RIA Novosti / Alexey Danichev |
Οι πρώτες τομεακές κυρώσεις που επιβλήθηκαν από τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση πριν από 10 χρόνια, τον Ιούλιο του 2014, επηρέασαν τον χρηματοπιστωτικό και τον ενεργειακό τομέα, καθώς και τις προμήθειες τεχνολογίας και εξοπλισμού για την παραγωγή πετρελαίου στην αρκτική υφαλοκρηπίδα, τα κοιτάσματα βαθέων υδάτων και τα σχιστολιθικά έργα. Ένα νέο κύμα περιορισμών έπληξε τον κλάδο το 2022, όταν η Ευρωπαϊκή Ένωση επέβαλε απαγόρευση των προμηθειών πετρελαίου από τη Ρωσία, θέτοντας ταυτόχρονα ανώτατη τιμή 60 δολαρίων ανά βαρέλι για το ρωσικό πετρέλαιο που μεταφέρεται δια θαλάσσης σε τρίτες χώρες.
«Θα πρέπει να αποδώσουμε τα εύσημα σε δύο συνιστώσες: φυσικά, είναι οι προσπάθειες της διοίκησης των ρωσικών πετρελαϊκών εταιρειών και η σύνεση των ίδιων των εμπνευστών των κυρώσεων, όσο παράδοξο κι αν φαίνεται», δήλωσε στο RIA Novosti ο Αλεξέι Γκρόμοφ, εμπειρογνώμονας του Ινστιτούτου Ενέργειας και Οικονομικών, σε συνέντευξή του με αφορμή τη 10η επέτειο των πρώτων κυρώσεων.
Το εμπάργκο της ΕΕ στις προμήθειες ρωσικού πετρελαίου και πετρελαιοειδών επιβλήθηκε με καθυστέρηση 6 και 8 μηνών αντίστοιχα, οπότε οι ρωσικές εταιρείες είχαν μια χρονική υστέρηση για να αναδιαρθρώσουν την εφοδιαστική τους και να βρουν νέες αγορές, εξήγησε ο Γκρόμοφ.
«Και οι εταιρείες μας ανταπεξήλθαν λαμπρά σε αυτό το έργο», τόνισε ο συνομιλητής του οργανισμού, σημειώνοντας ότι οι προμήθειες από την ευρωπαϊκή αγορά εκτρέπονται σε μεγάλο βαθμό στην αγορά της Ινδίας.
«Εάν οι κυρώσεις -εμπορία πετρελαίου και ανώτατο όριο τιμών- είχαν τεθεί σε ισχύ αμέσως μόλις ανακοινώθηκαν, θα ήταν μια κρίσιμη περίπτωση για τη Ρωσία. Σε αυτή την κατάσταση, οι εταιρείες θα έπρεπε να αναδιαρθρώσουν τις εξαγωγές εν κινήσει και να χάσουν έσοδα», δήλωσε ο Γκρόμοφ.