Γράφει ο Δρ. Παναγιώτης Σφαέλος, Αντιπρόεδρος Δ.Σ & Δ/ντης Ερευνών ΚΕΔΙΣΑ
Σήμερα, 20 Ιουλίου 2024, συμπληρώνονται 50 χρόνια από την τουρκική εισβολή στην μαρτυρική Κύπρο. Τα τουρκικά στρατεύματα κατοχής είναι ακόμα στη βόρεια Κύπρο, οι Τούρκοι έποικοι είναι ακόμα εκεί, οι περιούσιες των Ελληνοκυπρίων συνεχίζουν να είναι κατεχόμενες ενώ η Λευκωσία παραμένει η τελευταία διαιρεμένη πρωτεύουσα στην Ευρώπη. Στην ελεύθερη Λευκωσία βρίσκεται σήμερα ο Έλληνας Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης για την ημέρα μνήμης της εισβολής ενώ την ίδια ώρα στα κατεχόμενα βρίσκεται ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν για να «γιορτάσει» την εισβολή και 50χρονη κατοχή της βόρειας Κύπρου. Δυστυχώς, η Τουρκική κατοχή έχει παγιωθεί και ο κατοχικός ηγέτης Ερσίν Τατάρ μιλάει πλέον ανοιχτά για την «κυριαρχία» του ψευδοκράτους δείχνοντας ουσιαστικά το δρόμο για λύση δύο κρατών στην Κύπρο. Η Τουρκία δεν έχει υποστεί καμία συνέπεια από την διεθνή κοινότητα για την εισβολή και κατοχή ενός κυρίαρχου ευρωπαϊκού κράτους. Μάλιστα, η Τουρκία δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία την οποία προκλητικά αποκαλεί «Ελληνοκυπριακή Διοίκηση». Η Τουρκία συνεχίζει μάλιστα να προκαλεί με την στρατηγική της Γαλάζιας Πατρίδας, κεντρικός στόχος της οποίας είναι η Κύπρος και τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου.
Τα γεγονότα του 1974
Μετά το προδοτικό πραξικόπημα και τη βίαιη ανατροπή του Μακαρίου στις 15 Ιουλίου 1974 από τον Ιωαννίδη, ήταν πλέον θέμα χρόνου να εκδηλωθεί η τουρκική εισβολή που επωαζόταν από καιρό και έψαχνε την κατάλληλη αφορμή. Η αντιπαράθεση της χούντας των Αθηνών με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο είχε πλέον φτάσει στο «κόκκινο». Το καθεστώς Ιωαννίδη βλακωδώς πίστευε ότι ο Μακάριος ήταν «εμπόδιο» στην ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, ενώ οι γεωπολιτικές ισορροπίες ουδέποτε ήταν ευνοϊκές για ένωση πολλώ δε μάλλον το 1974. Μερικές μέρες μετά την ανατροπή Μακαρίου – ο οποίος επέζησε του πραξικοπήματος – η Τουρκία, με το πρόσχημα της επέμβασης εγγυήτριας δύναμης για την «αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης» στην Κύπρο και την προστασία των Τουρκοκυπρίων, εισέβαλε στην Κύπρο. Η εισβολή στην Κύπρο ξεκίνησε το πρωί της 20ης Ιουλίου 1974 και ολοκληρώθηκε στις 14 Αυγούστου 1974 εν μέσω εκεχειρίας και διαπραγματεύσεων στην Γενεύη. Στον πρώτο Αττίλα, η Τουρκία κατέλαβε το 3% του εδάφους δημιουργώντας ένα προγεφύρωμα ενώ στο τέλος του Αττίλα ΙΙ, η Τουρκία κατείχε πλέον το 37% της Κύπρου και την μισή Λευκωσία. Η εισβολή οδήγησε σε χιλιάδες νεκρούς και αγνοούμενους και στον βίαιο εκτοπισμό χιλιάδων Ελληνοκυπρίων που κατέφυγαν στη νότια Κύπρο για να σωθούν. Στα 50 χρόνια της κατοχής, η Τουρκία μετέφερε Τούρκους εποίκους στα κατεχόμενα προς μόνιμη εγκατάσταση, αλλοιώνοντας έτσι την πληθυσμιακή σύνθεση του νησιού. Οι περιουσίες των Ελληνοκυπρίων κατασχέθηκαν και δόθηκαν στου εποίκους. Στα εδάφη που κυρίευσαν, σχημάτισαν ένα τουρκοκυπριακό ψευδοκράτος, το οποίο όμως δεν αναγνωρίστηκε από τη διεθνή κοινότητα.
