pixabay / Joa70 |
interaffairs.ru / Παρουσίαση Freepen.gr
Ο Zbigniew Brzezinski, σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του προέδρου Jimmy Carter, ήδη από το 1997, στο βιβλίο του «The Grand Chessboard» έγραψε:
«Ενδεχομένως, το πιο επικίνδυνο σενάριο θα ήταν ένας μεγάλος συνασπισμός της Κίνας, της Ρωσίας και ίσως του Ιράν, ένας “αντιηγεμονικός” συνασπισμός ενωμένος όχι από ιδεολογία αλλά από συμπληρωματικά παράπονα. Θα θύμιζε σε κλίμακα και έκταση την πρόκληση που έθετε κάποτε το σινοσοβιετικό μπλοκ, αν και αυτή τη φορά η Κίνα θα ήταν πιθανότατα ο ηγέτης και η Ρωσία ο ακόλουθος».
Ο Brzezinski ήταν προφητικός. Κοιτάζοντας πίσω τα τελευταία τρία χρόνια, ωστόσο, είναι δύσκολο να μην καταλήξει κανείς στο συμπέρασμα πως οι διάδοχοί του στην κυβέρνηση Μπάιντεν έκαναν πολλά, τόσο άθελά τους όσο και θέλοντας, για να κάνουν αυτόν τον συνασπισμό πραγματικότητα, ξεκινώντας με την εγκατάλειψη των Αφγανών στο έλεος των Ταλιμπάν το 2021, στη συνέχεια αποτυγχάνοντας να αποτρέψουν τη Ρωσία από το να εισβάλει στην Ουκρανία το 2022 και, τέλος, αποτυγχάνοντας να αποτρέψουν το Ιράν από το να εξαπολύσει τους πληρεξουσίους του εναντίον του Ισραήλ το 2023. Ναι, ο Μπάιντεν επενέβη για να βοηθήσει την Ουκρανία και το Ισραήλ όταν δέχθηκαν επίθεση, αλλά μια προηγούμενη επίδειξη δύναμης θα μπορούσε να είχε αποφύγει και τις δύο καταστάσεις έκτακτης ανάγκης.
Προς το παρόν, ευτυχώς, βρισκόμαστε στον Δεύτερο Ψυχρό Πόλεμο, όχι στον Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο, γράφει το Bloomberg σε ένα μεγάλο σχόλιο.
Ωστόσο, ο Ψυχρός Πόλεμος ΙΙ εξελίσσεται μάλλον ταχύτερα από τον Ψυχρό Πόλεμο Ι. Αν η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ήταν το δικό μας ισοδύναμο του πολέμου της Κορέας του 1950-53, έχουμε (μέχρι στιγμής) προσπεράσει μια δεύτερη κρίση των πυραύλων της Κούβας - για την Ταϊβάν - και έχουμε ήδη εισέλθει σε μια περίοδο αποκλιμάκωσης, μια ακολουθία που χρειάστηκε δύο δεκαετίες την προηγούμενη φορά. Από την προεδρική σύνοδο κορυφής του περασμένου Νοεμβρίου στο Γουντσάιντ της Καλιφόρνια, οι Κινέζοι φάνηκαν πραγματικά πρόθυμοι να αποφύγουν μια αναμέτρηση και θέλουν να εμπλακούν σε σοβαρό, αν και παγωμένο, διάλογο με τους Αμερικανούς ομολόγους τους, που θυμίζει το 1969-72.
Τότε, όπως και τώρα, ο ψυχρός πόλεμος έχει ιδεολογική διάσταση: τουλάχιστον ορισμένοι Ρεπουμπλικάνοι έχουν επιστρέψει να μιλούν για την υπεράσπιση της ελευθερίας. Για τον Πούτιν και τον Σι, αυτό είναι απλώς κωδικός για τις «έγχρωμες επαναστάσεις» που υποστηρίζονται από τη CIA. Τότε, όπως και τώρα, ο ψυχρός πόλεμος είναι ένας τεχνολογικός αγώνας, αν και σήμερα τα σύνορα της καινοτομίας είναι η τεχνητή νοημοσύνη και η κβαντική πληροφορική, καθώς και τα πυρηνικά όπλα και οι «πόλεμοι των άστρων» (πυραυλική άμυνα).
