οποίο απεικονίζει το συμβιβασμό μεταξύ των στρατιωτικών δαπανών και της κοινωνικής ευημερίας. Η Σουηδία, όπως και πολλά ευρωπαϊκά έθνη, δίνει προτεραιότητα στις κοινωνικές υπηρεσίες, οι οποίες χρηματοδοτούνται μέσω υψηλής φορολογίας, έναντι της άμυνας. Η προσέγγιση αυτή αντανακλά μια ευρύτερη ευρωπαϊκή τάση να διατίθενται πόροι προς τα δίκτυα κοινωνικής ασφάλειας και όχι προς τις στρατιωτικές δυνατότητες, μια επιλογή που επηρεάζεται από τη σχετική σταθερότητα και ειρήνη που απολαμβάνει η ήπειρος.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες έρχονται σε αντίθεση, με τον σημαντικό πλούτο τους να επιτρέπει σημαντικές επενδύσεις τόσο στην άμυνα όσο και στην εσωτερική πρόνοια. Η διαφορά αυτή αναδεικνύει μια θεμελιώδη διαφορά στον τρόπο με τον οποίο τα μέλη του ΝΑΤΟ θέτουν προτεραιότητες και διαχειρίζονται τους προϋπολογισμούς τους, αντανακλώντας τις διαφορετικές οικονομικές δυνατότητες και πολιτικές προτιμήσεις.
Η οικονομική δυναμική των αμυντικών δαπανών μεταξύ των κρατών μελών του ΝΑΤΟ αποκαλύπτει μια πολύπλοκη κατάσταση που έρχεται σε έντονη αντίθεση με τις πιο ευέλικτες δυνατότητες κατάρτισης του προϋπολογισμού των Ηνωμένων Πολιτειών. Τα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ αντιμετωπίζουν σημαντικές προκλήσεις στην αύξηση των στρατιωτικών τους προϋπολογισμών λόγω των περιορισμών των υφιστάμενων οικονομικών τους μοντέλων, τα οποία εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την υψηλή φορολογία για τη χρηματοδότηση ολοκληρωμένων δικτύων κοινωνικής ασφάλειας. Αυτοί οι περιορισμοί περιορίζουν την ικανότητά τους να προβούν σε ουσιαστικές, διαρκείς αυξήσεις των αμυντικών δαπανών χωρίς να καταφύγουν σε πολιτικά δυσάρεστα μέτρα.
Οι ευρωπαϊκές χώρες θα μπορούσαν θεωρητικά να ενισχύσουν τους αμυντικούς τους προϋπολογισμούς με δύο πρωταρχικούς τρόπους: είτε αυξάνοντας τους φόρους είτε περικόπτοντας τις κοινωνικές δαπάνες ("βούτυρο"). Ωστόσο, και οι δύο επιλογές ενέχουν σοβαρούς πολιτικούς κινδύνους. Οι Ευρωπαίοι πολίτες, που ήδη επιβαρύνονται από υψηλούς φόρους, είναι απίθανο να υποστηρίξουν περαιτέρω αυξήσεις φόρων που προορίζονται για στρατιωτικές δαπάνες ("όπλα"). Ομοίως, οποιαδήποτε μείωση των κοινωνικών υπηρεσιών, οι οποίες έχουν γίνει σημείο εθνικής υπερηφάνειας και σημείο αναφοράς της ευρωπαϊκής ποιότητας ζωής μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, θα προκαλούσε πιθανότατα σημαντικές αντιδράσεις της κοινής γνώμης.
Το δίλημμα προέρχεται από δεκαετίες μικτών μηνυμάτων από τους Ευρωπαίους ηγέτες όσον αφορά τις αμυντικές δαπάνες. Από τη μία πλευρά, έχουν επικρίνει τις Ηνωμένες Πολιτείες για τη μιλιταριστική τους προσέγγιση και το σημαντικό αμυντικό τους προϋπολογισμό. Από την άλλη, υπήρξε αντίσταση στην ανάληψη μεγαλύτερης ευθύνης για τη δική τους άμυνα, όπως αναδεικνύεται από τις ευρωπαϊκές αντιδράσεις στις προτάσεις για καταμερισμό των βαρών από τις ΗΠΑ. Αυτή η ασυνέπεια έχει αφήσει τα ευρωπαϊκά ιδρύματα σε δύσκολη θέση, καθώς δεν μπορούν να προσαρμόσουν σημαντικά τις αμυντικές δαπάνες χωρίς να αντιμετωπίσουν πιθανές πολιτικές συνέπειες.
Ο αυξανόμενος σκεπτικισμός στην Αμερική σχετικά με την άμυνα των συμμάχων που δε συμβάλλουν σημαντικά στη δική τους άμυνα σηματοδοτεί ένα πιθανό σημείο καμπής στη δυναμική του ΝΑΤΟ. Τα ευρωπαϊκά έθνη βρίσκονται σε μια δύσκολη θέση που τα ίδια δημιούργησαν, η οποία απορρέει από τη μακροχρόνια εξάρτηση από την αμερικανική στρατιωτική υποστήριξη. Η κατάσταση αυτή αναδεικνύεται περαιτέρω από την πρόσφατη προσχώρηση της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, η οποία, παρά τα στρατηγικά της οφέλη για την περιοχή της Βαλτικής Θάλασσας, υπογραμμίζει την ανάγκη τα ευρωπαϊκά έθνη να αναλάβουν μεγαλύτερο ρόλο στις περιφερειακές αμυντικές προσπάθειες. Τα κράτη της Βαλτικής, καθένα από τα οποία δεσμεύει τουλάχιστον το 2% του ΑΕΠ του για την άμυνα, αποτελούν παράδειγμα της επιθυμητής δέσμευσης. Ως εκ τούτου, η ευθύνη της περιπολίας στη Βαλτική Θάλασσα, η οποία σήμερα είναι σε μεγάλο βαθμό περικυκλωμένη από μέλη του ΝΑΤΟ, θα πρέπει λογικά να πέσει περισσότερο σε ευρωπαϊκά μέλη όπως η Σουηδία, αντί να συνεχίσει να βασίζεται κυρίως στην αμερικανική ναυτική παρουσία.