Ιστορικό πλαίσιο
Μετά το τέλος της Οθωμανικής κτήσης της Κύπρου το 1878, η Κύπρος πέρασε στα χέρια της Βρετανίας ως αποικία. Με την σταδιακή διάλυση της βρετανικής αποικιοκρατίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Κύπρος ήθελε να ανεξαρτητοποιηθεί και να ενωθεί με την Ελλάδα. Η Βρετανία όμως δεν σκόπευε να αφήσει την Κύπρο ελεύθερη λόγω της στρατηγικής της θέσης στην Ανατολική Μεσόγειο. Έτσι, οι Ελληνοκύπριοι αποφάσισαν να ιδρύσουν την οργάνωση ΕΟΚΑ με αρχηγό τον απόστρατο αξιωματικό του ελληνικού στρατού Γεώργιο Γρίβα, έχοντας και τη συναίνεση του Μακαρίου. Στόχος της ΕΟΚΑ ήταν να διεκδικήσει το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση και την ένωση με την Ελλάδα. Τα γεγονότα όμως δεν δικαίωσαν τους αγωνιστές της ΕΟΚΑ οι οποίοι αντιμετωπίστηκαν με ιδιαίτερη σκληρότητα από τους Βρετανούς. Παρότι οι Βρετανοί ήταν ανένδοτοι, η δράση της ΕΟΚΑ αλλά και η γενικευμένη αναταραχή ανάγκασαν τους Βρετανούς να αποδεχθούν την ανεξαρτησία της Κύπρου, με την προϋπόθεση οι Βρετανοί θα κρατούσαν δύο στρατιωτικές βάσεις στο Ακρωτήρι και τη Δεκέλεια, οι οποίες ακόμα και σήμερα είναι κυρίαρχο βρετανικό έδαφος.
Το 1959 υπεγράφησαν οι Συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου σύμφωνα με τις οποίες η Κύπρος έγινε ανεξάρτητο κράτος το 1960, υπό την κηδεμονία όμως τριών εγγυητριών δυνάμεων (Ελλάδα, Βρετανία, Τουρκία). Η Ελλάδα και η Κύπρος δεν έπρεπε να δεχθούν λύση που να προβλέπει εγγυήτριες δυνάμεις ούτε την παραμονή των βρετανικών βάσεων. Με αυτό τον τρόπο, η Τουρκία μπήκε ξανά στο κάδρο του Κυπριακού έχοντας ρυθμιστικό ρόλο.
Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας που βασίζεται στις Συνθήκες Ζυρίχης – Λονδίνου είναι δοτό και μη τροποποιήσιμο στις θεμελιώδεις διατάξεις του. Οι συνταγματικές διατάξεις για την διακυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας ήταν δυσλειτουργικές ενώ δεν προέβλεπαν έναν μηχανισμό επίλυσης των κρίσεων. Έτσι, δεν άργησαν να φανούν οι πρώτες αδυναμίες στη διοίκηση του νεοσύστατου κράτους. Το 1963 ήρθε η πρώτη κρίση με αποτέλεσμα ο Πρόεδρος Μακάριος να προτείνει στον Αντιπρόεδρο Κιουτσούκ δεκατρία σημεία αναθεώρησης του Συντάγματος. Οι Τουρκοκύπριοι όμως απέρριψαν τα δεκατρία σημεία και αποχώρησαν από όλες τις κρατικές θέσεις και από τότε η Κύπρος διοικείται με αμιγώς ελληνοκυπριακή διοίκηση μέχρι σήμερα. Η πράσινη γραμμή μπήκε το 1963 μετά τις διακοινοτικές διαμάχες ενώ μια μεραρχία εστάλη στην Κύπρο το 1964 για να προστατεύει την εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου. Η ελληνική μεραρχία δυστυχώς αποσύρθηκε το 1967 μετά τα τραγικά γεγονότα της Κοφίνου και τις πιέσεις των ΗΠΑ που φοβόντουσαν για περεταίρω διακοινοτικές συγκρούσεις. Στη συνέχεια, η σύγκρουση της χούντας με τον Μακάριο κορυφώθηκε με την εκδήλωση του πραξικοπήματος στις 15 Ιουλίου 1974 και την μοιραία τουρκική εισβολή που ακολούθησε στις 20 Ιουλίου.