Τότε, όπως και τώρα, ο ψυχρός πόλεμος είναι πληθωριστικός και εσωτερικά διχαστικός. Τότε, όπως και τώρα, έχει μεγάλη σημασία αν η Κίνα και η Ρωσία είναι ενωμένες. Η σημερινή τους ενότητα αποτελεί πραγματικό πονοκέφαλο για τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους, οι οποίοι βρίσκονται στην κατάσταση -που οραματίστηκαν πριν από έναν αιώνα και πλέον- της «Rimland» του Nicholas Spykman, προσπαθώντας να περιορίσουν την τεράστια ευρασιατική «Heartland» του Halford Mackinder. Τότε όπως και τώρα, δεν υπάρχουν μόνο δύο, αλλά τρεις ομαδοποιήσεις, επειδή ένας σημαντικός αριθμός χωρών θα προτιμούσε να είναι αδέσμευτες παρά να πρέπει να επιλέξει μια πλευρά.
Πρώτον, η Κίνα είναι ένας πολύ μεγαλύτερος οικονομικός διεκδικητής από ό,τι ήταν ποτέ η Σοβιετική Ένωση. Δεύτερον, η Δύση είναι οικονομικά διαπλεκόμενη με την Κίνα, μέσω ενός τεράστιου δικτύου εφοδιαστικών αλυσίδων, με τρόπο που δεν ήμασταν ποτέ με την ΕΣΣΔ. Τρίτον, είμαστε πολύ πιο αδύναμοι όσον αφορά την παραγωγική ικανότητα. Με την Κίνα να κατακλύζει τον κόσμο με φτηνά «πράσινα» πράγματα, η Δύση δεν έχει άλλη επιλογή από το να αναβιώσει τον προστατευτισμό και τη βιομηχανική πολιτική, γυρίζοντας το ρολόι της οικονομικής στρατηγικής πίσω και στη δεκαετία του 1970.
Τέταρτον, η δημοσιονομική πολιτική των ΗΠΑ βρίσκεται σε εντελώς μη βιώσιμη πορεία. Η διατήρηση ενός ελλείμματος 7% σε περίοδο πλήρους απασχόλησης δεν είναι, για να το θέσουμε ήπια, αυτό που συνιστούν τα εγχειρίδια μακροοικονομικής. Το πιο σημαντικό, όπως μόλις επισήμανε το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου, η αδυσώπητη αύξηση του ομοσπονδιακού χρέους σε δημόσια χέρια σε σχέση με το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν - από 99% φέτος σε ένα προβλεπόμενο 166% μέχρι το 2054 - θα περιορίσει αναπόφευκτα τις μελλοντικές κυβερνήσεις, για τον απλούστατο λόγο ότι ένα αμείλικτα αυξανόμενο μερίδιο των εσόδων θα πρέπει να πηγαίνει για την εξυπηρέτηση του χρέους.