Οι προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού
Οι όποιες προσπάθειες δίκαιης και βιώσιμης επίλυσης του Κυπριακού έχουν πέσει στο κενό καθώς όλες είναι εις βάρος των Ελληνοκυπρίων που αποτελούν την πλειοψηφία του πληθυσμού στο νησί. Ακόμα και η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ το 2004 δεν οδήγησε σε μια δίκαιη λύση του Κυπριακού. Σήμερα τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα καθώς από την λύση στη βάση της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας – με τα όποια προβλήματα της – έχουμε περάσει πλέον στην ιδέα των δυο κρατών υπό τη μορφή μιας χαλαρής συνομοσπονδίας στη βάση της λεγόμενης «κυριαρχικής ισότητας». Αυτή η λύση καθιστά ουσιαστικά το ψευδοκράτος συγκυρίαρχο κράτος και οδηγεί στην διχοτόμηση. Η Τουρκία επιδιώκει την κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την σταδιακή τουρκοποίηση όλης της Κύπρου.
Η Ελλάδα και η Κύπρος θα πρέπει να επιμείνουν στη συνέχιση των προσπαθειών για μια δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού στη βάση των ψηφισμάτων του ΟΗΕ. Η Ελλάδα θα πρέπει να καταστήσει σαφές στη διεθνή κοινότητα ότι μονόδρομος για την επίλυση του Κυπριακού είναι: α) η απόσυρση των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής από τη βόρεια Κύπρο καθώς και των βρετανικών στρατιωτικών βάσεων που αποτελούν κατάλοιπο της εποχής της αποικιοκρατίας, β) η κατάργηση του αναχρονιστικού καθεστώτος των εγγυήσεων που δεν είναι συμβατές με το ευρωπαϊκό κεκτημένο, και γ) η απόρριψη της λύσης των δύο κρατών που προωθεί εσχάτως η Άγκυρα απαιτώντας μία λύση που θα προβλέπει ένα κράτος με μια διεθνή νομική προσωπικότητα και μία ενιαία κυριαρχία.
Από το 2017, όταν κατέρρευσαν οι διαπραγματεύσεις για επίλυση του Κυπριακού στο Κραν Μοντανά, δεν έχει υπάρξει καμία προσπάθεια διπλωματικής επίλυσης του Κυπριακού. Αυτές τις μέρες όμως υπάρχει νέα διπλωματική κινητικότητα στον άξονα Αθήνας, Λευκωσίας και Άγκυρας γύρω από το Κυπριακό ζήτημα μετά και την πρόσφατη συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες στη Νέα Υόρκη. Ο Κύπριος Πρόεδρος Νίκος Χριστοδουλίδης σε συνέντευξη του στην εφημερίδα «Η Καθημερινή» (15/07/2024) τόνισε ότι με μια νέα προσέγγιση και μεγαλύτερη έμφαση στη γεωπολιτική διάσταση του Κυπριακού, μπορούν να επαναρχίσουν οι συνομιλίες και να καταλήξουν σε μια λύση αποδεκτή από όλους. Ο Κύπριος Πρόεδρος δήλωσε επίσης ότι η Κύπρος έχει κάνει την ξεκάθαρη επιλογή να βρίσκεται στο Δυτικό άρμα, κάτι που προκύπτει από τη συμμετοχή της στην ΕΕ και επιβεβαιώνεται από τον στρατηγικό διάλογο που εγκαινίασε πρόσφατα με τις ΗΠΑ. Ο κ. Χριστοδουλίδης θεωρεί ότι είναι προς τη θετική κατεύθυνση η βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων και μπορεί να βοηθήσει στην προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού. Όπως τόνισε ο Κύπριος Πρόεδρος δεν μπορεί να υπάρξει πλήρης εξομάλυνση αν δεν επιλυθεί το Κυπριακό αλλά ένα θετικό κλίμα ανάμεσα στην Αθήνα και την Άγκυρα αναπόφευκτα βοηθάει και στις προσπάθειες για την επίλυση του Κυπριακού.
Πράγματι, απαιτείται ένα καλό κλίμα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις για επίλυση του Κυπριακού. Δυστυχώς, όμως η Ελλάδα ακολουθεί μια κατευναστική προσέγγιση με την Τουρκία και έχει αποσυνδέσει το Κυπριακό από τον ελληνοτουρκικό διάλογο. Η Ελλάδα θα έπρεπε να θέτει την επίλυση του Κυπριακού ως προϋπόθεση για την χρηματοδότηση της Τουρκίας από ευρωπαϊκά κονδύλια. Πάντως, η αύξηση της γεωπολιτικής ισχύος Ελλάδας και Κύπρου με την ταυτόχρονη ανακήρυξη ΑΟΖ με την Κύπρο θα βοηθούσε στην επίλυση του Κυπριακού με πιο ευνοϊκούς όρους.
Συμπερασματικά η τουρκική εισβολή στην Κύπρο υπήρξε μια μελανή σελίδα στην ελληνική ιστορία. Για άλλη μια φορά, ο εθνικός διχασμός και η μισαλλοδοξία οδήγησαν τον Ελληνισμό στην καταστροφή. Η Κύπρος είναι διαιρεμένη στα δύο και η τουρκική κατοχή εδραιώνεται με ορατό τον κίνδυνο να νομιμοποιηθεί. Ακόμα και η νεκρή ζώνη στην Αμμόχωστο έχει σταδιακά καταπατηθεί από την Τουρκία. Όσο περνάει ο καιρός δημιουργούνται νέα τετελεσμένα που δύσκολα ανατρέπονται. Ελλάδα και Κύπρος πρέπει να δράσουν συντονισμένα και με βάση τις γεωπολιτικές ισορροπίες να αποτρέπουν τις αναθεωρητικές τουρκικές διεκδικήσεις απαιτώντας μια δίκαιη και λειτουργική λύση του Κυπριακού στη βάση των ψηφισμάτων του ΟΗΕ.
Σήμερα, 20 Ιουλίου 2024, συμπληρώνονται 50 χρόνια από την τουρκική εισβολή στην μαρτυρική Κύπρο. Τα τουρκικά στρατεύματα κατοχής είναι ακόμα στη βόρεια Κύπρο, οι Τούρκοι έποικοι είναι ακόμα εκεί, οι περιούσιες των Ελληνοκυπρίων συνεχίζουν να είναι κατεχόμενες ενώ η Λευκωσία παραμένει η τελευταία διαιρεμένη πρωτεύουσα στην Ευρώπη. Στην ελεύθερη Λευκωσία βρίσκεται σήμερα ο Έλληνας Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης για την ημέρα μνήμης της εισβολής ενώ την ίδια ώρα στα κατεχόμενα βρίσκεται ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν για να «γιορτάσει» την εισβολή και 50χρονη κατοχή της βόρειας Κύπρου. Δυστυχώς, η Τουρκική κατοχή έχει παγιωθεί και ο κατοχικός ηγέτης Ερσίν Τατάρ μιλάει πλέον ανοιχτά για την «κυριαρχία» του ψευδοκράτους δείχνοντας ουσιαστικά το δρόμο για λύση δύο κρατών στην Κύπρο. Η Τουρκία δεν έχει υποστεί καμία συνέπεια από την διεθνή κοινότητα για την εισβολή και κατοχή ενός κυρίαρχου ευρωπαϊκού κράτους. Μάλιστα, η Τουρκία δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία την οποία προκλητικά αποκαλεί «Ελληνοκυπριακή Διοίκηση». Η Τουρκία συνεχίζει μάλιστα να προκαλεί με την στρατηγική της Γαλάζιας Πατρίδας, κεντρικός στόχος της οποίας είναι η Κύπρος και τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου.