Η μοναδική μου συμβολή στο καταστατικό βιβλίο της ιστοριογραφίας - αυτό που ονομάζω νόμο του Ferguson - δηλώνει πως κάθε μεγάλη δύναμη που δαπανά περισσότερα για την εξυπηρέτηση του χρέους (πληρωμές τόκων για το εθνικό χρέος) από ό,τι για την άμυνα δε θα παραμείνει μεγάλη για πολύ καιρό. Ισχύει για την Ισπανία των Αψβούργων, ισχύει για τη Γαλλία του παλαιού καθεστώτος, ισχύει για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ισχύει για τη Βρετανική Αυτοκρατορία, ο νόμος αυτός πρόκειται να δοκιμαστεί από τις ΗΠΑ από φέτος, όταν (σύμφωνα με το CBO) οι καθαρές δαπάνες για τόκους θα είναι 3,1% του ΑΕΠ, οι αμυντικές δαπάνες 3,0%. Αν προεκτείνουμε τις αμυντικές δαπάνες με την υπόθεση ότι θα παραμείνουν σταθερά στο 48% των συνολικών διακριτικών δαπανών (ο μέσος όρος των ετών 2014-23), το χάσμα μεταξύ της εξυπηρέτησης του χρέους και της άμυνας θα διευρυνθεί ραγδαία τα επόμενα χρόνια. Μέχρι το 2041, σύμφωνα με τις προβλέψεις του CBO, οι πληρωμές τόκων (4,6% του ΑΕΠ) θα είναι διπλάσιες από τον αμυντικό προϋπολογισμό (2,3%). Μεταξύ 1962 και 1989, για λόγους σύγκρισης, οι πληρωμές τόκων ήταν κατά μέσο όρο 1,8% του ΑΕΠ- η άμυνα 6,4%.
Πέμπτον, οι συμμαχίες μας μπορεί να αποδειχθούν πιο αδύναμες από ό,τι ήταν στον Ψυχρό Πόλεμο Ι. Στην Ευρώπη, η Γερμανία είναι ακόμη πιο αμφίθυμη για την αμερικανική ηγεσία της ατλαντικής συμμαχίας από ό,τι ήταν στις ημέρες της Ostpolitik. Στην Ασία, οι ΗΠΑ μπορεί να πιστεύουν πως η «τετράδα» έχει μετατρέψει την Ινδία σε ασιατικό σύμμαχο, αλλά αμφιβάλλω πολύ αν ο πρωθυπουργός της Ινδίας, Ναρέντρα Μόντι, θα σήκωνε το τηλέφωνο αν η Ουάσινγκτον ζητούσε βοήθεια σε μια κρίση στην Ταϊβάν.
Για όλους αυτούς τους λόγους, δε θα πρέπει να είμαστε υπερβολικά σίγουροι για την έκβαση του Ψυχρού Πολέμου ΙΙ.
Ο Zbigniew Brzezinski, σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του προέδρου Jimmy Carter, ήδη από το 1997, στο βιβλίο του «The Grand Chessboard» έγραψε:
«Ενδεχομένως, το πιο επικίνδυνο σενάριο θα ήταν ένας μεγάλος συνασπισμός της Κίνας, της Ρωσίας και ίσως του Ιράν, ένας “αντιηγεμονικός” συνασπισμός ενωμένος όχι από ιδεολογία αλλά από συμπληρωματικά παράπονα. Θα θύμιζε σε κλίμακα και έκταση την πρόκληση που έθετε κάποτε το σινοσοβιετικό μπλοκ, αν και αυτή τη φορά η Κίνα θα ήταν πιθανότατα ο ηγέτης και η Ρωσία ο ακόλουθος».
Ο Brzezinski ήταν προφητικός. Κοιτάζοντας πίσω τα τελευταία τρία χρόνια, ωστόσο, είναι δύσκολο να μην καταλήξει κανείς στο συμπέρασμα πως οι διάδοχοί του στην κυβέρνηση Μπάιντεν έκαναν πολλά, τόσο άθελά τους όσο και θέλοντας, για να κάνουν αυτόν τον συνασπισμό πραγματικότητα, ξεκινώντας με την εγκατάλειψη των Αφγανών στο έλεος των Ταλιμπάν το 2021, στη συνέχεια αποτυγχάνοντας να αποτρέψουν τη Ρωσία από το να εισβάλει στην Ουκρανία το 2022 και, τέλος, αποτυγχάνοντας να αποτρέψουν το Ιράν από το να εξαπολύσει τους πληρεξουσίους του εναντίον του Ισραήλ το 2023. Ναι, ο Μπάιντεν επενέβη για να βοηθήσει την Ουκρανία και το Ισραήλ όταν δέχθηκαν επίθεση, αλλά μια προηγούμενη επίδειξη δύναμης θα μπορούσε να είχε αποφύγει και τις δύο καταστάσεις έκτακτης ανάγκης.
Προς το παρόν, ευτυχώς, βρισκόμαστε στον Δεύτερο Ψυχρό Πόλεμο, όχι στον Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο, γράφει το Bloomberg σε ένα μεγάλο σχόλιο.
Ωστόσο, ο Ψυχρός Πόλεμος ΙΙ εξελίσσεται μάλλον ταχύτερα από τον Ψυχρό Πόλεμο Ι. Αν η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ήταν το δικό μας ισοδύναμο του πολέμου της Κορέας του 1950-53, έχουμε (μέχρι στιγμής) προσπεράσει μια δεύτερη κρίση των πυραύλων της Κούβας - για την Ταϊβάν - και έχουμε ήδη εισέλθει σε μια περίοδο αποκλιμάκωσης, μια ακολουθία που χρειάστηκε δύο δεκαετίες την προηγούμενη φορά. Από την προεδρική σύνοδο κορυφής του περασμένου Νοεμβρίου στο Γουντσάιντ της Καλιφόρνια, οι Κινέζοι φάνηκαν πραγματικά πρόθυμοι να αποφύγουν μια αναμέτρηση και θέλουν να εμπλακούν σε σοβαρό, αν και παγωμένο, διάλογο με τους Αμερικανούς ομολόγους τους, που θυμίζει το 1969-72.
Τότε, όπως και τώρα, ο ψυχρός πόλεμος έχει ιδεολογική διάσταση: τουλάχιστον ορισμένοι Ρεπουμπλικάνοι έχουν επιστρέψει να μιλούν για την υπεράσπιση της ελευθερίας. Για τον Πούτιν και τον Σι, αυτό είναι απλώς κωδικός για τις «έγχρωμες επαναστάσεις» που υποστηρίζονται από τη CIA. Τότε, όπως και τώρα, ο ψυχρός πόλεμος είναι ένας τεχνολογικός αγώνας, αν και σήμερα τα σύνορα της καινοτομίας είναι η τεχνητή νοημοσύνη και η κβαντική πληροφορική, καθώς και τα πυρηνικά όπλα και οι «πόλεμοι των άστρων» (πυραυλική άμυνα).
Τότε, όπως και τώρα, ο ψυχρός πόλεμος είναι πληθωριστικός και εσωτερικά διχαστικός. Τότε, όπως και τώρα, έχει μεγάλη σημασία αν η Κίνα και η Ρωσία είναι ενωμένες. Η σημερινή τους ενότητα αποτελεί πραγματικό πονοκέφαλο για τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους, οι οποίοι βρίσκονται στην κατάσταση -που οραματίστηκαν πριν από έναν αιώνα και πλέον- της «Rimland» του Nicholas Spykman, προσπαθώντας να περιορίσουν την τεράστια ευρασιατική «Heartland» του Halford Mackinder. Τότε όπως και τώρα, δεν υπάρχουν μόνο δύο, αλλά τρεις ομαδοποιήσεις, επειδή ένας σημαντικός αριθμός χωρών θα προτιμούσε να είναι αδέσμευτες παρά να πρέπει να επιλέξει μια πλευρά.
Πρώτον, η Κίνα είναι ένας πολύ μεγαλύτερος οικονομικός διεκδικητής από ό,τι ήταν ποτέ η Σοβιετική Ένωση. Δεύτερον, η Δύση είναι οικονομικά διαπλεκόμενη με την Κίνα, μέσω ενός τεράστιου δικτύου εφοδιαστικών αλυσίδων, με τρόπο που δεν ήμασταν ποτέ με την ΕΣΣΔ. Τρίτον, είμαστε πολύ πιο αδύναμοι όσον αφορά την παραγωγική ικανότητα. Με την Κίνα να κατακλύζει τον κόσμο με φτηνά «πράσινα» πράγματα, η Δύση δεν έχει άλλη επιλογή από το να αναβιώσει τον προστατευτισμό και τη βιομηχανική πολιτική, γυρίζοντας το ρολόι της οικονομικής στρατηγικής πίσω και στη δεκαετία του 1970.