Τα γεγονότα του 1974
Μετά το προδοτικό πραξικόπημα και τη βίαιη ανατροπή του Μακαρίου στις 15 Ιουλίου 1974 από τον Ιωαννίδη, ήταν πλέον θέμα χρόνου να εκδηλωθεί η τουρκική εισβολή που επωαζόταν από καιρό και έψαχνε την κατάλληλη αφορμή. Η αντιπαράθεση της χούντας των Αθηνών με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο είχε πλέον φτάσει στο «κόκκινο». Το καθεστώς Ιωαννίδη βλακωδώς πίστευε ότι ο Μακάριος ήταν «εμπόδιο» στην ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, ενώ οι γεωπολιτικές ισορροπίες ουδέποτε ήταν ευνοϊκές για ένωση πολλώ δε μάλλον το 1974. Μερικές μέρες μετά την ανατροπή Μακαρίου – ο οποίος επέζησε του πραξικοπήματος – η Τουρκία, με το πρόσχημα της επέμβασης εγγυήτριας δύναμης για την «αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης» στην Κύπρο και την προστασία των Τουρκοκυπρίων, εισέβαλε στην Κύπρο. Η εισβολή στην Κύπρο ξεκίνησε το πρωί της 20ης Ιουλίου 1974 και ολοκληρώθηκε στις 14 Αυγούστου 1974 εν μέσω εκεχειρίας και διαπραγματεύσεων στην Γενεύη. Στον πρώτο Αττίλα, η Τουρκία κατέλαβε το 3% του εδάφους δημιουργώντας ένα προγεφύρωμα ενώ στο τέλος του Αττίλα ΙΙ, η Τουρκία κατείχε πλέον το 37% της Κύπρου και την μισή Λευκωσία. Η εισβολή οδήγησε σε χιλιάδες νεκρούς και αγνοούμενους και στον βίαιο εκτοπισμό χιλιάδων Ελληνοκυπρίων που κατέφυγαν στη νότια Κύπρο για να σωθούν. Στα 50 χρόνια της κατοχής, η Τουρκία μετέφερε Τούρκους εποίκους στα κατεχόμενα προς μόνιμη εγκατάσταση, αλλοιώνοντας έτσι την πληθυσμιακή σύνθεση του νησιού. Οι περιουσίες των Ελληνοκυπρίων κατασχέθηκαν και δόθηκαν στου εποίκους. Στα εδάφη που κυρίευσαν, σχημάτισαν ένα τουρκοκυπριακό ψευδοκράτος, το οποίο όμως δεν αναγνωρίστηκε από τη διεθνή κοινότητα.
Ιστορικό πλαίσιο
Μετά το τέλος της Οθωμανικής κτήσης της Κύπρου το 1878, η Κύπρος πέρασε στα χέρια της Βρετανίας ως αποικία. Με την σταδιακή διάλυση της βρετανικής αποικιοκρατίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Κύπρος ήθελε να ανεξαρτητοποιηθεί και να ενωθεί με την Ελλάδα. Η Βρετανία όμως δεν σκόπευε να αφήσει την Κύπρο ελεύθερη λόγω της στρατηγικής της θέσης στην Ανατολική Μεσόγειο. Έτσι, οι Ελληνοκύπριοι αποφάσισαν να ιδρύσουν την οργάνωση ΕΟΚΑ με αρχηγό τον απόστρατο αξιωματικό του ελληνικού στρατού Γεώργιο Γρίβα, έχοντας και τη συναίνεση του Μακαρίου. Στόχος της ΕΟΚΑ ήταν να διεκδικήσει το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση και την ένωση με την Ελλάδα. Τα γεγονότα όμως δεν δικαίωσαν τους αγωνιστές της ΕΟΚΑ οι οποίοι αντιμετωπίστηκαν με ιδιαίτερη σκληρότητα από τους Βρετανούς. Παρότι οι Βρετανοί ήταν ανένδοτοι, η δράση της ΕΟΚΑ αλλά και η γενικευμένη αναταραχή ανάγκασαν τους Βρετανούς να αποδεχθούν την ανεξαρτησία της Κύπρου, με την προϋπόθεση οι Βρετανοί θα κρατούσαν δύο στρατιωτικές βάσεις στο Ακρωτήρι και τη Δεκέλεια, οι οποίες ακόμα και σήμερα είναι κυρίαρχο βρετανικό έδαφος.