Τέταρτον, η δημοσιονομική πολιτική των ΗΠΑ βρίσκεται σε εντελώς μη βιώσιμη πορεία. Η διατήρηση ενός ελλείμματος 7% σε περίοδο πλήρους απασχόλησης δεν είναι, για να το θέσουμε ήπια, αυτό που συνιστούν τα εγχειρίδια μακροοικονομικής. Το πιο σημαντικό, όπως μόλις επισήμανε το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου, η αδυσώπητη αύξηση του ομοσπονδιακού χρέους σε δημόσια χέρια σε σχέση με το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν - από 99% φέτος σε ένα προβλεπόμενο 166% μέχρι το 2054 - θα περιορίσει αναπόφευκτα τις μελλοντικές κυβερνήσεις, για τον απλούστατο λόγο ότι ένα αμείλικτα αυξανόμενο μερίδιο των εσόδων θα πρέπει να πηγαίνει για την εξυπηρέτηση του χρέους.
Η μοναδική μου συμβολή στο καταστατικό βιβλίο της ιστοριογραφίας - αυτό που ονομάζω νόμο του Ferguson - δηλώνει πως κάθε μεγάλη δύναμη που δαπανά περισσότερα για την εξυπηρέτηση του χρέους (πληρωμές τόκων για το εθνικό χρέος) από ό,τι για την άμυνα δε θα παραμείνει μεγάλη για πολύ καιρό. Ισχύει για την Ισπανία των Αψβούργων, ισχύει για τη Γαλλία του παλαιού καθεστώτος, ισχύει για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ισχύει για τη Βρετανική Αυτοκρατορία, ο νόμος αυτός πρόκειται να δοκιμαστεί από τις ΗΠΑ από φέτος, όταν (σύμφωνα με το CBO) οι καθαρές δαπάνες για τόκους θα είναι 3,1% του ΑΕΠ, οι αμυντικές δαπάνες 3,0%. Αν προεκτείνουμε τις αμυντικές δαπάνες με την υπόθεση ότι θα παραμείνουν σταθερά στο 48% των συνολικών διακριτικών δαπανών (ο μέσος όρος των ετών 2014-23), το χάσμα μεταξύ της εξυπηρέτησης του χρέους και της άμυνας θα διευρυνθεί ραγδαία τα επόμενα χρόνια. Μέχρι το 2041, σύμφωνα με τις προβλέψεις του CBO, οι πληρωμές τόκων (4,6% του ΑΕΠ) θα είναι διπλάσιες από τον αμυντικό προϋπολογισμό (2,3%). Μεταξύ 1962 και 1989, για λόγους σύγκρισης, οι πληρωμές τόκων ήταν κατά μέσο όρο 1,8% του ΑΕΠ- η άμυνα 6,4%.
Πέμπτον, οι συμμαχίες μας μπορεί να αποδειχθούν πιο αδύναμες από ό,τι ήταν στον Ψυχρό Πόλεμο Ι. Στην Ευρώπη, η Γερμανία είναι ακόμη πιο αμφίθυμη για την αμερικανική ηγεσία της ατλαντικής συμμαχίας από ό,τι ήταν στις ημέρες της Ostpolitik. Στην Ασία, οι ΗΠΑ μπορεί να πιστεύουν πως η «τετράδα» έχει μετατρέψει την Ινδία σε ασιατικό σύμμαχο, αλλά αμφιβάλλω πολύ αν ο πρωθυπουργός της Ινδίας, Ναρέντρα Μόντι, θα σήκωνε το τηλέφωνο αν η Ουάσινγκτον ζητούσε βοήθεια σε μια κρίση στην Ταϊβάν.
Για όλους αυτούς τους λόγους, δε θα πρέπει να είμαστε υπερβολικά σίγουροι για την έκβαση του Ψυχρού Πολέμου ΙΙ.