Το 1959 υπεγράφησαν οι Συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου σύμφωνα με τις οποίες η Κύπρος έγινε ανεξάρτητο κράτος το 1960, υπό την κηδεμονία όμως τριών εγγυητριών δυνάμεων (Ελλάδα, Βρετανία, Τουρκία). Η Ελλάδα και η Κύπρος δεν έπρεπε να δεχθούν λύση που να προβλέπει εγγυήτριες δυνάμεις ούτε την παραμονή των βρετανικών βάσεων. Με αυτό τον τρόπο, η Τουρκία μπήκε ξανά στο κάδρο του Κυπριακού έχοντας ρυθμιστικό ρόλο.
Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας που βασίζεται στις Συνθήκες Ζυρίχης – Λονδίνου είναι δοτό και μη τροποποιήσιμο στις θεμελιώδεις διατάξεις του. Οι συνταγματικές διατάξεις για την διακυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας ήταν δυσλειτουργικές ενώ δεν προέβλεπαν έναν μηχανισμό επίλυσης των κρίσεων. Έτσι, δεν άργησαν να φανούν οι πρώτες αδυναμίες στη διοίκηση του νεοσύστατου κράτους. Το 1963 ήρθε η πρώτη κρίση με αποτέλεσμα ο Πρόεδρος Μακάριος να προτείνει στον Αντιπρόεδρο Κιουτσούκ δεκατρία σημεία αναθεώρησης του Συντάγματος. Οι Τουρκοκύπριοι όμως απέρριψαν τα δεκατρία σημεία και αποχώρησαν από όλες τις κρατικές θέσεις και από τότε η Κύπρος διοικείται με αμιγώς ελληνοκυπριακή διοίκηση μέχρι σήμερα. Η πράσινη γραμμή μπήκε το 1963 μετά τις διακοινοτικές διαμάχες ενώ μια μεραρχία εστάλη στην Κύπρο το 1964 για να προστατεύει την εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου. Η ελληνική μεραρχία δυστυχώς αποσύρθηκε το 1967 μετά τα τραγικά γεγονότα της Κοφίνου και τις πιέσεις των ΗΠΑ που φοβόντουσαν για περεταίρω διακοινοτικές συγκρούσεις. Στη συνέχεια, η σύγκρουση της χούντας με τον Μακάριο κορυφώθηκε με την εκδήλωση του πραξικοπήματος στις 15 Ιουλίου 1974 και την μοιραία τουρκική εισβολή που ακολούθησε στις 20 Ιουλίου.
Οι προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού
Οι όποιες προσπάθειες δίκαιης και βιώσιμης επίλυσης του Κυπριακού έχουν πέσει στο κενό καθώς όλες είναι εις βάρος των Ελληνοκυπρίων που αποτελούν την πλειοψηφία του πληθυσμού στο νησί. Ακόμα και η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ το 2004 δεν οδήγησε σε μια δίκαιη λύση του Κυπριακού. Σήμερα τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα καθώς από την λύση στη βάση της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας – με τα όποια προβλήματα της – έχουμε περάσει πλέον στην ιδέα των δυο κρατών υπό τη μορφή μιας χαλαρής συνομοσπονδίας στη βάση της λεγόμενης «κυριαρχικής ισότητας». Αυτή η λύση καθιστά ουσιαστικά το ψευδοκράτος συγκυρίαρχο κράτος και οδηγεί στην διχοτόμηση. Η Τουρκία επιδιώκει την κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την σταδιακή τουρκοποίηση όλης της Κύπρου.
Η Ελλάδα και η Κύπρος θα πρέπει να επιμείνουν στη συνέχιση των προσπαθειών για μια δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού στη βάση των ψηφισμάτων του ΟΗΕ. Η Ελλάδα θα πρέπει να καταστήσει σαφές στη διεθνή κοινότητα ότι μονόδρομος για την επίλυση του Κυπριακού είναι: α) η απόσυρση των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής από τη βόρεια Κύπρο καθώς και των βρετανικών στρατιωτικών βάσεων που αποτελούν κατάλοιπο της εποχής της αποικιοκρατίας, β) η κατάργηση του αναχρονιστικού καθεστώτος των εγγυήσεων που δεν είναι συμβατές με το ευρωπαϊκό κεκτημένο, και γ) η απόρριψη της λύσης των δύο κρατών που προωθεί εσχάτως η Άγκυρα απαιτώντας μία λύση που θα προβλέπει ένα κράτος με μια διεθνή νομική προσωπικότητα και μία ενιαία κυριαρχία.
Από το 2017, όταν κατέρρευσαν οι διαπραγματεύσεις για επίλυση του Κυπριακού στο Κραν Μοντανά, δεν έχει υπάρξει καμία προσπάθεια διπλωματικής επίλυσης του Κυπριακού. Αυτές τις μέρες όμως υπάρχει νέα διπλωματική κινητικότητα στον άξονα Αθήνας, Λευκωσίας και Άγκυρας γύρω από το Κυπριακό ζήτημα μετά και την πρόσφατη συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες στη Νέα Υόρκη. Ο Κύπριος Πρόεδρος Νίκος Χριστοδουλίδης σε συνέντευξη του στην εφημερίδα «Η Καθημερινή» (15/07/2024) τόνισε ότι με μια νέα προσέγγιση και μεγαλύτερη έμφαση στη γεωπολιτική διάσταση του Κυπριακού, μπορούν να επαναρχίσουν οι συνομιλίες και να καταλήξουν σε μια λύση αποδεκτή από όλους. Ο Κύπριος Πρόεδρος δήλωσε επίσης ότι η Κύπρος έχει κάνει την ξεκάθαρη επιλογή να βρίσκεται στο Δυτικό άρμα, κάτι που προκύπτει από τη συμμετοχή της στην ΕΕ και επιβεβαιώνεται από τον στρατηγικό διάλογο που εγκαινίασε πρόσφατα με τις ΗΠΑ. Ο κ. Χριστοδουλίδης θεωρεί ότι είναι προς τη θετική κατεύθυνση η βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων και μπορεί να βοηθήσει στην προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού. Όπως τόνισε ο Κύπριος Πρόεδρος δεν μπορεί να υπάρξει πλήρης εξομάλυνση αν δεν επιλυθεί το Κυπριακό αλλά ένα θετικό κλίμα ανάμεσα στην Αθήνα και την Άγκυρα αναπόφευκτα βοηθάει και στις προσπάθειες για την επίλυση του Κυπριακού.
Πράγματι, απαιτείται ένα καλό κλίμα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις για επίλυση του Κυπριακού. Δυστυχώς, όμως η Ελλάδα ακολουθεί μια κατευναστική προσέγγιση με την Τουρκία και έχει αποσυνδέσει το Κυπριακό από τον ελληνοτουρκικό διάλογο. Η Ελλάδα θα έπρεπε να θέτει την επίλυση του Κυπριακού ως προϋπόθεση για την χρηματοδότηση της Τουρκίας από ευρωπαϊκά κονδύλια. Πάντως, η αύξηση της γεωπολιτικής ισχύος Ελλάδας και Κύπρου με την ταυτόχρονη ανακήρυξη ΑΟΖ με την Κύπρο θα βοηθούσε στην επίλυση του Κυπριακού με πιο ευνοϊκούς όρους.
Συμπερασματικά η τουρκική εισβολή στην Κύπρο υπήρξε μια μελανή σελίδα στην ελληνική ιστορία. Για άλλη μια φορά, ο εθνικός διχασμός και η μισαλλοδοξία οδήγησαν τον Ελληνισμό στην καταστροφή. Η Κύπρος είναι διαιρεμένη στα δύο και η τουρκική κατοχή εδραιώνεται με ορατό τον κίνδυνο να νομιμοποιηθεί. Ακόμα και η νεκρή ζώνη στην Αμμόχωστο έχει σταδιακά καταπατηθεί από την Τουρκία. Όσο περνάει ο καιρός δημιουργούνται νέα τετελεσμένα που δύσκολα ανατρέπονται. Ελλάδα και Κύπρος πρέπει να δράσουν συντονισμένα και με βάση τις γεωπολιτικές ισορροπίες να αποτρέπουν τις αναθεωρητικές τουρκικές διεκδικήσεις απαιτώντας μια δίκαιη και λειτουργική λύση του Κυπριακού στη βάση των ψηφισμάτων του ΟΗΕ.